Μπέλφαστ Β. Ιρλανδίας, Αύγουστος 1969. Η αντιπαράθεση δημοκρατικών Καθολικών, υπέρμαχων μιας ενωμένης, ανεξάρτητης Ιρλανδίας, και φιλοβασιλικών Προτεσταντών, που υπεραμύνονται της βρετανικής κυριαρχίας, έχει αιματηρή κατάληξη, με την επέμβαση της αστυνομίας σε πρώτη φάση, και του βρετανικού στρατού στην αμέσως επόμενη. Ενθαρρυμένοι από την παρουσία των βρετανών στρατιωτών, οι Προτεστάντες πραγματοποιούν απανωτούς εμπρησμούς στις συνοικίες των Καθολικών στο Μπέλφαστ, αφήνοντας ουκ ολίγους άστεγους.
Σ’ αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον, τις πολιτικές παραμέτρους του οποίου αποφεύγει επιμελώς να σχολιάσει, ξετυλίγει την κινηματογραφική του αφήγηση ο Κένεθ Μπράνα, θέτοντας στο επίκεντρο έναν εννιάχρονο πιτσιρικά, τον Μπάντυ, και την εργατικής καταγωγής οικογένειά του. Έναν πατέρα που ταξιδεύει συνεχώς για βιοποριστικούς λόγους, μια στοργική αλλά αυστηρή μάνα, έναν ήσυχο μεγαλύτερο αδερφό, μια τρυφερή γιαγιά κι ένα “σοφό” παππού.
Τα πράγματα περιπλέκουν ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Μπάντυ για την “σπασίκλα”, χαριτωμένη συμμαθήτριά του, και η βίαιη στρατολόγησή του από μια μεγαλύτερη γειτονοπούλα σε μια συμμορία νεαρών προτεσταντών.

Το ιρλανδικό ζήτημα και η φορτισμένη περίοδος των λεγόμενων Ταραχών (Troubles), βρέθηκε στο επίκεντρο σημαντικών – και πολιτικά αιχμηρών ταινιών, όπως το “Εις το όνομα του πατρός” (1993) και το “The boxer” (1997), αμφότερα του Ιρλανδού Τζιμ Σέρινταν, με τον επίσης Ιρλανδό Ντάνιελ Ντέι Λιούις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το “Ματωμένη Κυριακή” (2002) του Πωλ Γκρίνγκρας ή το “Hunger” (2008) του Στηβ Μακ Κουίν, που εστίαζε στην απεργία πείνας και τον τραγικό θάνατο του Μπόμπυ Σαντς. Όσον αφορά όμως το περιεχόμενο και την ιδεολογικοπολιτική σηματοδότηση, ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ των ταινιών αυτών και το “Μπέλφαστ” του Κένεθ Μπράνα, ο οποίος περιορίζεται σε μια γραφική σχεδόν παρουσίαση των αιματηρών γεγονότων, καθώς τα πάντα φιλτράρονται ανώδυνα από το βλέμμα ενός εννιάχρονου χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, του μικρού Μπάντυ – alter ego του Μπράνα.

Για τη συντριπτική πλειοψηφία του ιρλανδέζικου πληθυσμού, το ’69 υπήρξε κάθε άλλο παρά ανώδυνο, καθώς σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου βίαιων συγκρούσεων, με ευθύνη, κύρια, των βρετανικών αρχών, που έτρεμαν στην ιδέα μιας ενωμένης, εθνικά ανεξάρτητης Ιρλανδίας, όπως ήθελε μέρος του IRA, που με πρωτοβουλία του Σιν Φέιν και αφορμή τις Ταραχές, επανασυγκροτείται τη χρονιά αυτή, με τον provisional (προσωρινό) IRA, να ζητάει όχι μόνο ανεξαρτησία, αλλά και κοινωνική δικαιοσύνη και σοσιαλισμό. Δραματική κορύφωση της περιόδου, η Ματωμένη Κυριακή (30 Ιανουαρίου του 1972), όταν η ειρηνική, άοπλη πορεία των Καθολικών με επίδικο τα πολιτικά δικαιώματα, θα δεχτεί δολοφονική επίθεση από τους πάνοπλους Βρετανούς στρατιώτες, με 27 διαδηλωτές -μεταξύ των οποίων έφηβοι μεταξύ 15 και 17 χρονών- να πέφτουν νεκροί από τα πυρά τους.

