Στην επαρχιακή Ρωσία του 19ου αιώνα, ο 12χρονος Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκώφ (το πραγματικό όνομα του συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι), μετακομίζει μετά το θάνατο του πατέρα του στο σπίτι του τεχνίτη παππού του. Μια αδηφάγα πυρκαγιά τους υποχρεώνει σε νέα μετοίκιση, με την επακόλουθη οικονομική καταστροφή να υπονομεύει σταθερά την καθημερινή τους επιβίωση. Δύσκολη προσαρμογή για τον Αλιόσα-Μαξίμ, καθώς αναγκάζεται ν’ αντιμετωπίσει τις απανωτές αναταράξεις ενός ανταγωνιστικού οικογενειακού περιβάλλοντος, όπου οι καυγάδες μεταξύ των θείων του (για κληρονομικά κυρίως ζητήματα) δίνουν και παίρνουν, ενώ δεν λείπουν οι ‘αναμορφωτικών προθέσεων’ ξυλοδαρμοί του παππού του.
Ο Αλιόσα δεν στέκει ωστόσο ανυπεράσπιστος, καθώς απολαμβάνει της προστασίας της ‘ευλογημένης τρελής’ γιαγιάς του.

Με αφορμή το σχετικά πρόσ­φατο αφιέρωμα του αειθαλούς STUDIO στον σοβιετικό κινηματογράφο, επανερχόμαστε σε μια από τις πλέον εμβληματικές δημιουργίες του σπουδαίου σοβιετικού σκηνοθέτη Μαρκ Ντονσκόι. Όπου εδώ καταπιάνεται με την κινηματογραφική αποτύπωση της ασυμμάζευτης φτώχειας των ρώσικων παραγκοχωριών, κόντρα στην αδιαφορία και τον κατασταλτικό χαρακτήρα του τσαρικού καθεστώτος, με φόντο τη μεγαλειώδη φύση του Βόλγα και των ‘ανοιχτών λιβαδιών’.

Ο γεννημένος το 1901 στην Οδησσό Μαρκ Ντονσκόι, είχε καταταγεί στα 17 του μόλις χρόνια στον Κόκκινο Στρατό, παίρνοντας μέρος σε πολλές κρίσιμες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου. Μετά τη λήξη του ρίχτηκε στα γράμματα και τις επιστήμες, σπουδάζοντας ψυχολογία, ψυχιατρική και νομικά. Το 1926 στράφηκε αποφασιστικά στην παραγωγή ταινιών, και το 1929, έχοντας μαθητεύσει κοντά στον Σεργκέι Αϊζενστάιν, σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία. Τη 10ετία του ’30 ασχολήθηκε εστιασμένα με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις των λαών της Σοβιετικής Ένωσης, και στις αρχές του 1941, τιμήθηκε με το βραβείο Στάλιν για την τριλογία του γύρω απ’ τη ζωή και το έργο του αγαπημένου φίλου του Μαξίμ Γκόρκι.

Παρά την επίσημη απαλλαγή του από στρατιωτικά καθήκοντα στην έναρξη του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο Ντονσκόι έσπευσε να καταταγεί ξανά στον Κόκκινο Στρατό, τιθέμενος μάλιστα επικεφαλής λόχου στην πορεία του πολέμου. Κρίθηκε παρ’ όλα αυτά αναγκαίο να επιστρέψει στα μετόπισθεν για να καταπιαστεί ξανά με την κινηματογράφηση, και συγκεκριμένα στο Ασκαμπάτ του Τουρκμενιστάν, όπου σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες με θέμα τη σοβιετική αντίσταση, όπως τις δημοφιλείς “Ουράνιο Τόξο” και “Ο Ανίκητος”. Κατά την μεταπολεμική περίοδο η θεματογραφία του περιστράφηκε κυρίως γύρω από σημαντικά ιστορικά πρόσωπα (τον Λένιν, μεταξύ άλλων).

