Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας χρησιμοποιώντας παραπλανητικά επιχειρήματα περί δήθεν εκδημοκρατισμού των συνδικάτων, φέρνει με το νέο πολυνομοσχέδιο ακόμα δύο αντιδραστικές διατάξεις, προσπαθώντας να χτυπήσει το δικαίωμα των εργαζομένων να συνδικαλίζονται, να αποφασίζουν συλλογικά, να παίρνουν αγωνιστικές αποφάσεις, καθώς και να τρομοκρατήσει όποιον εργαζόμενο δρα μέσα σε συνδικάτα.

Η πρώτη διάταξη αφορά την εισαγωγή της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για τη λήψη αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων των συνδικάτων και των λοιπών οργάνων διοίκησης των εργαζόμενων, συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων για την κήρυξη απεργίας. Το άρθρο 50 του πολυνομοσχεδίου συμπεριλαμβάνει τη διάταξη ότι ”η ψηφοφορία μπορεί να διεξάγεται και με ηλεκτρονική ψήφο”, στην οποία προστίθεται, στην συνέχεια, ότι ”με απόφαση του Υπουργού Εργασίας είναι δυνατόν να ορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης διάταξης”.

Γίνεται φανερό πως η κυβέρνηση φέρνει αυτή την αντισυνδικαλιστικη διάταξη με ύπουλο τρόπο, αφού από τη μία εισάγει την ηλεκτρονική ψηφοφορία ως “δυνατότητα” και ταυτόχρονα δίνει το ελεύθερο στον Υπουργό Εργασίας να ορίσει τους όρους εφαρμογής της. Η ηλεκτρονική ψηφοφορία στοχεύει στο να πλήξει τις μαζικές διαδικασίες των εργαζομένων, το να συγκεντρώνονται σε συνελεύσεις, να έχουν άμεση ζωντανή επαφή μεταξύ τους, να συζητούν και να αποφασίζουν. Προσπαθεί να ενισχύσει ένα καθεστώς απομάκρυνσης του εργαζόμενου από τη συλλογική συνδικαλιστική συζήτηση και δραστηριότητα, να επιβάλει μια “συνδικαλιστική” εξατομίκευση, που ισοδυναμεί με τορπιλισμό της ίδιας της έννοιας του συνδικαλισμού και του εργατικού σωματείου. Ταυτόχρονα, κάνει πιο εύκολο τον έλεγχο και τον επηρεασμό του εργαζόμενου από την εργοδοσία, τόσο γιατί ανοίγει την πόρτα για το φακέλωμα της συνδικαλιστικής στάσης του, όσο και γιατί τον απομονώνει από τις συλλογικές συνδικαλιστικές διαδικασίες θέτει νέα εμπόδια στην αγωνιστική έκφραση των εργαζομένων και ιδιαίτερα στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας.

Πρόκειται για μια αντιδραστική διάταξη που όχι μόνο δε στοχεύει στον “εκδημοκρατισμό” των συνδικάτων, όπως κομπάζει η κυβέρνηση, αλλά σε άλλο ένα χτύπημα στο δικαίωμα των εργαζομένων να ενημερώνονται, να συζητούν και να αποφασίζουν συλλογικά και ανεξάρτητα απο την εργοδοσία και το κράτος.

Η δεύτερη διάταξη προβλέπει τη δημιουργία Γενικού Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.) στο Υπουργείο Εργασίας, στο οποίο θα υπάρχουν όλα τα στοιχεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καταστατικά, αριθμός μελών, οικονομικές καταστάσεις. Όμως και εδώ ακολουθεί η προσθήκη ότι «με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικά με τη δημιουργία του Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων, τη δημοσιότητα των στοιχείων του και κάθε αναγκαία τεχνική λεπτομέρεια καθώς και τη χορήγηση πληροφοριών σε σχέση με τα στοιχεία του μητρώου και με την τήρηση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, ιδίως σε σχέση με την αντιπροσωπευτικότητα συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων».

Η εν λόγω διάταξη ανοίγει το δρόμο για τον μεγαλύτερο έλεγχο των συνδικάτων από το αστικό κράτος. Στον Υπουργό Εργασίας δίνεται η εξουσία με αποφάσεις του να καθορίζει την έκταση και τον χαρακτήρα αυτού του ελέγχου που φτάνει και μέχρι το φακέλωμα εργαζομένων. Συγκεντρώνοντας εσωτερικά στοιχεία του συνδικάτου η κυβέρνηση θα παρακολουθεί τη συνδικαλιστική δράση και θα μπορεί να χρησιμοποιεί αυτά τα στοιχεία για να επεμβαίνει σε αυτήν.