Η συμπλήρωση ενός χρόνου πολέμου στην Ουκρανία δεν έγινε μόνο αφορμή για να αναπτύξουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα που εμπλέκονται σε αυτόν μια διεθνή προπαγάνδα συγκάλυψης των αιτιών του και των στόχων των δυνάμεων που τον προκάλεσαν. Συνοδεύτηκε και από σειρά στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματικών κινήσεων και ανακοινώσεων της Δύσης, της Ρωσίας αλλά και της Κίνας, στοχευμένων στην κατεύθυνση που η καθεμιά από αυτές θέλει να δώσει στην εξέλιξη του πολέμου και στην παγκόσμια αντιπαράθεσή τους.

Παραμονές της επετείου της έναρξης του πολέμου, στις 21/2, ο Β. Πούτιν στην ομιλία του στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσικής Ομοσπονδίας επανέλαβε τη γνωστή δικαιολόγηση του ότι «ξεκίνησε ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για να «προστατεύσει το λαό στα ιστορικά εδάφη της Ρωσίας, να διασφαλίσει την ασφάλεια της χώρας». Επιχείρησε να δώσει μια εικόνα πως ο πόλεμος λίγο έχει επηρεάσει την οικονομία της Ρωσίας, παρά τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης, ότι -παρά τον πόλεμο- η Ρωσία βαδίζει σε δρόμο οικονομικής ανάπτυξης και ότι αμύνεται απέναντι στις επιθέσεις της Δύσης ενάντια στον παραδοσιακό πολιτισμό και τις «αξίες» της Ρωσίας (ως τέτοιες ανέφερε την Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία, την οικογένεια κ.ά.). Προσπάθησε, κυρίως, να παρουσιάσει πως υπάρχει εθνική ενότητα στην Ρωσία, τονίζοντας, πως «οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις της Ρωσίας ενοποιούνται και ενώνονται στην κύρια ιδέα», ότι «η κυριαρχία» και τα «εθνικά συμφέροντά» τους «υπερισχύουν όλων των άλλων». Διακήρυξε σαν στόχο την «ισχυρή Ρωσία» και πρόβαλε σαν όραμά του εκείνο του αντιδραστικού τσαρικού υπουργού Πιοτρ Στολύπιν(!) (που είχε εκτελέσει χιλιάδες επαναστάτες και είχε γεμίσει τη χώρα με κρεμάλες, σε βαθμό που το σκοινί τους να μείνει στην ιστορία ως «γραβάτα του Στολύπιν»), λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «θα ήθελα να υπενθυμίσω τα λόγια του Πιοτρ Στολύπιν, ενός πατριώτη και υπέρμαχου ενός ισχυρού ρωσικού κράτους. Το είπε στην Κρατική Δούμα πριν από εκατό και πλέον χρόνια, αλλά εξακολουθεί να είναι σύμφωνο με την εποχή μας. Είπε: “Για την υπεράσπιση της Ρωσίας, όλοι μας πρέπει να ενώσουμε και να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, τις δεσμεύσεις μας και τα δικαιώματά μας για την υποστήριξη ενός ιστορικού υπέρτατου δικαιώματος -του δικαιώματος της Ρωσίας να είναι ισχυρή”».

Έμπλεη αντιδραστικού, εθνικιστικού, και ιμπεριαλιστικού πνεύματος η ομιλία του Πούτιν κατέληξε με ανακοίνωση για αναστολή της συμμετοχής της Ρωσίας στη Νέα Συνθήκη START (συνθήκη που υπογράφτηκε το 2010 από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία και ορίζει ανώτατο όριο στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να αναπτύξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία), η οποία σημαίνει πλήρη απελευθέρωση από περιορισμούς για την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων και εκπέμπει σήμα κινδύνου για χρήση πυρηνικών όπλων σε μια κλιμάκωση του πολέμου. Ταυτόχρονα ο Πούτιν έκανε σαφές πως το μέλλον των περιοχών που κατέλαβε ο ρώσικος στρατός «θα είναι με τη Ρωσία». Ερμηνεύοντας τα λόγια του Πούτιν ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, επανέλαβε πιο εμφαντικά πως «υπάρχουν ορισμένες πραγματικότητες που έχουν ήδη γίνει ένας εσωτερικός παράγοντας. Εννοώ τις νέες περιοχές… Η Ρωσία δεν θα μπορέσει ποτέ να συμβιβαστεί σε αυτό, αυτές είναι σημαντικές πραγματικότητες».

Ακούγοντας τις τοποθετήσεις της ρώσικης ηγεσίας έρχεται στο νου μας το απόσπασμα από το διάγγελμα που εκφώνησε ο Πούτιν στις 24/2/2022, την ημέρα της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία, στο οποίο διαβεβαίωνε πως «δεν είναι στο σχέδιο μας να καταλάβουμε ουκρανικό έδαφος. Δεν σκοπεύουμε να επιβάλουμε τίποτα και σε κανέναν με τη βία»! Για να αποδειχθεί ξανά σήμερα πόση υποκρισία και ψέμα κρύβουν τα λόγια με τα οποία οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις καλύπτουν τους κατακτητικούς πολέμους που εξαπολύουν.