Η ταινία “Τα παιδικά χρόνια του Μαξίμ Γκόρκι” αποτελεί το πρώτο μέρος της πολυταξιδεμένης τριλογίας του. Η μεγαλοφυΐα του Ντονσκόι στη συγκεκριμένη δημιουργία, έγκειται κυρίως στ’ ότι καταφέρνει να συνθέσει με απλή όσο και καίρια κινηματογραφική γλώσσα τις κυρίαρχες αντιθέσεις της προεπαναστατικής επαρχιακής Ρωσίας:
Η μεγάθυμη παράδοση της μητέρας πατρίδας, εμβληματικά ενσαρκωμένη στο πρόσωπο της θεόρατης μπάμπουσκας (γιαγιάς) του Αλιόσα, αντιμέτωπη με την ένδεια του μικροαστικού ανταγωνισμού, κι η επαναστατικότητα της γνώσης, που ορθώνεται σχεδόν χωρίς σχέδιο απέναντι στον σκοταδισμό της τσαρικής αυθαιρεσίας.

«Μην υποτάξεις ποτέ τη θέλησή σου στη θέληση ενός άλλου – να διαβάζεις, να σκέφτεσαι, και να γράψεις τις ιστορίες της γιαγιάς σου», θα ορμηνέψει τον Αλιόσα ο καταδιωγμένος χημικός, χωρώντας σε δέκα κουβέντες το πνεύμα της Επανάστασης που θα σαρώσει τα πάντα.
Ο πολυβραβευμένος δημιουργός του “Πώς δενότανε τ’ ατσάλι” και της “Μάνας”, μας παραδίνει εδώ ένα ‘ποιητικά ρεαλιστικό’ πορτραίτο του τόπου που έθρεψε τον Μαξίμ Γκόρκι, αποτυπώνοντας με καθηλωτική δύναμη κοινωνικά ήθη, παραδόσεις, πάθη και πάνω απ’ όλα, τη ζωτική, διαλεκτική σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος.

“Όπου υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει θέση για συμπόνια”. Τα φιλάνθρωπα αισθήματα των μεταξοντυμένων κυριών για τα ‘δυστυχισμένα ορφανά’ της βιομηχανικής Αγγλίας του Ντίκενς, δεν έχουν θέση στον Γκόρκι – και στον Ντονσκόι. Οι ήρωές τους ζουν ζωές πλημμυρισμένες από αντιθέσεις, παλεύουν, συγκρούονται, πέφτουν και ξανασηκώνονται. «Την ‘ηθική των αφεντικών’ την αντιπάθησα όσο και την ‘ηθική των δούλων’. Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται». Ο Ντονσκόι μεταμορφώνει σε παλλόμενη εικόνα τη ρήση του Γκόρκι• ο παραγιός Βάνκα, είναι τόσο αξιοπρεπής στον θάνατο όσο και στη ζωή. Στη δε εξαίσια αλληγορική σκηνή του τέλους, ο ημιπαράλυτος Λυόνυα θ’ απελευθερώσει τα πουλιά που θα ξεπροβοδίσουν τον Αλεξέι-Μαξίμ στο περιπετειώδες, νικηφόρο ταξίδι του.

Μοναδικές σκηνές πλήθους, ολοζώντανοι παιδικοί χαρακτήρες, πλάνα που κόβουν την ανάσα με την πνοή τους, η αξεπέραστη σοβιετική κινηματογραφική παράδοση σε μια μνημειώδη εκδοχή της.
Η θεατρική Βαρβάρα Μασαλιτίνοβα χορεύει, γελάει, εμψυχώνει και εμπνέει στον αξέχαστο ρόλο της γιαγιάς του συγγραφέα και συν-σεναριογράφου Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος άφησε την τελευταία του ανάσα πριν ολοκληρωθεί η ταινία• δεν πρόλαβε να τη δει τελειωμένη.
Οι ταινίες του Ντονσκόι επηρέασαν ουκ ολίγους γνωστούς Ευρωπαίους σκηνοθέτες, έχει μάλιστα χαρακτηριστεί από τους Τζουζέπε ντε Σάντις και Φεντερίκο Φελλίνι ως πρόδρομος του νεο-ρεαλισμού.