ΜΕΞΙΚΟ – ΗΠΑ (2018)

Η Κλέο, νεαρή Μεξικανή προερχόμενη από την κοινότητα των ιθαγενών Μιζτέκ (Mixtec), απασχολείται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι μιας μεσοαστικής οικογένειας με τέσσερα παιδιά, στο Μέξικο Σίτυ των αρχών της 10ετίας του ’70.

Η καθημερινότητα της οικογένειας – μαζί και του βοηθητικού προσωπικού, διέπεται από ρυθμούς αδιατάραχτης κανονικότητας, μέχρι τη στιγμή όπου ο πάτερ φαμίλιας – γιατρός στο επάγγελμα, -θα τους εγκαταλείψει απροειδοποίητα προκειμένου να ξεκινήσει μια νέα ζωή με την ερωμένη του· φάση κατά την οποία η Κλέο βιώνει την επίσης αναπάντεχη έλευση μιας εγκυμοσύνης. Κι αυτά, ενώ κυοφορείται μια σφοδρή κοινωνική σύγκρουση (η οποία θα κορυφωθεί με τη γνωστή ως σφαγή του Corpus Christi, ή αλλιώς El Halconazo – με πολλές δεκάδες νεκρούς), που θα συνταράξει το Μεξικό.

Ο σύγχρονος λατινοαμερικάνικος κινηματογράφος, βρίθει από αναφορές σε γυναίκες-ηρωίδες• τάση ραγδαία ισχυροποιούμενη την τελευταία 5ετία (‘Γκλόρια’ και ‘Μια φανταστική γυναίκα’ του Χιλιανού Σεμπάστιαν Λέλιο, ‘Η κόρη της Απρίλ’ του Μεξικανού Μισέλ Φράνκο, ‘Αλάνις’, της Αργεντινής Ανάχι Μπερνέρι, ‘Η μορφή του νερού’ του επίσης Μεξικανού Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ‘Οι κληρονόμοι’, του Παραγουανού Μαρσέλο Μαρτινέζι κ.ά).

Στο ‘Ρόμα’ ωστόσο, την τελευταία ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν (‘Τα παιδιά των ανθρώπων’, ‘Gravity’), δεν σκιαγραφείται απλά και μόνο το πορτραίτο μιας γυναίκας (μιας απόκληρης Μεξικανής εν προκειμένω), αλλά μιας ολόκληρης χώρας (του Μεξικού των αρχών της 10ετίας του ’70), κι εν πολλοίς, της λατινοαμερικάνικης ηπείρου, καθώς πρόκειται για μια μακρά περίοδο όπου οι φυτεμένες από τις Η.Π.Α. δικτατορίες καταστέλλουν, φυλακίζουν κι εξολοθρεύουν αθρόα αντιφρονούντες, ιθαγενείς και λαϊκά στρώματα [Σοάρες (Βολιβία), Ροντρίγκες (Εκου­αδόρ), Πινοσέτ (Χιλή), Βιδέλα (Αργεντινή), κι αργότερα Εφρέν Μοντ (Γουατεμάλα) και Νοριέγκα (Παναμάς)• πρόκειται στην πλειοψηφία τους γι’ απόφοιτους της S.O.A., της σχολής δικτατόρων του Αμερικανικού Πενταγώνου]. Ο “δημοκρατικά” εκλεγμένος πρόεδρος Λουίς Ετσεβερία του Μεξικού, θα υπηρετήσει ευθέως τα συμφέροντα των αστών, και θ’ αφήσει ατιμώρητα τα “γεράκια” των ειδικών δυνάμεων καταστολής του στρατού, για τη σφαγή πάνω από 120 Μεξικανών στις 10 Ιουνίου του 1971, οι περισσότεροι φοιτητές που διαδήλωναν ενάντια στην πολιτική του.

Με εμμονική προσήλωση στο ασπρόμαυρο και στις φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες (μια κάλτσα εδώ, ένα μισοδιαλυμένο παιχνίδι εκεί, ένα πλαστικό μπουκάλι πεσμένο στο πάτωμα – η ανατριχιαστικά ρεαλιστική προσέγγιση στην αναπαράσταση των σκηνών στο νοσοκομείο ή στις συγκρούσεις στο δρόμο), που παραπέμπουν συχνά-πυκνά στον Ντε Σίκα και τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Κουαρόν αναπλάθει με υπομονή κι επιμονή έναν ολόκληρο μικρόκοσμο, που τον εντάσσει εμβόλιμα στον αναλογούντα μακρόκοσμο. Παράγοντας πότε την αίσθηση της παρακολούθησης από κλειδαρότρυπα, και πότε ενός ντοκυμαντέρ εποχής, με πρόσωπα βγαλμένα λες από ένα υπαρκτό χρονοντούλαπο, το Μεξικό του 1971 διαγράφεται ατόφιο κι ολοζώντανο, με τα κτίσματα, τους ήχους, τα ζώα, τις φυλές, τις τάξεις, τις κοινωνικές διαφορές και την άγρια βία που ξεδιπλώνουν στους δρόμους της πρωτεύουσας οι εγκάθετοι Halcones (‘γεράκια’, ειδικά εκπαιδευμένοι στις Η.Π.Α. νεαροί Μεξικανοί, εντεταλμένοι να παρεισφρέουν στις φοιτητικές κυρίως οργανώσεις – σε ρόλο προβοκάτορα).

