Τον Αύγουστο του 1994, ο νεαρός Τυνήσιος Αμίν επιστρέφει στη γενέθλια Σετ, παραλιακή πόλη της Νότιας Γαλλίας, έχοντας πρόσφατα εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Ιατρική, ενώ ανιχνεύει δυνατότητες απασχόλησης στον κινηματογράφο και τη φωτογραφία.
Μια πρώτη συνάντηση με την παιδική του φίλη Οφελί, αρραβωνιασμένης με τον Κλεμάν – που εκτίει την στρατιωτική του θητεία στο Ιράκ – αποκαλύπτει αιφνιδιαστικά τη φλογερή της ερωτική σχέση με τον γοητευτικό (κι άκρως επιρρεπή στα γυναικεία θέλγητρα) ξάδερφό του Τονί.

Η συνέχεια είναι μια διαρκής παλινδρόμηση ανάμεσα σε πρόσκαιρες απολαύσεις και μικρά καλοκαιρινά δράματα, που άλλοτε σβήνουν αθόρυβα κι άλλοτε γίνονται μικρά αγκάθια – όλα υπό το φως ενός εκτυφλωτικού ήλιου.
Η πρώτη ταινία (το πρώτο άσμα: “Canto Uno”) της επικείμενης τριλογίας του πολυβραβευμένου Γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη, δημιουργού του «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι» (2007 – Ειδικό βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο φεστιβάλ της Βενετίας, βραβείο Σεζάρ καλύτερης σκηνοθεσίας), του συγκλονιστικού «Μαύρη Αφροδίτη» (2010), και του «Η ζωή της Αντέλ» (2013 – Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών), βασισμένης στο μυθιστόρημα «Η πληγή, η αληθινή» του συγγραφέα τού «Ανάμεσα στους τοίχους» Φρανσουά Μπεγκοντώ, δίνει από την αρχή ακόμα ένα ευδιάκριτο στίγμα των στόχων της. Όχι μία αλλά δύο θρησκευτικές ρήσεις διαγράφονται ευκρινώς στο πρώτο πλάνο, εναρμονιζόμενες έμμεσα με τον τίτλο της ταινίας (Mektoub σημαίνει πεπρωμένο στα Αραβικά): μία από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο “Ο Θεός είναι το φως του κόσμου”, και μία από το Κοράνι “Φως πάνω στο φως, ο Θεός δίνει το Φως του σ’ όποιον επιθυμεί”. Φράσεις ωστόσο που ο θεατής αντιπαρέρχεται θέλοντας και μη, καθώς κεραυνοβολείται άμεσα και σχεδόν εμπρηστικά από μια γεμάτη ένταση ερωτική συνεύρεση, όπου το “θεϊκό φως” εκλύεται εν αφθονία από την απελευθερωτική γύμνια και το πάθος των (νεαρών) εραστών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο Θεός του Κεσίς κατοικεί σ’ αυτά τα φωτεινά σώματα που σμίγουν – έτσι που «φτερούγες φυτρώνουν στους ώμους του σκλάβου,  ο κόσμος είναι πραγματικός και χειροπιαστός […]», όπως θέλει ο Οκτάβιο Παζ.
Σημαίνον σκηνικό σφριγηλής νιό­της κι απαστράπτοντος γυμνού κάλλους, όπου μόνο ο έρωτας καταφέρνει να εκπέμψει δυνατά: ο αισθησιασμός της Οφελί είναι πριν απ’ όλα η λάμψη μιας ερωτευμένης γυναίκας, που διατηρεί αδιάκοπα επαφή με τη φυσική πλευρά των πραγμάτων – όχι μόνο τη δική της. Και στο πλάι της διακριτικά υποστηρικτικός, περισσότερο παρατηρητής παρά δρών υποκείμενο, ο ρομαντικός Αμίν, ανιχνεύει το δικό του μονοπάτι, κλείνοντας τ’ αυτιά του στο τραγούδι των σειρήνων.