Ο Μπράνα ντύνεται την αφέ­λεια του ήρωά του προκειμένου να καμουφλάρει την πολιτική ατολμία του, χτίζοντας με χολυγουντιανά υλικά μια ταινία οσκαρικών προδιαγραφών: έντονα νοσταλγική ματιά, τρυφερές νότες, πολιτικά ορθός πατριωτισμός και γερές δόσεις πασιφισμού. Η βία είναι κολάσιμη – απ’ όπου κι αν προέρχεται, και γύρω απ’ αυτό το χαρακτηριστικά ανιστόρητο ιδεολόγημα, πλέκεται μια ιστορία ενηλικίωσης, που ζαχαρώνεται αρκούντως από το παιδικό αμόρε του Μπάντυ για τη συμμαθήτριά του, τη συγκινητική σχέση του παππού και της γιαγιάς (έξοχο το ζευγάρι των Τζούντυ Ντεντς και Κιάραν Χάιντς), και τον έρωτα των γονιών του – που διατηρεί τη φλόγα του παρά τις μεγάλες δυσκολίες βιοπορισμού. Για το κεχρί όμως, το πολιτικό δηλ. υπόβαθρο των Ταραχών και το κοινωνικό του αντίκρισμα, σιωπά… εκκωφαντικά – και προβληματικά, καθώς αμβλύνει σκόπιμα αβόλευτες, κυρίαρχες αντιθέσεις, εξωραΐζοντας στο τέλος της ημέρας μια εγκληματική πολιτική, η οποία στοίχισε ποταμούς αίματος σ’ έναν αδάμαστο λαό που πάλεψε με νύχια και δόντια για την ανεξαρτησία του.

Σε συνεντεύξεις του με αφορμή την κυκλοφορία του “Μπέλφαστ”, ο Μπράνα καταθέτει, μεταξύ άλλων: «Αυτό που ήθελα να καταφέρω με την ταινία, ήταν να ξεφορτωθώ επιτέλους κάποια από τα προσωπεία. Να με θυμηθώ όπως ήμουν τότε και να φέρω στο φως όσα είχαν κουκουλωθεί. Γιατί ένα μεγάλο μέρος αυτού που είμαι σήμερα διαμορφώθηκε τα πρώτα εκείνα οκτώ χρόνια της ζωής μου. […] Ήθελα να κάνουν τους θεατές να  βιώσουν την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να μιλήσω για τις Ταραχές στη Βόρειο Ιρλανδία. […] Αισθάνθηκα ότι είχα να κάνω με μια ανεπίλυτη κρίση ταυτότητας. […] Αναμφίβολα το να βιώνεις εκείνα τα γεγονότα ως οκτάχρονο αγόρι ήταν, ναι, αυτό που θα λέγαμε τραυματικό. Το να παραδίδεσαι στον πόνο σου, όμως, αποτελούσε επίσης θανάσιμο αμάρτημα. Παρ’ όλα αυτά, με τα χρόνια κατάλαβα πως η παράδοση στη λύπη δεν είναι ο μόνος τρόπος να κοιτάς προς τα πίσω. […]».
Υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, β’ ανδρικού ρόλου για τον Κιάραν Χάιντς, β’ γυναικείου ρόλου για τη Τζούντυ Ντεντς, και μουσικής για τον Βαν Μόρρισον, το μεγαλύτερο ίσως ατού της ταινίας.

Θέμις