Η Κέιτ Ντιμπιάσκι, φοιτήτρια εν μέσω διδακτορικής διατριβής, επιβλεπόμενη από τον Ράνταλ Μίντι, έμπειρο καθηγητή αστρονομίας στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, ανακαλύπτει ότι ένας τεράστιος κομήτης – του μεγέθους του Έβερεστ, βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τη Γη, απειλώντας με ολική καταστροφή. Η σύμπραξη μ’ έναν έμπειρο αστροφυσικό της ΝΑΣΑ, τους φέρνει στον Λευκό Οίκο, όπου η ενημέρωση – και το υπερεπείγον σήμα κινδύνου που εκπέμπουν με σαφήνεια και την απαιτούμενη τεκμηρίωση, πέφτει στο κενό, κι επί της ουσίας διαστρεβλώνεται ανελέητα – μετατρεπόμενο πάραυτα σ’ επικοινωνιακή παράτα.
Ακόμα εντυπωσιακότερη και σε κάθε περίπτωση πιο ανησυχητική, αποδεικνύεται η αδυναμία της αμερικανικής κοινωνίας ν’ αντιληφθεί τον χαρακτήρα και το μέγεθος του κινδύνου – και ν’ αντιδράσει ανάλογα.

  Ο Άνταμ Μακ Κέι, έχει προ πολλού δώσει ασφαλή διαπιστευτήρια των προθέσεών του, με τα αποκαλυπτικότατα και πολιτικά ριζοσπαστικά “Το μεγάλο σορτάρισμα” και “Vice”. 
  Στο “Μην κοιτάτε πάνω” – και στον απόηχο των κινημάτων Black lives matter και Me too, ξεπερνάει τον εαυτό του, καυτηριάζοντας ό,τι είναι λίγο ως πολύ αντιπροσωπευτικό της σημερινής αμερικανικής κοινωνίας, ξεκινώντας ευνόητα από την πολιτική ιεραρχία και περνώντας στον στρατό, τα μίντια, τα κατεστημένα ήθη και θεσμούς, τον ρόλο της προπαγάνδας και της εικόνας, την εργασία, την καθημερινότητα των ανθρώπων, την οικογένεια και κάθε διακριτή μορφή ανθρώπινης σχέσης.
  Παραδειγματιζόμενος προφανώς από την πανδημία, τις διαστάσεις και τις επιπτώσεις της στη μεγάλη μάζα, ο Μακ Κέι εκπέμπει ένα στεντόρειο σήμα κινδύνου: Η καταστροφή έχει προ πολλού διαβεί το κατώφλι μας, κι αν δεν αντιδράσουμε σήμερα, οργανωμένα κι αποφασιστικά, χανόμαστε.
  Με εξόφθαλμα προβοκατόρικη διάθεση, χωρίς όμως να ξεπερνάει τα όρια της σάτιρας, εκτοξεύει βιτριολικά βέλη στην αναλγησία και τη φαιδρότητα της ασκούμενης πολιτικής, την κυρίαρχη κουλτούρα, τις παντός είδους συμβάσεις, την κοινή γνώμη, τη διαφθορά και τη διάχυτη αλλοτρίωση, και υποστηριζόμενος από ένα μπετοναρισμένο σενάριο (το υπογράφει ο ίδιος) κι ένα λαμπρό επιτελείο ηθοποιών (Μέρυλ Στριπ, Λεονάρντο ντι Κάπριο, Κέιτ Μπλάνσετ, Τζένιφερ Λόρενς, Τιμοτέ Σαλαμέ, και τους βετεράνους καρατερίστες Ρομπ Μόργκαν και Ρον Πέρλμαν), χτίζει μια ανησυχητική αλληγορία για το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις δυνατότητες της τεχνολογίας και τις “πλάτες” του Netflix. Κι αν δεν ενέδιδε στην ευκολία του παρηγορητικού σφιχταγκαλιάσματος των καλών καγαθών λίγο πριν το φινάλε, και σε κάποια αδικαιολόγητα ιδεολογικά “στρογγυλέματα”, θα μιλούσαμε για μεγάλη ταινία.  
  Σε πρόσφατες συνεντεύξεις του σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, και παραδεχόμενος εν πρώτοις ότι η ταινία του είναι κατά βάση μια κριτική στην «αμερικανική βλακεία και παρακμή», καταθέτει, μεταξύ άλλων: «[…](προσπάθησα να απεικονίσω την πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται) απ’ όλο αυτό το μείγμα του παράλογου, του φαρσικού και του αληθινά θλιβερού. […] «Η ταινία είναι μια αναλογία ή μια αλληγορία (ο κομήτης που χτυπάει τη Γη θα μπορούσε να λέγεται COVID) για την κλιματική κρίση», ομολογεί, και συνεχίζει: «Νομίζω ότι στην κοινωνία μας, oι περισσότεροι άνθρωποι τα φέρνουν πολύ δύσκολα βόλτα. Οι μισθοί είναι σταθεροί εδώ και 40 χρόνια. Δεν έχουμε καθολική υγειονομική περίθαλψη. Όλοι είναι καταχρεωμένοι. Ο κατώτατος μισθός είναι ψίχουλα, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. […] Πολύς κυνισμός έχει διοχετευθεί στρατηγικά στην κουλτούρα μας (στις ΗΠΑ) από ομάδες δημόσιας δράσης και λόμπι», επισημαίνει. «Τα πάντα είναι διαλυμένα. Όλοι οι θεσμοί καταρρέουν. Είμαστε όλοι κομματιασμένοι. […] Κι η πιο σημαντική από τις μεγάλες “αφηγήσεις”, χωρίς υπερβολή – και εμπειρικά, είναι η κατάρρευση της βιώσιμης ατμόσφαιρας, τη στιγμή που “καθόμαστε στ’ αυγά μας”, αφήνοντας να μας χτυπάει από κάθε μεριά η κουλτούρα μας του περισπασμού. […] Σ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, αστειευόμασταν για το πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την ταινία. Και καταλήξαμε κοντολογίς, στο ότι είναι σαν το “Είναι ένας τρελός, τρελός κόσμος”, να είχε γυριστεί από τον Λαρς φον Τρίερ.  […] Έρχεται μια στιγμή όπου συνειδητοποιείς ότι έχεις ένα σπόρο, έχεις (στα χέρια σου) κάτι τόσο πλούσιο και γεμάτο δυνατότητες, που θα μπορούσες να γράψεις 500 σελίδες γι’ αυτό. Τότε είναι που καταλαβαίνω ότι έχω κάτι συναρπαστικό, όταν αυτό φαίνεται ανεξάντλητο. […] Έχουμε παρακολουθήσει εκατοντάδες ταινίες όπου ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, και στο τέλος πάντα τα πράγματα πηγαίνουν καλά […] Όταν ο Έλον Μασκ ρωτήθηκε για την κλιματική αλλαγή, είπε: “Ξέρω ότι η τεχνολογία θα διορθώσει τα πράγματα”. Το να βλέπουν οι άνθρωποι μια (σχετικής θεματικής) ταινία, όπου όλα δεν τελειώνουν καλά, ίσως, παρ’ ελπίδα, κάποιοι ν’ α

ντιδράσουν».
Αρκετές υποψηφιότητες μέχρι στιγμής στις Χρυσές Σφαίρες, στις κατηγορίες Καλύτερη κωμωδία ή μιούζικαλ, καλύτερο σενάριο, καλύτερη γυναικεία ερμηνεία για τη Τζένιφερ Λόρενς και καλύτερη ανδρική ερμηνεία για τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.