***

Η Δύση χρησιμοποίησε την επέτειο έναρξης του πολέμου για να ανακοινώσει αποστολές βαρύτερων εξοπλισμών στον ουκρανικό στρατό, νέα πακέτα οικονομικής «βοήθειας» στο καθεστώς Ζελένσκι, πρόσθετες οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία και για να κάνει δηλώσεις μέσω του ΝΑΤΟ ότι «θα διατηρήσουμε την υποστήριξή μας για όσο διάστημα χρειαστεί για να βοηθήσουμε την Ουκρανία να επικρατήσει», στέλνοντας, έτσι, το μήνυμα ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία στον πόλεμο, όπως το διακηρύσσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, «μέχρι τη νίκη» επί της Ρωσίας.

Σαφές μήνυμα ότι η ιμπεριαλιστική Δύση ωθεί σε συνέχιση και ένταση του πολέμου, με το κλείσιμο του ενός χρόνου του να σημαδεύεται από πολύνεκρες μάχες στην Ανατολική Ουκρανία και να απειλείται να ανοίξουν πολεμικά μέτωπα και στα σύνορα της Λευκορωσίας αλλά και της Υπερδνειστερίας-Μολδαβίας. Στην τελευταία σημειώνονται το τελευταίο διά­στημα ανησυχητικές αναταράξεις. Η Μόσχα κατηγόρησε την Ουκρανία για σχέδια «εισβολής» στην Υπερδνειστερία και τόνισε ότι θα θεωρήσει οποιεσδήποτε ενέργειες απειλούν τις ρωσικές δυνάμεις στην Υπερδνειστερία ως επίθεση στην ίδια τη Ρωσία. Στο μεταξύ πραγματοποιήθηκαν νέες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Μολδαβία, με τη φιλοδυτική κυβέρνηση της χώρας να τις καταγγέλλει ως προσπάθειες αποσταθεροποίησης, υποκινούμενες από τη φιλορωσική αντιπολίτευση, κατηγορώντας το Κρεμλίνο ότι σχεδιάζει πραξικόπημα για να ανατρέψει την κυβέρνηση της χώρας. Πριν λίγες μέρες ο Ρώ­σος ΥΠΕΞ, Σ. Λαβρόφ, δήλωσε ότι η Μολδαβία θα μπορούσε να γίνει το νέο «αντιρωσικό σχέδιο» της Δύσης και ότι η Δύση θέλει να κάνει τη Γεωργία τον επόμενο εχθρό της Ρωσίας.

Είναι φανερό ότι η αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία κυοφορεί μια επικίνδυνη επέκταση του πολέμου στην Ουκρανία με το άναμμα νέων εστιών πολεμικής ανάφλεξης και σε άλλα σημεία κοντά στα σύνορα της Ρωσίας.

***

Η αντιπαράθεση αυτή, με αφορμή τον ένα χρόνο πολέμου στην Ουκρανία, είχε νέες εκδηλώσεις και σε διεθνή όργανα.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ψήφισε (μη δεσμευτική) απόφαση η οποία ζητεί «τη δέσμευση στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας» και «άμεση απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων». Υπέρ της απόφασης ψήφισαν 141 χώρες, κατά ψήφισαν 7 και αποχή επέλεξαν 32 χώρες (μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Ινδία, η Νότια Αφρική, το Ιράν κ.ά.). 16 χώρες που είτε ψήφισαν κατά είτε απείχαν σχεδόν και στα πέντε προηγούμενα ψηφίσματα για την Ουκρανία έκαναν, επίσης, δήλωση πως είναι αντίθετες στη «διχαστική δράση» και τάσσονται υπέρ ενός «πνεύματος συμβιβασμού».

Στη Σύνοδο των υπουργών Οικονομικών και των Κεντρικών Τραπεζιτών του G20 η Ρωσία και η Κίνα αρνήθηκαν να υπογράψουν κοινό ανακοινωθέν που να καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως απαιτούσαν οι ΗΠΑ, ενώ η Ινδία, προεδρεύουσα του G20, αρνήθηκε να συμπεριληφθεί αναφορά στον πόλεμο. Τελικά, η προεδρεύουσα της Συνόδου Ινδία εξέ­δωσε περίληψη με τα αποτελέσματα των συνομιλιών και τις διαφωνίες που εκφράστηκαν, όπως είχε γίνει και στη Σύνοδο του Μπαλί της Ινδονησίας, τον περασμένο Νοέμβριο.
Η σύνοδος υπουργών Εξωτερικών της G20, επίσης, δεν μπόρεσε να καταλήξει σε κοινό ανακοινωθέν.

***

Ωστόσο, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία φαίνεται να ενεργοποιεί σε δεύτερο πλάνο και διεργασίες για μια ανίχνευση διαπραγματευτικών διαδικασιών.

