Ανακοίνωση του Μ-Λ ΚΚΕ

Λίγες μέρες μετά την τηλεδιάσκεψη Μπάιντεν – Πούτιν στις 7 Δεκέμβρη, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών έδωσε στη δημοσιότητα δύο σχέδια διεθνών συμφωνιών προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, τα οποία είχαν επιδοθεί νωρίτερα στους εκπροσώπους της αμερικάνικης κυβέρνησης και στους ιθύνοντες του ΝΑΤΟ. Οι προτεινόμενες συμφωνίες αποτυπώνουν σε μορφή νομικά δεσμευτικού κειμένου τις «εγγυήσεις ασφαλείας» που ζητά η Μόσχα από τη Δύση και ξεκαθαρίζουν τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» για τις οποίες κάνει λόγο ο Πούτιν. Και όλα αυτά κάτω από τη σκιά της κρίσης που έχει ξεσπάσει ξανά στην Ουκρανία, όπου συσσωρεύονται μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και εξαπολύονται απειλές για στρατιωτική αντιπαράθεση και από τις δύο πλευρές.

Οι Διεθνείς Συνθήκες που επιδιώκει να προωθήσει η Ρωσία συνιστούν από μόνες τους μια ιδιαίτερα σοβαρή εξέλιξη στην παγκόσμια σκηνή και αντανακλούν τις σημαντικές αλλαγές που έχουν σημειωθεί στους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Και ενώ το προηγούμενο διάστημα οι αμερικανονατοϊκοί αγνοούσαν επιδεικτικά τα μηνύματα που έστελνε η Μόσχα και είχαν θέσει σε αχρηστία το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, τώρα έσπευσε -προφανώς με υπόδειξη των Αμερικανών- ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, να δρομολογήσει τη σύγκληση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας για τις 12 Γενάρη 2022, το οποίο είχε να συνεδριάσει δυόμισι ολόκληρα χρόνια. Επίσης στις 10 Γενάρη θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις και σε διμερές επίπεδο μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στη Γενεύη, ενώ παράλληλα θα γίνουν συνομιλίες και στο πλαίσιο του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).

Ποιο είναι όμως το βασικό περιεχόμενο -στην πραγματικότητα οι όροι- που θέτει η Μόσχα στην Ουάσιγκτον και τι σημαίνουν αυτοί;

Τα δύο κείμενα, που τιτλοφορούνται «Συνθήκη ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσική Ομοσπονδία για τις εγγυήσεις ασφαλείας» και «Συμφωνία πάνω στα μέτρα για να διασφαλιστεί η ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των κρατών μελών του ΝΑΤΟ», προβλέπουν κυρίως να αποκλειστεί οποιαδήποτε νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η εγκαθίδρυση αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στις χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου και να ανακληθούν οι σχετικές προσκλήσεις προς την Ουκρανία και τη Γεωργία για ένταξη στο ΝΑΤΟ.

-Να μην αναπτυχθούν επιπλέον στρατεύματα και όπλα πέρα από τις χώρες στις οποίες υπήρχαν ήδη το Μάιο του 1997 (δηλαδή πριν οποιεσδήποτε ανατολικοευρωπαϊκές χώρες ενταχθούν στο ΝΑΤΟ) και να αποσύρουν οι ΗΠΑ στη δική τους επικράτεια τα πυρηνικά όπλα που έχουν τοποθετήσει σε τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία και η Γερμανία.

-Να σταματήσουν οποιεσδήποτε στρατιωτικές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, την Ανατολική Ευρώπη, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.

-Να μην αναπτυχθούν μέσου και μικρού βεληνεκούς πύραυλοι σε σημεία από τα οποία να μπορούν να πλήξουν το έδαφος της άλλης πλευράς.

-Να μην διεξάγονται γυμνάσια με δυνάμεις μεγαλύτερες από μία ταξιαρχία σε μια συμφωνημένη μεθοριακή ζώνη και να ανταλλάσσονται τακτικά πληροφορίες για τα στρατιωτικά γυμνάσια.

Αναπτύσσοντας οι ρώσοι ιθύνοντες και ο ίδιος ο Πούτιν, σε συνεντεύξεις, το περιεχόμενο των προτάσεων έκαναν σαφές πως η Ρωσία δεν θα αποδεχθεί πλέον την τρέχουσα κατάσταση που αντιστοιχεί σε μια προηγούμενη περίοδο και πως η Μόσχα και η Δύση πρέπει να επανακαθορίσουν τις σχέσεις τους και να αρχίσουν να τις οικοδομούν εξαρχής, υπονοώντας ότι οι σχέσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται στη βάση των σημαντικών ανακατατάξεων που έχουν σημειωθεί και των νέων συσχετισμών δυνάμεων που έχουν πλέον διαμορφωθεί στον πλανήτη. Έτσι, σύμφωνα με τη Μόσχα, το περιεχόμενο των προτάσεων που απευθύνει προς τη Δύση αντανακλά τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων και έρχεται να αντιστοιχηθεί με αυτή τη νέα διεθνή πραγματικότητα.

