Παλαιστίνη, 1948. Στο μαγευτικό χωριό που απλώνεται σκαρφαλωμένο σε καταπράσινη πλαγιά, η έφηβη Φάρχα μεγαλώνει με το όνειρο μιας πορείας στη μόρφωση, όνειρο που μοιράζεται στις κούνιες μιας εύρωστης συκιάς με την παιδική της φίλη Φαρίντα. Ο πατέρας της και δήμαρχος του χωριού, διχάζεται ανάμεσα στην παράδοση που θέλει τις κοπέλες να παντρεύονται σε νεαρή ηλικία για να συνεχίσουν τη ζωή τους υπό τη σκέπη ενός άξιου συζύγου, και τις πιέσεις της φιλομαθούς κόρης του, για την οποία η γνώση είναι πόθος βαθύς.

Η αγάπη για το παιδί του θα υπερισχύσει, και η Φάρχα θα πάρει μ’ ευγνωμοσύνη από το χέρι του γεννήτορά της το πολυπόθητο χαρτί εγγραφής στο γυμνάσιο της πόλης.
Δεν θα προλάβει το ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς. Η εισβολή των αρματωμένων σιωνιστών, θα την βρει κλειδαμπαρωμένη στο κελάρι της αυλής, απ’ όπου θα παρακολουθήσει με κομμένη ανάσα τη φρικώδη εξέλιξη.

Κάμποσοι από τους γηραιότερους κατοίκους της σημερινής Γά­ζας επαναλαμβάνουν στις μαρτυ­ρίες τους πως ξαναζούν την κατα­στροφή του ’48, τη ΝΑΚΜΠΑ.
Σημείο τομής στην Ιστορία του Παλαιστινιακού λαού, η ΝΑΚΜΠΑ αποτυπώνει στο ακέραιο τις αποικιοκρατικές, καταστροφικές προθέσεις και την ακραία βαρβαρότητα των σιωνιστών, τίποτα λιγότερο από Ύβρι στη μνήμη του ολοκαυτώματος.
Σε σχετική πρόσφατη μαρτυρία Παλαιστίνιου απόγονου θυμάτων της ΝΑΚΜΠΑ, σημειώνεται χαρακτηριστικά:
«Μερικές αναμνήσεις διαπερνούν την ίδια μας την ύπαρξη και διεισδύουν στη συλλογική μας συνείδηση για γενεές. Οι επιζώντες τής Al-Nakba (καταστροφή), […] συνεχίζουν να διατηρούν αυτές τις μνήμες ανεξίτηλες σε κάθε ρυτίδα που καλύπτει τα πρόσωπά τους και σε κάθε κύτταρο και θραύσμα οστού στο σώμα τους, που συνεχίζει να θυμάται τις επιθέσεις εναντίον των σπιτιών τους, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και υπόστασης. […] Η Nakba έγινε ένα σύμβολο που στοιχειώνει την Παλαιστίνη, εξαναγκάζοντας 950.000 Παλαιστίνιους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, με τη δολοφονία 15.000 ανθρώπων σε ένα από τα πλέον φρικτά εγκλήματα της Ιστορίας. […]
Δεν γράφω για αυτές τις σφαγές για να αναφέρω τις λεπτομέρειες των ανείπωτων φρικαλεοτήτων […] από τις σιωνιστικές μαχητικές ομάδες Irgun, Haganah και άλλες. Σήμερα θυμάμαι αυτές τις σφαγές και τον αναγκαστικό εκτοπισμό ως απόδειξη ότι η Αl-Nakba δεν έχει τελειώσει, ότι αυτό που προηγήθηκε διαιωνίζεται. […]».