Η πιο σημαντική εξέλιξη σε αυτό το ζήτημα είναι η διπλωματική πρωτοβουλία της Κίνας να παρουσιάσει ειρηνευτική πρόταση, την οποία το υπουργείο Εξωτερικών την τιτλοφόρησε: «Η θέση της Κίνας για την πολιτική διευθέτηση της κρίσης της Ουκρανίας». Η κινεζική πρόταση εισηγείται 12 σημεία, το σεβασμό της κυριαρχίας όλων των χωρών, την εγκατάλειψη της ψυχροπολεμικής νοοτροπίας, την παύση των εχθροπραξιών, την επανέναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών, την επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης, την προστασία άμαχων και αιχμαλώτων πολέμου, τη διατήρηση της ασφάλειας των πυρηνικών σταθμών, τη μείωση των στρατηγικών κινδύνων από τη χρήση πυρηνικών όπλων, τη διευκόλυνση των εξαγωγών σιτηρών, τη διακοπή μονομερών κυρώσεων, τη διατήρηση σταθερών βιομηχανικών και εφοδιαστικών αλυσίδων, την προώθηση της ανασυγκρότησης μετά τη σύγκρουση, ως βάση για την πολιτική διευθέτηση της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια πρωτοβουλία της Κίνας να παρέμβει στην εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία με υπολογισμούς που συνδέονται με τον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ, που λαμβάνουν υπόψη τους τις στάσεις των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στον πόλεμο και στην πολιτική των ΗΠΑ καθώς και τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Μια πρωτοβουλία με την οποία επιδιώκει να ενισχύσει τον ρόλο της στις διεθνείς εξελίξεις και τη θέση της απέναντι στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν παράλληλα με αυτήν πρόταση το υπουργείο Εξωτερικών έδωσε στη δημοσιότητα και ένα κείμενο με τίτλο «η ηγεμονία των ΗΠΑ και οι κίνδυνοί της».

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αντιλαμβανόμενη το νόημα της διπλωματικής κίνησης του Πεκίνου, αντέδρασε άμεσα με τον Μπάιντεν να δηλώνει πως «η ιδέα ότι η Κίνα θα διαπραγματευτεί την έκβαση ενός πολέμου που είναι εντελώς άδικος για την Ουκρανία απλά δεν είναι λογική» και το Στειτ Ντιπάρτμεντ πως η Κίνα δεν είναι «έντιμος μεσολαβητής». Για να εξουδετερώ­σουν αυτήν την κίνηση της Κίνας, σήκωσαν, επίσης, αμέσως θόρυβο ότι «η κινεζική ηγεσία εξετάζει το ενδεχόμενο αποστολής θανατηφόρου εξοπλισμού στη Ρωσία». Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας χαρακτήρισε όλα αυτά «συκοφαντίες».

Ωστόσο, οι αντιδράσεις των χωρών της Ευρώπης ήταν ποικίλες: από εκείνες της Γερμανίας που είναι παραπλήσιες των ΗΠΑ ως εκείνες της Ουγγαρίας και της Λευκορωσίας που επιδοκίμασαν την κινεζική ειρηνευτική πρωτοβουλία. Ακόμη και ο Ζελένσκι, με αμηχανία ίσως ενδεικτική της πραγματικής κατάστασης που έχει περιέλθει, δήλωσε ότι «η Κίνα άρχισε να μιλάει για την Ουκρανία και αυτό δεν είναι κακό» και πως «σκοπεύω να συναντήσω τον Σι Τζινπίνγκ και πιστεύω ότι αυτό θα είναι επωφελές».

Η Ρωσική απάντηση ήταν πως «δίνει μεγάλη προσοχή στο σχέδιο» αλλά «οι λεπτομέρειες πρέπει να αναλυθούν επιμελώς».
Ας σημειωθεί ότι το ίδιο διάστημα η αμερικάνικη Wall Street Journal διέρρευσε πως «ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς είπαν στον Ζελένσκι ότι πρέπει να ξεκινήσει να εξετάζει την πιθανότητα έναρξης ειρηνευτικών συνομιλιών, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι στις αρχές του μήνα».

Όλα αυτά δείχνουν πως η πορεία προς μια επέκταση και μια καταστροφικότερη κλιμάκωση του πόλεμου εκκολάπτει, είτε παρασκηνιακά είτε δημόσια, διαφοροποιημένες κινήσεις για την εξέλιξή του.

Και σε αυτό συντελεί και το ότι άρχισε να αυξάνει την αντιπολεμική πίεση και διαμαρτυρία του ο λαϊκός παράγοντας, όπως φαίνεται και από τις τελευταίες κινητοποιήσεις στην Ιταλία, όπου οι λιμενεργάτες μπλόκαραν την αποστολή ΝΑΤΟικών όπλων στην Ουκρανία αλλά και στη Γερμανία όπου πραγματοποιήθηκε μαζική αντιπολεμική διαδήλωση.