Οι αμερικανικές τελετές απονομής κινηματογραφικών βραβείων (ΟΣΚΑΡ, Χρυσή Σφαίρα κ.ά.), είναι κατά βάση καλά οργανωμένες παράτες με φανταχτερά ονόματα και αστραφτερές ενδυμασίες, όπου οι κατεστημένες ιεραρχίες επιβάλλονται κατά κανόνα με αυστηρότητα, καθώς πρόκειται επί της ουσίας για περαιτέρω προώθηση και προβολή παραγωγών πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, κι οι χολιγουντιανές εταιρείες παραγωγής και τα μεγάλα στούντιο έχουν – πλην απροόπτου – την πρώτη και την τελευταία λέξη.

Δεν λείπουν κι οι εκπλήξεις μια στο τόσο, όπως η τοποθέτηση-καταπέλτης της Μέρυλ Στρηπ στις Χρυσές Σφαίρες το Γενάρη του 2017 (μια πολιτικά χρωματισμένη, έντονα αντιρατσιστική ομιλία, που εξέθετε απερίφραστα την ρατσιστική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ), ή το στεντόρειο “Power to the People” (“Η εξουσία στο λαό”) της χαρισματικής Φράνσις Μακ Ντόρμαντ στα περυσινά BAFTA. Η τοποθέτηση ωστόσο του Αφροαμερικανού Μπραντ Στήβενσον στα πρό­σ­φατα αμερικανικά βραβεία κοινού, που διοργάνωσε το τηλεοπτικό κανάλι E (αδερφό κανάλι του FOX), του «δικηγόρου, καθηγητή, ακτιβιστή και συγγραφέα που αφιέρωσε τη ζωή του στην καταπολέμηση του φυλετικού διαχωρισμού» (κατά σύσταση του ηθοποιού και μουσικού Τζων Λέτζεντ που τον παρουσίασε), υπήρξε καταφανώς ριζοσπαστικότερη απ’ οτιδήποτε αντίστοιχο έχει από βήματος σχετικής εκδήλωσης ακουστεί τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό δείγμα γραφής, η αναφορά του στην αμερικανική Δικαιοσύνη: “Πρόκειται για ένα σύστημα που σε μεταχειρίζεται καλύτερα αν είσαι πλούσιος και ένοχος, παρά αν είσαι φτωχός και αθώος” – κουβέντα κάθε άλλο παρά αυτονόητη, όταν εκτοξεύεται σ’ ένα κοινό προνομιούχων αστέρων του Χόλυγουντ και της αμερικανικής σόου-μπίζνες.

Στην εισαγωγική του παρουσίαση ο Τζων Λέτζεντ αναφέρθηκε στη συνεργασία του Στήβενσον με την εκστρατεία “ΣΒΗΣΤΕ ΤΟ ΜΙΣΟΣ”, «που πολεμάει τον φυλετικό διαχωρισμό», αλλά και στη «δράση του ως ιδρυτή και ηγετικού στελέχους της “πρωτοβουλίας για ίση δικαιοσύνη”, στα πλαίσια της οποίας συνέβαλε πρωτοβουλιακά στην “Ίδρυση του Εθνικού Μνημείου για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη” στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα, το πρώτο Εθνικό Μνημείο που ιδρύθηκε για να τιμήσει τη μνήμη των χιλιάδων Αφροαμερικανών που λυντσαρίστηκαν σε βάθος χρόνου, το οποίο λειτουργεί ταυτόχρονα ως Μουσείο Κληρονομιάς, συμβάλλοντας στη σύνδεση μεταξύ δουλείας και μαζικών φυλακίσεων στο σήμερα».

