Τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία των αντιστασιακών λογοτεχνών, αποτυπώνονται οι ταξικές και πολιτικές αντιθέσεις, η τραγικότητα κι ο ηρωικός τόνος του αγώνα, ο πολιτικός ριζοσπαστισμός, το όραμα ενός λεύτερου, δίκαιου κόσμου. Μπορούμε να μιλήσουμε για θεματική ενότητα κι ενιαία ποιητική φωνή, που επιβάλλεται από την ίδια τη φυσιογνωμία της Αντίστασης και τη συνειδητή στράτευση.

Το σύνθημα για την έναρξη της πνευματικής αντίστασης, δίνουν δυο ποιητές: Ο Άγγελος Σικελιανός κι ο Κώστας Βάρναλης. Ο Κωνσταντίνος Δημαράς, σε επιφυλλίδα στην εφημερίδα ‘Ελεύθερο Βήμα’ της 31ης Μαΐου του 1941, γράφει: “Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν οι πνευματικοί άνθρωποι ότι δεν ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά σε μια ολότητα”. […] Στο παράνομο έντυπο, τους “Πρωτοπόρους”, που κυκλοφορεί από τον Αύγουστο του ’43 ως το τέλος του χρόνου, ο Μάρκος Αυγέρης στηλιτεύει τις τάσεις φυγής στη λογοτεχνία, υπογραμμίζοντας ότι « οι Πρωτοπόροι” θα δράσουν με την αισθητική θεωρία “της Τέχνης για τη Ζωή”. “Όλες οι μορφές είναι δεχτές”, δηλώνει, “μόνο το περιεχόμενο ενδιαφέρει”. Και θυμίζει στους λογοτέχνες πως “κάνουν τέχνη κι όχι δημοσιογραφία”. Μόνη προϋπόθεση, να διαπνέονται τα έργα από ένα αίσθημα ελευθερίας· όχι κήρυγμα ελευθερίας: «Κανένα κήρυγμα δεν είναι τέχνη», τονίζεται. Η εφημερίδα “Πρωία”, με πρωτοπόρους τους Κώστα Βάρναλη και Νίκο Καρβούνη, γίνεται βήμα αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών και πανεπιστημιακών. Στις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών και λογοτεχνών για το δυνάμωμα του Αγώνα πρωτοστατούν οι “κόκκινοι” λογοτέχνες: Ο Μενέλαος Λουντέμης, που γράφει φλογερά ποιήματα κι αντιστασιακά κείμενα σε κάθε πρόσφορο βήμα, ο Μάρκος Αυγέρης που τίθεται επικεφαλής του ΕΑΜ λογοτεχνών, ο Βασίλης Ρώτας, από τους θεμελιωτές της πολιτιστικής δραστηριότητας της ΕΠΟΝ και του Θεάτρου του Βουνού, ο Δημήτρης Χατζής, που πρωτοστατεί στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα, αρθρογραφεί και διορθώνει άρθρα σε εφημερίδες όπως η Ελεύθερη Ελλάδα και ο Απελευθερωτής• αρθρογραφεί επίσης στον παράνομο Ριζοσπάστη, και συμμετέχει στο δυναμικό του τυπογραφείου του βουνού.

Στο σάλπισμα της Αντίστασης θ’ αποκριθεί κι ο Νίκος Καββαδίας. Αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη το ομότιτλο ποίημά του” Αντίσταση”.

Σημαντικό ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση του λαού σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου θα παίξει το περιοδικό/όργανο της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά, το οποίο μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα από τον Οκτώβρη του 1944 μέχρι και το τελευταίο τεύχος, τον Οκτώβρη του 1947, κυκλοφορεί νόμιμα, έχοντας διασφαλίσει ένα ευρύτατο δίκτυο εθελοντών συνεργατών από επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου, ποιητές, πεζογράφους, παιδαγωγούς και πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ.