Με σίγουρη κάμερα που μετακινείται με άνεση από τα χρώματα και τις εξαίσιες γραμμές του Παλαιστινιακού χωριού – σε αγαστή αρμονία με την ομορφιά της περιβάλλουσας φύσης και τις λεπτομέρειες της παραδοσιακής αυλής, στις εκφραστικές μορφές της Φάρχα και του πατέρα της και το βάθος της σχέσης τους, η 36χρονη Ιορδανή, Παλαιστινιακής καταγωγής, Νταρίν Σαλάμ, εστιάζει καίρια στην ανατριχιαστική αντίθεση ανάμεσα στη γαλήνη και τον πλού­το της καθημερινής ζωής της οικογένειας απ’ τη μια, και τη βαναυσότητα της σιωνιστικής επέλασης από την άλλη.

Οι ατέλειωτες ώρες του καταναγκαστικού εγκλεισμού της Φάρχα στο κελάρι, και η παρακολούθηση από τις χαραμάδες των φρικτών σκηνών που εκτυλίσσονται στην αυλή θα σημάνουν τη βίαιη ενηλικίωσή της· το σθένος της, «γραμ­μένο» στα γονίδιά της ως μείζον χαρακτηριστικό αυτού του γίγαντα λαού, θα υπερισχύσει. Η Φάρχα θα επιβιώσει της φρίκης για να βαδίσει τον μακρύ δρόμο ως τη Συρία, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη της αναίτιας σφαγής.

Σε σχετική συνέντευξή της η Νταρίν Σαλάμ, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Τέχνη του Κινηματογράφου, καταθέτει: «Λέω πάντα πως η ιστορία αυτή με “βρήκε”. Υπήρχε αυτό το κορίτσι, η Ραντιέχ, που έζησε στην Παλαιστίνη το 1948, και κλειδώθηκε σ’ ένα δωμάτιο από τον πατέρα της για να την προστατέψει τότε από την ισραηλινή εισβολή. Η Ραντιέχ επιβίωσε και περπάτησε ως τη Συρία όπου μοιράστηκε την ιστορία της μ’ ένα άλλο κορίτσι. Αυτό μεγάλωσε, απέκτησε και το ίδιο μια κόρη, και μοιράστηκε την ιστορία της Ραντιέχ με την κόρη της – που ήμουν εγώ. […] Διάλεξα επίτηδες το όνομα “Φάρχα” – που σημαίνει “χαρά” στα αραβικά, εξαιτίας των περιγραφών της ζωής τους πριν τη ΝΑΚΜΠΑ· για μένα ήταν η ζωή πριν τους κλέψουν τη χαρά τους. […] Η ΝΑΚΜΠΑ είναι μέρος αυτού που είμαστε και της ταυτότητάς μας ως Παλαιστινίων. […] Δεν είμαι πολιτικός, είμαι καλλιτέχνης. Αυτό όμως που είμαι σε θέση να ισχυριστώ, είναι πως οι παππούδες μου εξαναγκάστηκαν σε εξορία στα 1948· ο πατέρας μου ήταν έξι μηνών, τότε. […] Άκουσα πολλές ιστορίες από ανθρώπους που έζησαν αντίστοιχες εμπειρίες. […] Βλέπεις ανθρώπους που έζησαν ό,τι έζησαν 70 χρόνια πριν, και κουβαλάνε ακόμα το τραύμα. Περιμένουν πάντα να επισκεφτούν τα σπίτια τους και τ’ αγροκτήματά τους. Ένιωσα όλο το βάρος στην καρδιά μου αυτής της νοσταλγίας για την απλότητα της ζωής τους.[…]Σαν κινηματογραφίστρια, δεν μπορώ να κάνω ταινίες παρά μόνο αφού νιώσω την ανάγκη να μοιραστώ την ιστορία – σε περίπτωση ειδικά όπου η ιστορία με στοιχειώνει, όπως συνέβη με τη Φάρχα. Δεν υπάρχουν ταινίες γι’ αυτήν την συγκεκριμένη περίοδο στην Παλαιστίνη. Λείπει από τον κινηματογράφο. […]
Συγκλονιστική καταγραφή ενός σπαραχτικού συλλογικού βιώματος· κινηματογραφική κατάθεση με οικουμενικό, διαχρονικό εκτόπισμα.
Βραβείο κριτικών ως καλύτερης ταινίας του 2022 στο Αραβικό Φεστιβάλ του Malmö.