Στη σχετική τοποθέτησή του, ο Στήβενσον σημείωσε, μεταξύ άλλων: «Πέρασα τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια της ζωής μου στεκόμενος στο πλάι των φτωχών, στο πλάι των αποκλεισμένων, στο πλάι των μη προνομιούχων• υπερασπίστηκα τους κατηγορούμενους, τους φυλακισμένους και τους καταδικασμένους, και το έκανα πιστεύοντας ότι καθένας από μας είναι καλύτερος από τα χειρότερα πράγματα που έχει κάνει στη ζωή του, και κανείς δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τα χειρότερα πράγματα που έχει κάνει στη ζωή του. […]

Έχουμε τα μεγαλύτερα ποσοστά φυλακίσεων στον κόσμο. “Πετάμε” στην κυριολεξία ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους. Πρόκειται δυστυχώς για ένα σύστημα που σε μεταχειρίζεται καλύτερα αν είσαι πλούσιος και ένοχος, παρά αν είσαι φτωχός και αθώος. Έχουμε δημιουργήσει συνθήκες που δεν είναι ούτε αμερόληπτες, ούτε δίκαιες• πρόβλημα που έχει προκύψει από μια ιστορία φυλετικής ανισότητας.

Και επιχειρώντας ν’ αντιπαλέψουμε αυτή την ανισότητα, θα πρέπει να μιλήσουμε για πράγματα για τα οποία δεν είχαμε μιλήσει νωρίτερα. Η κοινωνία μας προέκυψε μετά από μια γενοκτονία, και θα πρέπει επιτέλους ν’ αναγνωρίσουμε τι ακριβώς έκαναν οι Ευρωπαίοι στους ιθαγενείς όταν ήρθαν σ’ αυτή την ήπειρο. Δεν έχουμε αναφερθεί στο αφήγημα που περιγράφει τη δημιουργία της φυλετικής ανισότητας, που προέκυψε κατ’ αυτό τον τρόπο. Έχουμε μια ιστορία δυόμιση αιώνων δουλείας στην Αμερική, και το μεγαλύτερο κακό της δουλείας, δεν ήταν η ακούσια υποταγή στην αναγκαστική εργασία, αλλά το αφήγημα ότι οι μαύροι δεν ήταν εξίσου καλοί με τους λευκούς, ότι ήταν μόνο κατά τα 3/5 άνθρωποι, κι αυτός ο διαχωρισμός μάς βαραίνει ακόμα.

Σήμερα η 13η τροπολογία μιλάει για τον τερματισμό της ακούσιας σκλαβιάς και της αναγκαστικής εργασίας, αλλά το αφήγημα του φυλετικού διαχωρισμού δεν έχει τερματιστεί. Γι’ αυτό και επιχειρηματολόγησα για το γεγονός ότι η δουλεία δεν τελείωσε στα 1865, αλλά εξελίχθηκε και μετατράπηκε σε δεκαετίες βίας και τρομοκρατίας.

Κάποιοι από μας θα πρέπει να ορθώσουν το ανάστημά τους, όταν άλλοι τους λένε να σκύψουν, κάποιοι από μας θα πρέπει να μιλήσουν, όταν άλλοι τους λένε να σωπάσουν. […] Για να επικρατήσει το δίκιο θα πρέπει να κάνουμε κάποια άβολα πράγματα, θα πρέπει να κάνουμε κάποια δύσκολα πράγματα. […] Και έτσι, ας σταματήσουμε τη μισαλλοδοξία και τον διαχωρισμό και τις διακρίσεις, ενάντια σ’ αυτούς που δεν έχουν χαρτιά, ενάντια στους Μουσουλμάνους, ενάντια στους φυλετικά διαχωρισμένους. Ας ενωθούμε για να το κάνουμε αυτό πραγματικότητα. […]

Στέκομαι πάνω στους ώμους ανθρώπων που διαμαρτυρήθηκαν, και πάλεψαν, και μάτωσαν, και πέθαναν. Έκαναν τόσα περισσότερα, με τόσα λιγότερα μέσα. Θέλω ακόμα να δεχτώ αυτήν τη βράβευση εκ μέρους των αγωνιστών, των δικηγόρων και των υπερασπιστών των κοινοτήτων, που δίνουν μάχες κάθε μέρα, που μάχονται για τους φτωχούς και τους καταδικασμένους. Αλλά κυρίως θέλω να δεχτώ αυτό το βραβείο για λογαριασμό όλων εσάς, που θα ενώσετε τις φωνές σας μ’ αυτήν του Τζων (Λέτζεντ), για να υπάρξει περισσότερη ελπίδα, περισσότερη συμπόνια και περισσότερη δικαιοσύνη”.