Δεκάδες επονίτες κι επονίτισσες με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ενισχύουν την προπαγανδιστική δραστηριότητα της εαμικής Αντίστασης από ποικίλα βήματα. Ο νεαρός ακόμα τότε Μανόλης Αναγνωστάκης, είναι ο αρχισυντάκτης του θεσσαλονικιώτικου πανεπιστημιακού περιοδικού Ξεκίνημα. Επονίτης κι ο μικρασιατικής καταγωγής Δημήτρης Χριστοδούλου, ο μετέπειτα στιχουργός της “Πολιτείας Α’, που θα πάρει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη, και τον οποίο θα συλλάβουν οι Βρετανοί για να τον στείλουν στην Ελ Ντάμπα. «Ο μεγάλος δρόμος αρχίζει με την Αντίσταση… Για τον καλλιτέχνη έμπαινε το ερώτημα “τι είναι όλο αυτό που συμβαίνει, γιατί αυτό το κακό…”», θα γράψει αργότερα. Στην Ελ Ντάμπα θα βρεθεί μαζί με τον πατέρα του κι ο γεννημένος στο Λένινγκραντ Άρης Αλεξάνδρου, που λίγο νωρίτερα είχε μεταφράσει στα ελληνικά τον ύμνο της Κομσομόλ· οι δυο τους θα δηλώσουν «εαμίτες» στους διώκτες τους. Ο Μιχάλης Κατσαρός, μαχητής αρχικά της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή των μαχών της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44, για να δει στα 1945, ως ενεργητικό μέλος πια του ΚΚΕ, να δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη ένα από τα πιο φλογισμένα ποιήματά του: “Σήμερα έγινα σύντροφος”. Το Δεκέμβρη οι Βρετανοί θα συλλάβουν κι έναν από τους μεγαλύτερους σε ηλικία πεζογράφους της Αντίστασης (γενιά του ’30), τον Ασημάκη Πανσέληνο. Θα καταφέρει να δραπετεύσει στη συνέχεια από το Χασάνι, για να συνεργαστεί στα 1945 με τα Ελεύθερα Γράμματα, εβδομαδιαίο φιλολογικό περιοδικό σε 16σέλιδο σχήμα εφημερίδας, που ιδρύεται με πρωτοβουλία του Σμυρνιού λογοτέχνη Δημήτρη Φωτιάδη, ο οποίος θα αναλάβει και τον ρόλο του διευθυντή του ως τα 1948. Τα Ελεύθερα Γράμματα θ’ αποτελέσουν πεδίο έκφρασης για τους περισσότερους πνευματικούς ανθρώ­πους της εποχής, και, το καλοκαίρι του 1945, θα δημοσιεύσουν το ιστορικό κείμενο διαμαρτυρίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των διανοουμένων, κατά των σκοταδιστικών αντιδραστικών επιθέσεων σε βιβλιοπωλεία, εφημερίδες και θέατρα.

Ως επονίτης θα συμμετάσχει στις πολιτιστικές δραστηριότητες που διοργανώνονται το Δεκέμβρη του ’44 κι ο Τάσος Λειβαδίτης, όταν σύσσωμη η πνευματική πρωτοπορία του τόπου στοιχίζεται με το λαό στους δρόμους της Αθήνας. “Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει”, ειπώθηκε. Ο Δεκέμβρης του ’44 μ’ όλες τις επαγωγικές σημάνσεις του, επηρεάζει βαθειά την προοδευτική διανόηση, σημαδεύοντας το έργο των σημαντικότερων πεζογράφων και ποιητών της περιόδου: “Ο μεγάλος Δεκέμβρης” του Μενέλαου Λουντέμη. “Αθήνα 1944-45” (χρονικό), και “Εικοστός αιώνας” (μυθιστόρημα) της Μέλπως Αξιώτη. “Η φωτιά” του Δημήτρη Χατζή. “Δεκέμβρης”του Τάσου Λειβαδίτη. “Το αγρίμι” του Νικηφόρου Βρεττάκου. “Στο οδόφραγμα” του Γιάννη Δάλλα. “Αθήνα – Δεκέμβρης ’44” της Ρίτας Μπούμη-Παπά:

Αθήνα–Δεκέμβρης ’44

Είναι η Αθήνα άρρωστη βαριά

Πριν λίγες ώρες πέταξε τον κεφαλόδεσμό της

Και με σαράντα πυρετό βάρεσε τα ταμπούρλα της εξέγερση

Στις πλατείες και στους εφτάψυχους γυμνούς συνοικισμούς της.

Αναμαλλιάρα ξέστηθη σαν τ’ άγαλμα της τρέλας

Φορώντας τη λευτεριά από πάνω ως κάτω

Και την τρομερή σπάθα της αποκάλυψης

Βαδίζει μες στου ιστορικού Δεκέμβρη την ομίχλη

Που σκίζουν τα μυδράλια κι οι μπόμπες.

Απόσπασμα από το “Μεγάλο Δεκέμβρη” του Μενέλαου Λουντέμη: «Η Αθήνα, η πρωτεύουσα της Αντίστασης των αόπλων, ήταν να την κλαις. Η πείνα θέριζε, η Πέμπτη φάλαγγα θέριζε, (ο Χίτλερ αρκετόν σπόρον έσπειρε). Τ’ αλητάσκερα του Ράλλη ˝εκ λόγων υψηλής συμμαχικής πολιτικής˝  κυκλοφορούσαν με πολιτική περιβολή τώρα. Η στέγη, η τροφή, τα χαρτζιλίκι και η ασφάλειά τους ήταν εμπιστευμένα σε υψηλά χέρια. Ο Αθηναϊκός λαός, που έδωσε, μόνο αυτός, δώδεκα χιλιάδες κορμιά στον Σιμάνα, έπρεπε να εξακολουθεί να δίνει. Η διπλωματική όχεντρα της Αγγλικής Πρεσβείας φρονούσε ότι οι λαοί πρέπει να την πληρώσουν ακριβά την ελευθερία τους, ακριβότερα κι απ’ τη σκλαβιά».

Θέμις