Η νέα διεθνής πραγματικότητα, 30 χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης

1.Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, μετά την κατάρρευση και διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, σε συνθήκες που ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε αποφασιστικά προς όφελος των ΗΠΑ, η στρατηγική που διακήρυξαν και εφάρμοσαν οι ηγέτες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συμπυκνώθηκε στο δόγμα: «δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα αντίπαλο κράτος να αμφισβητήσει την παγκόσμια θέση που κατακτήσαμε».

Ωστόσο, οι πολυδάπανοι και μακρόχρονοι κατακτητικοί πόλεμοι και επεμβάσεις που εξαπέλυσαν οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη, που τελικά τους έχασαν μετά από 20 χρόνια κάτω από τη γενναία αντίσταση των λαών, σε συνδυασμό με τη βαθιά και παρατεταμένη οικονομική και πολιτική κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό τους και την ταχεία ισχυροποίηση των ανταγωνιστών τους, υπέσκαψαν και εξασθένισαν την παγκόσμια ηγεμονική τους θέση και έκαναν να ξεθωριάζει το αλαζονικό τους όνειρο για έναν «αμερικάνικο 21ο αιώνα».

Καθώς οι τάσεις αυτές φαίνεται να εδραιώνονται στην παγκόσμια σκηνή, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την απειλή μιας γενικής «αμφισβήτησης της παγκόσμιας θέσης που κατάκτησαν» και σημαντικές αλλαγές αναπόφευκτα συντελούνται στα πλαίσια του αδιάκοπου ανταγωνισμού των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την παγκόσμια κυριαρχία.

Αυτή είναι μια πρώτη ουσιώδης αλλαγή που έχει σημειωθεί στον κόσμο συγκριτικά με την κατάσταση που επικρατούσε 30 χρόνια πριν, όταν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είχε αναδειχθεί στη μόνη υπερδύναμη και ήταν αδιαμφισβήτητη η επιβολή του κυρίαρχου ρόλου του στις διεθνείς υποθέσεις.

2.Στρατηγικός σκοπός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι να ανατρέψει τη διαμορφούμενη τάση απώλειας της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης, επιδιώκοντας να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους. Αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο στρατιωτικο-πολιτικά μέτωπα, ένα στην Ασία με την Κίνα και ένα στην Ευρώπη με τη Ρωσία, και ιεραρχεί σαν βασικό στρατηγικό του στόχο την αντιμετώπιση της Κίνας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρος της αντιπαράθεσής του στην Ασία-Ειρηνικό, επειδή, όπως αποφαίνονται τα επιτελεία του, «η άνοδος της Κίνας μετατοπίζει ριζικά την ισορροπία ισχύος».

Ο ορισμός του στρατηγικού κινδύνου για τις ΗΠΑ, που είναι η ανάδειξη μιας δύναμης ή συνδυασμού δυνάμεων που θα κυριαρχήσουν στην Ευρασία, εμφανίζεται απειλητικά στον ορίζοντα. Η προοπτική απώλειας της ηγεμονικής του θέσης στην παγκόσμια σκηνή κάνει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό πιο επικίνδυνο και τυχοδιωκτικό, πηγή πολέμου και επίθεσης.

3.Η ραγδαία άνοδος της Κίνας, την τελευταία ιδιαίτερα δεκαετία, προκαλεί μεγάλες ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η προοπτική να εκθρονίσει τα επόμενα χρόνια τις ΗΠΑ από την κορυφή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την αμερικάνικη ηγεσία. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ κηρύσσουν, φανερά και απροσχημάτιστα, τον οικονομικό και πολιτικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα.

Η πρόσφατη Συμφωνία ανάμεσα στις ΗΠΑ – Αυστραλία – Μ. Βρετανία, η επονομαζόμενη AUKUS, έρχεται να κλιμακώσει μια γενική γεωπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα για την παγκόσμια ηγεμονία, να τροφοδοτήσει μια νέα κούρσα στρατιωτικών εξοπλισμών, επιταχύνοντας τις παγκόσμιες εξελίξεις και τη διαμόρφωση διεθνών μετώπων και συμμαχιών που συσπειρώνονται γύρω από το δίπολο ΗΠΑ-Κίνα.