Ηχηρά γέλια που εναρμονίζονται με τον θόρυβο των κυμάτων, μυστικά που δεν αντέχουν να μένουν κρυμμένα, εύκολες υποσχέσεις που τις σκορπίζει στη στιγμή ο αέρας, αεικίνητη κάμερα που παρακολουθεί και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, και στο φόντο, σε διακριτό κοντράστ, η θαυμαστή γέννηση κι αναγέννηση της ζωής, η παντοδύναμη φύση: τα αργόσυρτα πλάνα του αρμέγματος – και των μικρών προβάτων που σκάνε απ’ τις κοιλιές των μανάδων τους για να σηκωθούν στα πόδια τους δευτερόλεπτα μόλις αργότερα – αρκούν για να μας θυμίσουν το βάθος ης σπουδής που χαρακτηρίζει το σινεμά του 59χρονου Γαλλοτυνήσιου, ο οποίος αναπλάθει εδώ σ’ ένα βαθμό – με τις όποιες παραλλαγές – μέρος των προσωπικών του βιωμάτων, καθώς ο γεννημένος στην Τύνιδα Κεσίς μεγάλωσε στη Νίκαια της Νότιας Γαλλίας.
Κι αν οι στόχοι του δεν γίνονται από­λυτα ευκρινείς από την πρώτη ανάγνωση, (πρόκειται άλλωστε όπως σημειώθηκε παραπάνω για το πρώτο μέρος μιας πολλά υποσχόμενης τριλογίας), o νατουραλισμός της ματιάς κι η καλοζυγισμένη κλιμάκωση της ιστορίας αφήνουν ικανές αιχμές για το ιδεολογικό υπόβαθρο της ταινίας. Η αδιάκοπη παρέλαση γυαλιστερών γλουτών και προκλητικών χειρονομιών που επαυξάνονται όσο ωριμάζει ο μήνας, παραπέμπει σε δεύτερο πλάνο στον εύσχημα καλλιεργούμενο ακόμα τότε (βαθύτατα αντι-ερωτικό στην ουσία του) “πολιτισμό” της ηδονιστικής εικόνας. Η ένταση της επιθυμίας ελάχιστα ανάγεται στην πρόκληση• η γύμνια κι η ωμή γλώσσα ως κράχτες ερωτισμού δεν πείθουν, μάθημα που οι λαμπεροί ήρωες του Κεσίς διδάσκονται μάλλον επώδυνα.
Ο ίδιος ο Κεσίς, σε συνέντευξή του με αφορμή την κυκλοφορία του “Mektoub, αγάπη μου” καταθέτει: “Όταν διάβασα στα 2010 το «Η πληγή, η αληθινή», πραγματικά το λάτρεψα. Πρόκειται για μια αφήγηση μύησης, μ’ έναν πραγματικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα, με την πιο παραδοσιακή έννοια του όρου: ένας νέος ρομαντικός άντρας που γράφει ποιήματα, και που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μυθιστοριογράφο ή κινηματογραφιστή. Παραπέμπει σε ήρωες του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ… Στο κλασσικό γαλλικό μυθιστόρημα ο ήρωας είναι συχνά ένα αγόρι που έρχεται απ’ την επαρχία, εγκαθίσταται στο Παρίσι, δουλεύει σ’ ένα τυπογραφείο, σε μια εκδοτική επιχείρηση, στο λογοτεχνικό περιβάλλον…
Κάτι ακόμα που μ’ άγγιξε στο μυθιστόρημα του Μπεγκοντώ, είναι η ατμό­σφαιρα του καλοκαιριού, των διακοπών, ο δισταγμός της επιθυμίας και του συναισθήματος. Ο ήρωας ονομαζόταν Φρανσουά και τον ξαναβάφτισα Αμίν. Το μυθιστόρημα ήταν τοποθετημένο στο Βορρά της Γαλλίας και το επανατοποθέτησα στο Νότο, στη Σετ. Γιατί είναι η περιοχή απ’ όπου προέρχομαι, και που γνωρίζω καλά. […]
Αυτό που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τον ήρωα είναι η θέση του ως μάρτυρα, του παρατηρητή αυτών που τον περιβάλλουν, – και της εποχής του”.
Δυνατό σινεμά πολλαπλών επιπέδων κι αναγνώσεων από έναν τολμηρό δημιουργό, που θυμίζει Ρομέρ στα καλύτερά του.
Το αναμενόμενο δεύτερο μέρος της τριλογίας με τίτλο «Ιντερμέτζο», κάνει πρεμιέρα τον Μάιο, στο φεστιβάλ των Καννών.