ΕΛΕΜ ΚΛΙΜΟΦ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ (1985)

Λευκορωσία, 1943: Οι παρτιζάνοι οργανώνονται για ν’ αντιμετωπίσουν τη ναζιστική επιδρομή. Ο 13χρονος Φλόρια δεν καταφέρνει να τους ακολουθήσει, κι εγκλωβίζεται με μια νεαρή συμπατριώτισσά του στην “καρδιά του σκότους”, την ώρα που οι ναζί κατακαίνε πάνω από 620 χωριά, εξοντώνοντας μαζικά τους κατοίκους, μέχρι τον τελευταίο.

Τρίτος σταθμός του αντιπολεμικού μας αφιερώματος, το αριστούργημα του Έλεμ Κλίμοφ, ταινία-σταθμός του παγκόσμιου κινηματογράφου και σημείο αναφοράς για κάθε προοδευτικό σκηνοθέτη.

‘Έλα να δεις’ – τη φρίκη.

Από την αρχή σχεδόν της συγκλονιστικής δημιουργίας του, της τελευταίας και πιο σημαντικής, ο Κλίμοφ αναπαράγει με μοναδική αμεσότητα την αίσθηση του τρό­μου, μ’ ένα εκκωφαντικό μιξάζ βόμβων, που λειτουργεί σαν ηχητικό φόντο στις σκηνές που ο Φλόρια και η Γκλάσα παραδέρνουν πανικόβλητοι στους βάλτους.

Η ταινία αποτυπώνει τη ζωντανή μαρτυρία του Άλες Αντάμοβιτς, ενός από τους ελάχιστους επιζώντες της χωρίς προηγούμενο ναζιστικής θηριωδίας, ο οποίος και συνυπογράφει μαζί με τον Κλίμοφ το σενάριο. Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι της περιοχής – αγρότες στην πλειοψηφία τους – συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία της ταινίας.

2,2 σχεδόν εκατομμύρια Λευκορώσοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου• η ταινία του Κλίμοφ είναι πριν απ’ όλα φόρος τιμής σ’ αυτούς τους νεκρούς. Σαν παιδί, ο γεννημένος και μεγαλωμένος στο Στάλινγκραντ σε οικογένεια κομμουνιστών Έλεμ Κλίμοφ, (το μικρό του όνομα είναι ακρωνύμιο των Ενγκελς/ Λένιν/ Μαρξ), είχε παρακολουθήσει ό­λους σχεδόν τους βομβαρδισμός των ναζί. Ο ίδιος καταθέτει: «Ένι­ωθα πολύ άσχημα που δεν είχα γυρίσει μια ταινία για τον πόλεμο. Γεννήθηκα στο Στάλινγκραντ και σαν παιδί είχα φυσικά βιώσει όλους τους βομβαρδισμούς. Μας θυμάμαι να διασχίζουμε τον Βόλγα και να περνάμε τα Ουράλια, η μητέρα μου, ο αδερφός μου βρέφος κι εγώ. Ηταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμαστε κάτω από ένα υπόστεγο στο πλοι­άριο. Το Στάλινγκραντ εκτεινόταν στα δεξιά του ποταμού. Ηταν μια μακριά – σαν σωλήνας – πόλη, είχε μήκος ατέλειωτα χιλιόμετρα και στο βάθος του ορίζοντα άρχιζε η στέπα και τα βουνά. Η πόλη ολόκληρη είχε τυλιχτεί στις φλόγες… ακόμα και το ποτάμι καιγόταν! […] Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό έβραζε …».

«Οι μανάδες κάλυπταν τα παιδιά με τα κορμιά τους. Έριχναν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια, ό,τι έβρισκαν. […] Ο πατέρας μου είχε μείνει στο Στάλινγκραντ να πολεμήσει. Είμαι φορτισμένος με ανεξίτηλες αναμνήσεις από κείνη την κόλαση που μέσα μου μένει πάντα ζωντανή, […] ο κύριος λόγος που με ώθησε να γυρίσω μια ταινία για τον πόλεμο».

«Ένας ακόμη λόγος ήταν η αίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν τότε στο χείλος της καταστροφής. […] Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε φτάσει σε σημείο που η παραμικρή ανισορροπία θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμια καταστροφή».

Ο Κλίμοφ έχει σε κάθε περίπτωση συνείδηση, όπως κι η συντριπτική πλειοψηφία των σοβιετικών που βίωσαν – κι επέζησαν του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ότι η θηριωδία του Ανατολικού Μετώπου, απείχε έτη φωτός από τον πόλεμο στο δυτικό μέτωπο. Στη βάση αυτή, καθοριστική είναι η παράμετρος της αναπαράστασης της στάσης των παρτιζάνων, που αρνούνται ν’ αναπαράγουν την κτηνωδία.

Η βασική επιδίωξη ως προς το οπτικό αποτέλεσμα, ήταν η ταινία να παραπέμπει στο μέγιστο δυνατό βαθμό σε ντοκυμαντέρ. Ακόμα κι οι εκρήξεις στις σκηνές με τους ναζί είναι αυθεντικές. Οι ηθοποιοί ένιωθαν κατά κανόνα πραγματικό τρόμο. Ο τίτλος της ταινίας άλλωστε, δεν είναι ούτε τυχαίος, ούτε προσχηματικός. Ο Κλίμοφ καλεί τον θεατή να «μπει» στον πυρήνα της φρίκης και να «δει», όντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στο βίωμα. Πολλά απ’ αυτά που πραγματοποιήθηκαν στο “Έλα να δεις”, γίνονταν για πρώτη φορά στον κινηματογράφο.

Πέρα δε από τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες της παραγωγής ‘ρεαλιστικού’ αποτελέσματος, ένα πρόσθετο πρόβλημα ήταν οι καθυστερήσεις εξαιτίας της ηλικίας του πρωταγωνιστή, καθώς όντας μόλις 13 χρόνων τότε, “δεν είχε τις συναισθηματικές άμυνες ενός επαγγελματία”.

Θα μπορούσε να καταλήξει άσχημα”. είπε σε κάποια μεταγενέστερη στιγμή ο Κλίμοφ. «Έζησε εμπειρίες απόγνωσης. […] Αργότερα ο Αλιόσα μου εκμυστηρεύτηκε ότι οι χειρότερες σκηνές γι’ αυτόν ήταν οι σκηνές στον ξύλινο αχυρώνα όπου είχε οδηγηθεί ολόκληρο το χωριό. Εκεί μέσα έζησε τη χειρότερη εμπειρία. Μου είπε αργότερα: “Κόντεψα να τρελαθώ εκεί μέσα”».

Σπαραχτική αλληγορία για την απώλεια της αθωότητας, ρεαλιστική αναπαράσταση της βιωμένης φρίκης, εξπρεσιονιστικές εικόνες του χάους, το αριστούργημα του Κλίμοφ συνοψίζει με τον πιο άμεσο τρόπο την έκφραση της κτηνωδίας αλλά και την ύβρη της αναίτιας καταστροφής.

Συγκλονιστικές ερμηνείες από τους Αλεξέι Κραφτσένκο και Όλγα Μιράνοβα, φωτογραφικά πλάνα που κόβουν την ανάσα, υποδειγματικό μοντάζ.
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και βραβείο FIPRESCI, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μόσχας (1985).