Άνοιξη του 1923, εν μέσω του Ιρλανδικού Εμφυλίου. Στο Ινίσεριν, μικρό, απομονωμένο νησί της Ιρλανδίας, η φιλία δύο αντρών, του ερασιτέχνη βιολιστή Κολμ, και του Παντράικ, εργένη μικρο-κτηνοτρόφου, διαρρηγνύεται αιφνίδια και άκρως προσβλητικά από τον πρώτο: Ο Κολμ ισχυρίζεται δημόσια και χωρίς περιστροφές, πως δεν εννοεί να περάσει τα μετρημένα χρόνια ζωής που του απομένουν ξοδεύοντας τον χρόνο του μ’ έναν βαρετό άνθρωπο σαν τον καρδιακό μέχρι πρότινος φίλο του.
Το γεγονός καθεαυτό κι η αντίδραση του Παντράικ, πυροδοτούν μια σειρά από ανεπανόρθωτες συμφορές.

Ο γεννημένος στην Ιρλανδία Μάρτιν ΜακΝτόνα, που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία στο θέατρο, μας συστήθηκε ως κινηματογραφιστής τo 2008 με την ανατρεπτική “Αποστολή στην Μπρυζ”, όπου το ίδιο πρωταγωνιστικό δίδυμο (Κόλιν Φάρελ – Μπρένταν Γκλίζον) συγκρούεται επίσης άδικα των αδίκων, κατ’ επιταγήν του αφεντικού.

Μια σύγκρουση αποκλινόντων χαρακτήρων βρίσκεται και στον πυρήνα της ταινίας που τον καθιέρωσε, του πολιτικότατου “Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι”, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον του ΜακΝτόνα για τα όρια της ανθρώπινης βούλησης μέσα στην (καπιταλιστική) κοινωνική συνθήκη, αλλά και τη συνύπαρξη ως αναγκαιότητα.

Στο “Τα πνεύματα του Ινίσεριν”, την πιο αντισυμβατική ίσως ταινία του μέχρι σήμερα, επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του για να συμπλέξει με χιούμορ, βαθύ αίσθημα κι ατράνταχτη διαλεκτική, όλα όσα συνθέτουν την ιστορία των ανθρώπων της Ιρλανδίας που γίνεται λίγο-πολύ οικουμενική: Τη στατικότητα της κανονικότητας με την ορμή της εξέγερσης, την ιστορικότητα του συλλογικού ‘είναι’ με την ουτοπία της ατομικής ελευθερίας, την αγωνία του θανάτου με την εκρηκτική επιμονή της ζωής.

Ο Κολμ εξεγείρεται μπρος στην απειλή του τέλους, χλευάζοντας την αγαθότητα του Παντράικ, τίποτα όμως δεν μένει ίδιο στο πέρασμα του χρόνου• ακόμα και στην απόλυτη απομόνωση, τα πάντα υπόκεινται στον κανόνα της αλληλεπίδρασης και της εξέλιξης.
Ο ΜακΝτόνα πλάθει έναν σαγηνευτικό όσο και πικρό καμβά, όπου τα όρια ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα συσκοτίζονται με φιλοσοφημένο στοχασμό και ισχυρή αίσθηση της Ιστορίας, με κάθε επιμέρους στοιχείο σε διακριτό ρόλο. Η εξαίσια στην αγριότητά της φύση της Ιρλανδίας περιβάλλει ιδανικά τα ανυπόταχτα ιρλανδέζικα πνεύματα, η τρυφεράδα των στωικών αγελάδων και των πεισματάρικων γαϊδουριών επιδρά ιαματικά στις τραυματισμένες από τη μοναχικότητα και τη λήθη ψυχές, η σοφία της γριάς μάγισσας που περιφέρεται σαν στοιχειό καταδείχνει τις κρίσιμες στιγμές το καίριο, η απελπισμένη ανάγκη των ανθρώπων γι’ αγάπη και δημιουργία σημαίνει ακατάπαυστα το μέτρο της ανθρωπιάς. Η ευθύνη για τα πεπραγμένα βρίσκει πάντα τον δρόμο της• ο Κολμ θ’ αναμετρηθεί με τον εαυτό του, κι η στυγνή βία τού αστυνόμου θα τιμωρηθεί ανελέητα. Ο δε Ιρλανδέζικος Εμφύλιος σχολιάζεται δεόντως και ολιγόλογα: «Θα έπρεπε να χτυπάμε τους Άγγλους αντί να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας».