Η ραγδαία άνοδος της Κίνας και ο ρόλος που διαδραματίζει στις διεθνείς εξελίξεις αποτελεί μια δεύτερη ουσιώδη μεταβολή που τροποποιεί τους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων σε βάρος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συγκριτικά με την κατάσταση που επικρατούσε πριν τρεις δεκαετίες.

4.Μια σοβαρή «παράπλευρη απώλεια» της Συμμαχίας AUKUS ήταν το πλήγμα που δέχτηκε η Γαλλία, ανοίγοντας ξανά τη συζήτηση για τις αντιθέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και για το κατά πόσο ο «ανεξάρτητος ευρωστρατός» -που παραμένει ένα φάντασμα εδώ και κάποιες δεκαετίες- μπορεί να αποκτήσει μια ορισμένη υπόσταση στο μέλλον. Είναι η πρώτη φορά που οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές -και ιδιαίτερα τώρα που ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ την 1η Γενάρη η Γαλλία- θα ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα της «κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας». Και αυτό γιατί δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στους αμερικανούς συμμάχους τους που μετατοπίζουν το κέντρο βάρους της αντιπαράθεσής τους στην Ασία-Ειρηνικό. Έτσι, το όποιο κενό μπορεί να προκύψει από την πλευρά των Αμερικανών στην Ευρώπη, στα πλαίσια της «Δυτικής Συμμαχίας», θα κληθούν να το αναπληρώσουν οι Ευρωπαίοι, βασικά οι Γάλλοι στο στρατιωτικό επίπεδο. Ένα πρώτο δείγμα μιας τέτοιας εξέλιξης ήταν η στρατιωτική Συμφωνία υποτέλειας για την Ελλάδα, που υπέγραψε τον περασμένο Οκτώβρη η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την κυβέρνηση Μακρόν, και η επίδειξη στρατιωτικής παρουσίας και δράσης της Γαλλίας στη Μεσόγειο και στη ζώνη του Σαχέλ.

5.Ύστερα από μία μακρά περίοδο εσωτερικής διάλυσης και εθνικιστικής αποσύνθεσης, απόσχισης εδαφών και εμφύλιων πολέμων, που ξεκίνησε πριν 30 χρόνια με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η αστική τάξη της Ρωσίας πέρασε σταδιακά σε μία φάση εσωτερικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, ισχυροποίησης και επανάκαμψης, κάτω από την αντιδραστική πολιτική κυριαρχία του Πούτιν. Με μια πολιτική ενεργητικής ανάσχεσης και διεκδίκησης των ζωτικών συμφερόντων του ρωσικού ιμπεριαλισμού πάνω στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που πέρασαν στη ζώνη επιρροής των ΗΠΑ, κατάφερε να αναχαιτίσει την επεκτατική πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, προχωρώντας μάλιστα τα τελευταία χρόνια σε δυναμικές κινήσεις που δημιούργησαν νέα δεδομένα στη διεθνή σκηνή, όπως η επέμβαση στη Συρία που καθόρισε την έκβαση του πολέμου υπέρ του Άσαντ και η προσάρτηση της Κριμαίας.

Έχοντας εξασφαλίσει ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, με το αντιδραστικό καθεστώς Πούτιν, πολιτική σταθερότητα και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης -αν και η οικονομία του βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, με το ΑΕΠ του να αντιπροσωπεύει το 1/10 του ΑΕΠ των ΗΠΑ- και διαθέτοντας τεράστια γεωστρατηγικά εδάφη και ανεξάντλητα ενεργειακά αποθέματα, με ένα πανίσχυρο στρατιωτικό-πυρηνικό οπλοστάσιο που τον καθιστά παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, επανέρχεται με νέους όρους στο τραπέζι των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Αυτή είναι μια τρίτη ουσιώδης μεταβολή που έχει συντελεστεί στην παγκόσμια σκηνή, που μαζί με τις άλλες δύο έρχονται να εξηγήσουν πού εδράζεται η πρωτοβουλία και οι νέοι όροι που θέτει η Μόσχα στην Ουάσιγκτον και διεκδικεί, με επιτακτικό τρόπο, να πάρουν τη μορφή διεθνούς Συνθήκης.