Στο επίκεντρο, σταθερά, της αφήγησης, μια γυναίκα που υμνείται χαμηλότονα για την αξιοπρέπεια και το κουράγιο της, αλλά κυρίως για την ανθρωπιά και το ανεξάντλητο απόθεμα τρυφερά­δας, η ιστορία της οποίας θα μπορούσε να είναι η ιστορία οποιασδήποτε (φυλετικά και ταξικά) κατατρεγμένης, εξαναγκασμένης να πλένει ξένα ρούχα και να μεγαλώνει τα παιδιά του αφεντικού, στο φόντο μιας άδηλης σχεδόν ταξικής και φυλετικής αντιπαράθεσης. Ούτε η πολιτισμένη, φιλεύσπλαχνη λευκή “κυρία”, ούτε η οικονομικά εξαρτημένη, γενναιόδωρη μελαψή ιθαγενής, μπορούν (ή επιθυμούν, επί της ουσίας) να γεφυρώσουν τη μεταξύ τους απόσταση. Απόλυτα χαρακτηριστική, η σκηνή όπου η “καλή” λευκή γιαγιά, καλείται – ενώ θρηνεί για τα βάσανα της Κλέο- , να δώσει βασικά στοιχεία της ταυτότητάς της: δεν ξέρει ούτε το μεσαίο της όνομα (πολύ κοινό στους Μεξικανούς), ούτε την ηλικία της. Στη δε θέση της Κλέο θα μπορούσε να βρίσκεται μια 17χρονη μαύρη του αμερικανικού Νότου ή μια νεαρή Ινδή, φερμένη με το ζόρι στην παντοκρατόρισσα “πατρίδα”, Βρετανία – η λίστα των ιστορικών αναλογιών είναι μεγάλη.

«Ήμουν ένα λευκό, μεσοαστικής προέλευσης Μεξικανάκι, που ζούσε σε μια φούσκα. Δεν είχα επίγνωση της πραγματικότητας», καταθέτει ο Κουαρόν, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας. «[…] Συνειδητοποίησα πως αυτή ήταν επιτέλους η στιγμή που θα μπορούσα να πάω πίσω και να κάνω μια ταινία στο Μεξικό, αλλά με όλους τους πόρους, τα εργαλεία και τις τεχνικές που είχα αποκτήσει στη διάρκεια των χρόνων. […] Δεν ήθελα απλά να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, αλλά ένα ασπρόμαυρο που να είναι σύγχρονο, να είναι ψηφιακό, να αγκαλιάζει το ψηφιακό, να μην προσπαθεί να μιμηθεί το συναίσθημα του παλιού ασπρόμαυρου, το οποίο είναι φυσικά πανέμορφο».

Λέει ακόμα για τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα: «Τα πράγματα γίνονται χειρότερα στο Μεξικό, αλλά βλέπουμε πως δεν είναι μόνο στο Μεξικό. Όλος ο κόσμος πάει προς το χειρότερο. Η ταινία αφορά την ταξική ιεραρχία αλλά επίσης τη σχέση ανάμεσα στην τάξη και τη φυλή. Και δεν είναι κάτι συγκεκριμένα Μεξικάνικο. Βλέπεις και στις αναπτυγμένες χώρες. Στις ΗΠΑ είναι πολύ εμφανές επειδή μιλούν πολύ γι’ αυτό. Αλλά και στην Ευρώπη, το πείραμα της πολυπολιτισμικότητας τεστάρεται τώρα, με το μεταναστευτικό φαινόμενο. Γίνεται πολύ εμφανές σε ποιων τα χέρια είναι ο πλούτος, ποιοι έχουν πέσει θύματα εξαπάτησης σε κάποι­ες κοινωνίες».

Μια σπουδαία κινηματογραφική κατάθεση για ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του σύγχρονου Μεξικού, αλλά και τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας για τον Αλφόνσο Κουαρόν.

Θέμις