Αξίζει ν’ αναφερθούν πρόσθετα κάποιες λεπτομέρειες: Η λέξη “Banshee” (ο τίτλος της ταινίας είναι “BansheesofInisherin”), είναι η επί το αγγλικότερον απόδοση του κέλτικης προέλευσης “be­ansí”, που σημαίνει “γυναίκα του νεραϊδένιου λόφου”, ή “γυναίκα νεράιδα”.
Η Τζένυ, το μίνι γαϊδουράκι, δεν είχε ποτέ ξανά συμμετάσχει σε ταινία κι αντιδρούσε έντονα στη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Κόλιν Φάρελ τη χαρακτήρισε α­στειευόμενος ως τη μεγαλύτερη ντίβα του σετ.

Και οι τέσσερις ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία, ο Γκλίζον, ο Φάρελ, η Κόντον κι ο Κέογκαν έχουν ιρλανδική καταγωγή, ο δε Μπρένταν Γκλίζον είναι δεξιοτέχνης βιολιστής• έπαιξε βιολί στο “Μάικλ Κόλινς, ο επαναστάτης” (1996) όπως και στο “Επιστροφή στο Cold Mount­ain” (2003). Όσο για το φανταστικό Ινίσεριν, για τον Μακντόνα, που είναι και ο σεναριογράφος της ταινίας, πηγή έμπνευσης υπήρξαν τα νησιά Άραν (κυρίως το Ίνισμορ) και το νησί Άκιλ, όπου πραγματοποιήθηκαν τα περισσότερα γυρίσματα.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο 52χρονος σκηνοθέτης καταθέτει σχετικά: «Με τον Κόλιν και τον Μπρένταν, για τους οποίους και έγραψα το σενάριο, θέλαμε εδώ και 14 χρόνια να ξαναβρεθούμε σ’ ένα σετ• παραμείναμε φίλοι και συναντιόμασταν κάθε χρόνο. […] Μεγάλωσα στην Αγγλία, δεν αι­σθάνομαι όμως ότι έφυγα ποτέ από την Ιρλανδία. […] Πιστεύω ότι είναι μια ιρλανδέζικη ταινία επειδή αυτοί είναι Ιρλανδοί κι εγώ μισός Ιρλανδός. […] Είμαι απ’ την άλλη αντι-εθνικιστής, οπότε γίνεται δύσκολο να προσδιορίσω με ακρίβεια την ταυτότητά μου σε σχέση μ’ αυτό. […] Η ταινία αφορά πάνω απ’ όλα τη ρεαλιστική απεικόνιση ενός χωρισμού, […] ενός πλατωνικού χωρισμού, που μπορεί να είναι εξίσου βαρύς, οδυνηρός και καταστροφικός μ’ ένα διαζύγιο, με το τέλος μιας ερωτικής σχέσης. […]Το να περιγράψω τον πόνο και των δύο πλευρών όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν, ήταν το βασικό ζήτημα που με απασχόλησε. […] Μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να στραφεί ενάντια στο στοιχείο που του επιτρέπει να δημιουργεί καλλιτεχνικά. Αναρωτήθηκα, σχετικά: Αυτό τον κάνει καλλιτέχνη; […]»

Καθηλωτική ερμηνεία από τον Κόλιν Φάρελ, εξαιρετικός όπως πάντα ο Μπρένταν Γκλίζον.
Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ της Βενετίας, και βραβείο ΒΟΛΠΙ ερμηνείας για τον Κόλιν Φάρελ.