Σε αυτή την πρωτοβουλία ο Πούτιν δεν είναι μόνος. Φρόντισε αμέσως μετά την τηλεδιάσκεψη με τον Μπάιντεν, στις αρχές Δεκέμβρη, να πραγματοποιήσει τηλεδιάσκεψη με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, στην οποία υπογραμμίστηκε η θέληση για ενίσχυση της σύμπραξης των δύο δυνάμεων, προαναγγέλθηκε η συγκρότηση ενός χρηματοπιστωτικού χώρου εκτός δολαρίου, καταδικάστηκε η «Σύνοδος της Δημοκρατίας» που συγκάλεσε ο Μπάιντεν και αποδοκιμάστηκε το μποϊκοτάζ της Δύσης στους χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες του Πεκίνου.

Η ηγεσία του ρώσικου ιμπεριαλισμού επανεκτιμά τη νέα διεθνή πραγματικότητα, σταθμίζει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ για την ανάσχεση της Κίνας και θεωρεί πως οι «ρυθμίσεις» και οι συμφωνίες που διέπουν τις σχέσεις της με τη Δύση πρέπει και μπορούν να αναθεωρηθούν και να επαναπροσδιοριστούν με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα αξιοποιεί τις δυνατότητες που απέκτησε τα τελευταία χρόνια και ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την αναγκαστική στροφή της Ουάσιγκτον στην Ασία-Ειρηνικό, επιδιώκοντας να ανατρέψει τις προηγούμενες «ρυθμίσεις» και συμφωνίες που της επιβλήθηκαν και να επιβάλει νέες, περισσότερο επωφελείς για την ίδια, αποσπώντας όσες περισσότερες παραχωρήσεις και «εγγυήσεις ασφαλείας» μπορεί από τις ΗΠΑ.

Το ζήτημα είναι ποια απάντηση θα δώσουν οι ΗΠΑ στις προτάσεις της Μόσχας και γενικότερα ποια στάση θα υιοθετήσουν απέναντι στη Ρωσία, καθώς φαίνεται ότι, τα τελευταία χρόνια, αποτελεί ένα μεγάλο δίλημμα που απασχολεί και διχάζει τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως φάνηκε ήδη από την περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι αν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα κλιμακώσει τυχοδιωκτικά την αντιπαράθεσή του ταυτόχρονα και στα δύο μέτωπα, και με την Κίνα και με τη Ρωσία, με αβέβαιη έκβαση και στα δυο, ή θα παίξει πρόσκαιρα το ρωσικό «χαρτί», προσφέροντας μια σειρά ανταλλάγματα στη Μόσχα, πάνω και κάτω από το τραπέζι, για να μην τη σπρώξει σε συμμαχία με το Πεκίνο, και να επικεντρωθεί βασικά στο μέτωπο της Κίνας που απειλεί προοπτικά να τον εκθρονίσει από την παγκόσμια κορυφή.

Το επόμενο διάστημα που θα ξεκινήσουν οι συνομιλίες, θα διαφανούν οι προθέσεις της ηγεσίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όσο χρονοβόρες και αν αποδειχθούν οι διαπραγματεύσεις και από όσες φάσεις και σκαμπανεβάσματα περάσουν. Θα διαπιστωθεί αν θα οδηγηθούν σε κατάρρευση που θα επιφέρει μεγαλύτερη όξυνση των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων και κίνδυνο ανάφλεξης στην Ουκρανία ή θα καταλήξουν σε ένα προσωρινό συμβιβασμό στη βάση των ιδιαίτερων επιδιώξεων της κάθε πλευράς.
Η νέα τηλεδιάσκεψη Πούτιν – Μπάιντεν, που έγινε στις 30 Δεκέμβρη, φαίνεται ότι οριοθέτησε το πλαίσιο που θα κινηθεί η κάθε πλευρά και τέθηκαν οι απαιτήσεις και οι «κόκκινες γραμμές» της κάθε μιας.

***

Αυτό που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι οι όποιες συμφωνίες μπορεί να γίνουν ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αυτές -όπως δείχνει η πραγματικότητα- έχουν προσωρινό χαρακτήρα, υπόκεινται σε συνεχείς αναθεωρήσεις με βάση το δοσμένο συσχετισμό δυνάμεων κάθε φορά και γίνονται στην προοπτική ενός ακόμη πιο σκληρού ανταγωνισμού για την παγκόσμια ηγεμονία. Το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι ο άγριος ανταγωνισμός και η διαπάλη τους για την αναδιανομή των ζωνών επιρροής και το ξαναμοίρασμα των αγορών μέσα από τη στυγνή νεοαποικιακή οικονομική εκμετάλλευση, την αρπαγή και καταλήστευση του πλούτου της μεγάλης πλειοψηφίας των λαών, την εξαπόλυση κατακτητικών πολέμων και επεμβάσεων για την υποδούλωση εθνών και χωρών και την κατάπνιξη του αγώνα των λαών για την εθνική και κοινωνική τους απελευθέρωση.