Ο Ντίτερ Μπάχμαν, δάσκαλος της τάξης 6Β στο δημόσιο σχολείο Γκέοργκ Μπύχνερ του Σταντάλεντορφ, μια μικρή πόλη 21.000 κατοίκων στην καρδιά της Γερμανίας, είναι τυπικά επιφορτισμένος με το καθήκον να προετοιμάσει κατά το δυνατόν τους μαθητές του, παιδιά μεταναστών και προσφύγων στη συντριπτική πλειοψηφία τους, για την εισαγωγή στο γυμνάσιο. Η παρακολούθηση ωστόσο μιας κανονικής μέρας σχολείου αυτής της τάξης, παραπέμπει πολύ περισσότερο σε “αντισυμβατικά μαθήματα αλληλεγγύης και συνύπαρξης”, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Η Μαρία Σπετ κινηματογραφεί τις ανορθόδοξες μεθόδους διδασκαλίας ενός ξεχωριστού εκπαιδευτικού, που μοιάζει πριν απ’ όλα να πιστεύει, πως υπάρχει μοίρα κάτω απ’ τον ήλιο για όλους, και πως αυτή γίνεται πολύ ευκολότερα εφικτή, όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν από νωρίς να σκέφτονται ελεύθερα και να βαδίζουν χέρι-χέρι.

Το Σταντάλεντορφ της επαρχίας της Έσσης συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων κέντρων κατασκευής πολεμοφοδίων που λειτούργησαν στη διάρκεια του Β’ Π.Π. Ο πολωνικής καταγωγής παππούς τού Ντίτερ Μπάχμαν υπήρξε από τους άτυχους που στρατολογήθηκαν βίαια στο εργατικό δυναμικό των ναζί, ενώ υποχρεώθηκε μεταξύ άλλων ν’ αλλάξει τ’ όνομά του από Κοβάλσκι στο “γερμανικότερο” Μπάχμαν. Γνώση που θα μοιραστεί χωρίς φόβο και πάθος ο τόσο διαφορετικός αυτός δάσκαλος με τους Βούλγαρους, Μαροκινούς, Ρώ­σους, Τούρκους και Καζάκους μαθητές του, παιδιά όλα ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόλεμο, τις ταξικές ανισότητες και τη φτώχεια. Και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσον αφορά τη σύνθεση ετούτης της τάξης είναι πως δεν αντιπροσωπεύει τίποτα λιγότερο από μιαν αυθεντική – και άκρως χαρακτηριστική – τοιχογραφία της παγκόσμιας προσφυγιάς. Το Σταντάλεντορφ με τους 5000 μουσουλμάνους (1/4 του συνόλου των κατοίκων), δεν είναι άλλωστε παρά μια εργατούπολη αλλοεθνών, ένα μικρό χωνευτήρι λαών και πολιτισμών απ’ όλες τις γωνιές της γης. Κι ο κύριος Μπάχμαν καταλαβαίνει καλά, πως η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας του περνάει μέσα από την αντιμετώπιση των φόβων και των αγκυλώσεων κατατρεγμένων γονιών, για τους οποίους το ζήτημα του ασφαλούς βιοπορισμού είναι αξεπέραστος βραχνάς.

Αντιλαμβάνεται επίσης ως σημαντικότερο καθήκον από το να τους μάθει καλά γερμανικά ή αγγλικά, τη σε βάθος θωράκιση όλων αυτών των παιδιών, ώστε να είναι ικανά ν’ αποφασίζουν χωρίς παρωπίδες και ταμπού για το μέλλον και τη ζωή τους. Ελευθερία, λοιπόν, στο πλαίσιο όμως του σεβασμού στη διαφορετικότητα και τη συλλογικότητα: Ο Μπάχμαν οραματίζεται έναν κόσμο αλληλεγγύης και ειρηνικής συνύπαρξης – χωρίς τείχη και διαχωριστικές γραμμές και μετατρέπει τις αντιθέσεις που υποβόσκουν σε γόνιμο πεδίο ανταλλαγής ιδεών κι αρμονικής σύνθεσης των διαφορών. «Τραγούδησέ μου ένα Βουλγάρικο τραγούδι, ταξίδεψέ με στη Βουλγαρία», προτρέπει τη 12χρονη Στέφι, και το κορίτσι ανταποκρίνεται με θέρμη, γιατί κοντά σ’ αυτόν τον δά­σκαλο οι ρίζες κι οι παραδόσεις της έχουν αξία.

Σε συνέντευξή της σε αγγλόφωνο περιοδικό, η Μαρία Σπετ, η δημιουργός του ντοκυμαντέρ, καταθέτει: «Με τον Μπάχμαν, γνωριζόμαστε εδώ και δεκαετίες. Μου μιλούσε πάντα γι’ αυτήν την πόλη, κι αυτό το σχολείο όπου δίδασκε, μέχρι που είπα: “Ο.Κ., πρέπει να το δω αυτό με τα μάτια μου”. […] Είναι πραγματικά μοναδική περίπτωση στη Γερμανία, γιατί πρόκειται για μια μικρή πόλη στο μέσον της χώρας, […] αλλά μ’ αυτά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά κι αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Αυτό ήταν το έναυσμα. […] Ο Μπάχμαν έχει υιοθετήσει μια πολύ ιδιαίτερη προσέγγιση, που εμπνέει. […] Πιστεύω ότι αυτό που δείχνει πράγματι η ταινία, είναι το πόσο εξαιρετικά σημαντικό είναι το σχολείο σαν τόπος συνάντησης. […]Ο Μπάχμαν μετατρέπει την αίθουσα διδασκαλίας σ’ ένα ζωτικό χώρο όπου – και πιστεύω ότι αυτό είναι ύψιστης σημασίας – τα παιδιά αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Πρόκειται για ένα χώρο εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και ασ­φά­λειας, όπου αντιμετωπίζονται και μπορούν να εκφράσουν αυτό που είναι ξεχωριστά το καθένα, κι αυτό διαπέρασε όλη την ταινία, μέχρι και το μοντάζ. […] Για όλα αυτά τα παιδιά, η αίθουσα του κύριου Μπάχμαν είναι ένα είδος εστίας. […] Η ταινία δείχνει επίσης την ανάγκη τους, πέρα από την εκπαίδευση, να έχουν ένα χώρο όπου θα μπορούν να συναντιούνται και να συνυπάρχουν, όπου θα μπορούν να μιλήσουν για τη ζωή τους. […] Ο Μπάχμαν τους προσφέρει αυτό το φόρουμ. Τα σπρώχνει ν’ αναπτύξουν διάλογο, […] τα εθίζει στον πολιτισμό του αλληλοσεβασμού. […] Ζώντας στο Σταντάλεντορφ, αυτά τα παιδιά αποκόπτονται από τις ρίζες τους, τους τόπους καταγωγής τους. Μπορεί να τους επισκέπτονται κάθε δύο ή τρία χρόνια, επιστρέφοντας για λίγο εν είδει διακοπών. […] Είναι όμως σε κάθε περίπτωση καθηλωμένα σ’ αυτήν τη μικρή πόλη. […] Αυτή η ταινία είναι ένα πορτραίτο, μεταξύ άλλων, της σημερινής Γερμανίας, αλλά και της γερμανικής ιστορίας […]».
Μια μεγάλη μικρή ταινία για τη σχολική εμπειρία, κι ένα σημαντικό μάθημα για τη συνύπαρξη στον σημερινό κόσμο.
Αργυρή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου.