Ένα συνεκτικό κολλάζ από ανθρώπινες ιστορίες και λιγότερο ή περισσότερο δραματικά περιστατικά, αναπλάθει την προεπαναστατική Κούβα των ημερών του δικτάτορα Μπατίστα, αποτυπώνοντας ανάγλυφα την εξαθλίωση, τις ανισότητες και την κλιμάκωση των ταξικών συγκρούσεων.
Ο σκηνοθέτης του “Όταν περνούν οι γερανοί”, καταφέρνει να αναπαραστήσει τη βαρβαρότητα της φασιστικής καταπίεσης αλλά και την ένταση και το εύρος της επαναστατικής παλίρροιας, μετατρέποντας το προπαγανδιστικό υλικό του σ’ έναν επικών διαστάσεων ύμνο στην Κούβα και τους ανθρώπους της.

Οι επαναλήψεις αριστουργημάτων του παγκόσμιου σινεμά καλά κρατούν και τον Σεπτέμβρη. Η ανακαινισμένη κόπια της ταινίας του Καλατόζωφ που παραγγέλθηκε επί σκοπώ από την Κουβανέζικη επαναστατική ηγεσία, αποτελεί σήμερα ακόμα υπόδειγμα μοντέρνας κινηματογραφικής γραφής. Εικαστικά καδραρίσματα, μακρόσυρτα πλάνα που διαδέχεται αποτελεσματικά ο ασθμαίνων ρυθμός του τελευταίου μέρους, παραστατική κλιμάκωση των εντάσεων κι ένα πλήθος εξαίρετων ερασιτεχνών που καθοδηγούνται πριν απ’ όλα απ’ τον ενθουσιασμό τους, μια και συμμετέχουν στην ταινία εθελοντικά.

Όλα όσα προαναγγέλλουν την επανάσταση είναι εδώ. Οι άθλιες παράγκες της Αβάνας, η UNI­TED FRUIT COMPANY κι οι γαιοκτήμονες εντολοδόχοι των Αμε­ρικανών, η αξιοπρέπεια των κολί­γων, οι εξεγερμένοι φοιτητές, το πάθος των Κουβανών για τη γη τους και τη ζωή.
Για την ιστορία, ο γεννημένος στην Τιφλίδα της Γεωργίας στα 1903 Μιχαήλ Καλατοζβίλι, είχε στο ενεργητικό του οικονομικές σπουδές κι άλλαξε κατόπιν αρκετά επαγγέλματα πριν στραφεί στον κινηματογράφο. Στα 1923, κι ενώ εργαζόταν σαν σεναριογράφος και κάμεραμαν, συμμετείχε στην παραγωγή των ταινιών “Η Περίπτωση του Τάριελ Μκλακαβάτζε” (1925), “Γκιούλι” (1927), και “Τσιγγάνικο Αίμα” (1928). Στα 1928 συν-σκηνοθέτησε από κοινού με τη Νούσα Γκογκομπερίτσε, την πρώτη Γεωργιανής καταγωγής σοβιετική σκηνοθέτιδα, το ντοκιμαντέρ “Το Βασί­λειό τους”, και στη συνέχεια την εθνογραφική ταινία “Αλάτι για την Σβενέτια” (1930). Σ’ αυτήν την τελευταία, την οποία ο Αντρέι Ταρκόφσκι και ο ιστορικός κινημα­τογράφου Jay Leyda χαρακτήρισαν «εκπληκτική», διακρίνονται πολλά στοιχεία της εκφραστικότητας που εντοπίζονται στο μεταπολεμικό του έργο.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 μετακόμισε στο Λένινγκραντ, όπου και ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή του στην Ακαδημία Τέχνης.
Διατέλεσε επικεφαλής των κινηματογραφικών στούντιο Καρτούλι Πίλμι από το 1936, υπήρξε στη συνέχεια μέλος της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου της ΕΣΣΔ όπως και υφυπουργός κινηματογράφου αργότερα (1950). Στη δε διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σκηνοθέτησε πλήθος προπαγανδιστικών ταινιών (γεγονός που ερμηνεύει σ’ ένα βαθμό και την επιλογή της θεματικής του “ Όταν περνούν οι γερανοί ”), όπως το “Ανίκητος” (1942), με θέμα την επί 872 ημέρες πολιορκία του Λένινγκραντ από τους ναζί.

Στο “Είμαι η Κούβα”, εμφανώς επηρεασμένος από τον Αϊζενστάιν, ο Καλατόζωφ στόχευσε, όπως ο ίδιος καταθέτει, στη δημιουργία ενός Κουβανέζικου “Θωρηκτού Ποτέμκιν”, που θ’ αποτύπωνε την απελευθέρωση της Κούβας από τον λαό και τις επαναστατικές δυνάμεις ως “ιστορική αναγκαιότητα”, πηγαίνοντας παράλληλα ένα βήμα παραπέρα την κινηματογραφική γλώσσα του “Όταν πετούν οι γερανοί”: τις εξπρεσιονιστικές αιχμές, την ιδιαίτερη “τεφρόχρωμη” φωτογραφία, τις πρωτότυπες γωνίες λήψης και τα έξοχα λοξά πλάνα, διατηρώντας ταυτόχρονα πολλά από τα στοιχεία που καθιέρωσαν οι μεγάλοι του Σοβιετικού κινηματογράφου τη 10ετία του ’20 (Βερτόφ, Αϊζενστάιν, Ντοβζένκο, Πουντόβκιν): τη διαλεκτική σχέση φόρμας – περιεχομένου και χώρου – χρόνου, την αξία του διαλεκτικού υλισμού και της σύγκρουσης, τη ριζοσπαστική χρήση του μοντάζ, τη δραματουργική υπογράμμιση της ιστορικής διάστασης, την εναλλαγή ρεαλιστικού και λυρικού ύφους, τις ποιητικές αποστροφές, το εικαστικό καδράρισμα, την έμφαση (και την αναπαραστατική πιστότητα) στις σκηνές πλήθους, την ακλόνητη δυναμική του οράματος.

Μια από τις πλέον επίμαχες σκηνές που αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλές δεκαετίες αργότερα, αυτή της αρχής, με την κινηματογραφική αναπαράσταση της ζωής στο πολυτελές ξενοδοχείο Κάπρι, σύμβολο της καπιταλιστικής παρακμής της περιόδου: Ανάμεσα σε διαγωνισμό για το ωραιότερο μπικίνι και τον (ξέφρενο) χορό κάτω απ’ τον εκτυφλωτικό ήλιο της Κούβας, τελικός στόχος της λήψης γίνεται η πισίνα, όπου σε ασπρόμαυρο μονοπλάνο ο κόσμος αναπαρίσταται μέσα απ’ το νερό.

Οφείλουμε να σημειώσουμε τη συμβολή του ποιητή (στην πρώιμη περίοδό του) Γεβγένι Γεβτουσένκο στο σενάριο, όπου συμπράττει με τον Ενρίκε Πινέδα Μπάρνετ, και μια ακόμα λεπτομέρεια: Όσο το “Είμαι η Κούβα” βρισκόταν ακόμα στα σκαριά, έσπευσαν να δηλώσουν τις υποστηρικτικές τους προθέσεις ως συν-παραγωγοί δυο νεότατοι τότε Αμερικανοί κινηματογραφιστές, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Μάρτιν Σκορτσέζε. Ο Κόπολα μάλιστα, εμφανώς επηρεασμένος από την αισθητική του Καλατόζωφ, δανείζεται στοιχεία της στη δημιουργία της σπουδαιότερης ίσως ταινίας του, το “Αποκάλυψη Τώρα”.

Ο Καλατόζοφ άφησε την τελευταία του πνοή στα 1973, χωρίς να έχει δει το “Είμαι η Κούβα” στη μεγάλη οθόνη.
Δημιουργία – σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου, η ταινία του Σοβιετικού σκηνοθέτη καθηλώνει με την πρωτοποριακή της σύλληψη και την εκφραστική της δύναμη, αποδεικνύοντας πόσο παλιό είναι επί της ουσίας το σύγχρονο σινεμά και πόσο φτωχή κι αναποτελεσματική από μόνη της η τεχνολογία.