Στο παρά ένα επισημοποιήθηκε το διαζύγιο του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, αφού μόλις την παραμονή των Χριστουγέννων συνήφθη η εμπορική συμφωνία που δίνει το πράσινο φως για τη συνέχιση των μεταξύ τους εμπορικών ανταλλαγών ύψους άνω των 700 δισ. ευρώ, χωρίς δασμούς και ποσοστώσεις. Παράλληλα επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να εξακολουθεί να έχει πρόσβαση σε μια αγορά 430 εκατ. καταναλωτών, χωρίς να δεσμεύεται να ακολουθεί για πάντα τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, στους οποίους δεν θα έχει πλέον κανένα λόγο.

Η αποχώρηση του Λονδίνου είχε τυπικά γίνει στις 31 Ιανουαρίου 2020 μετά από μια ταραχώδη περίοδο, μετά το δημοψήφισμα που προκάλεσε σφοδρή πολιτική κρίση, διχάζοντας τη βρετανική μεγαλοαστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό.
Έπρεπε όμως να περάσουν ακόμη 10 μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων ώστε να καταλήξουν τα δύο μέρη στο οριστικό διαζύγιο, μετά από 47 χρόνια θυελλώδους σχέσης, με την υπογραφή της μελλοντικής τους εταιρικής συμφωνίας, καθώς καμία πλευρά δεν ήθελε να αναλάβει το βάρος μιας ρήξης.

Δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες της συμφωνίας, α­φού ακόμη και οι Βρετανοί βουλευτές είχαν μόνο λίγες ώρες να «μελετήσουν» το 1245 σελίδων κείμενο. Είναι δεδομένο όμως ότι πρόκειται για έναν αντιδραστικό συμβιβασμό για τη διασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλίων των δύο πλευρών και σε καμία περίπτωση δεν αφορά τα δικαιώματα των Βρετανών και των Ευρωπαίων εργαζομένων, ούτε φυσικά στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας του βρετανικού ιμπεριαλισμού από τις Βρυξέλες, όπως πανηγυρίζει ο Τζόνσον.
Ήδη από τη βρετανική αντιπολίτευση γίνεται κριτική για «εξ­ασθένιση» των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, για την υποβάθμιση των περιβαλλοντικών στάνταρ και της ασφά­λειας των τροφίμων, ενώ επίκειται τριπλασιασμός των διδάκ­τρων στα βρετανικά πανεπιστήμια για τους φοιτητές που προέρχονται από χώρες της ΕΕ.

Παρ’ όλα αυτά το κόμμα των Εργατικών ψήφισε τη συμφωνία ως το «μικρότερο κακό», κάτι που δεν είχε πράξει στην συμφωνία για το Βrexit.
Μπορεί οι δυο πλευρές να διατείνονται ότι διατήρησαν τις κόκκινες γραμμές τους και διασφάλισαν τα μέγιστα δυνατά πλεονεκτήματα για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που εκπροσωπούν, χωρίζοντας σαν φίλοι, όμως μόνο ο χρόνος θα δείξει πώς θα διαμορφωθεί η μελλοντική τους σχέση.

Δημοσιεύματα κάνουν λόγο για θολά σημεία της συμφωνίας τόσο σε ό,τι αφορά κυρίως την πολιτική των κρατικών ενισχύσεων όσο και της «διακυβέρνησης» της συμφωνίας. Επίσης γκρίνιες ακούγονται και για τα δικαιώματα αλιείας των Βρετανών ψαράδων, θέμα το οποίο κινδύνευσε να οδηγήσει σε ναυάγιο τη συμφωνία μετά τη σκληρή στάση του Μακρόν στο θέμα.
Γενικά σε όλη την περίοδο των 4,5 χρόνων από το δημοψήφισμα, η Γαλλία κράτησε την πιο σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις φέρνοντας πολλές φορές σε δύσκολη θέση τη Γερμανία η οποία, λόγω των αυξημένων βρετανογερμανικών συναλλαγών, κράτησε πιο διαλλακτική στάση.

Το πώς θα εξελιχθούν στο μέλλον οι σχέσεις του Λονδίνου και των Βρυξελών, αν το «νησί» θα μετατραπεί σε μια «Σιγκαπούρη του Τάμεση», δηλαδή σε αθέμιτο ανταγωνιστή ή θα μετατραπεί σε εμπορικό εταίρο και στρατηγικό συνεργάτη της ΕΕ, μένει να φανεί μιας και στη σχέση αυτή επιδρούν και εξωγενείς παράγοντες.
Ήδη η εκλογή Μπάιντεν φαίνεται πως ψαλιδίζει τις βρετανικές βλέψεις για μια φιλόδοξη εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, την οποία διαφήμιζε ο «πρώτα η Αμερική» Τραμπ, ο οποίος στήριξε αναφανδόν το Brexit έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο τη διάλυση της ΕΕ.
Επιπλέον η στάση που κράτησε το Λονδίνο στο πλευρό του Τραμπ για το θέμα του Χονγκ Κονγκ δυσκολεύει την προσέγγιση με το Πεκίνο, με φόντο και τον κηρυγμένο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ και της Κίνας, την ώρα μάλιστα που η ΕΕ υπέγραψε κατ’ αρχήν επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο.

Βέβαια ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν μένει με σταυρωμένα χέρια. Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας με την ΕΕ το Λονδίνο προχώρησε σε εμπορική συμφωνία με την Τουρκία. Η συμφωνία αυτή είναι η πέμπτη μεγαλύτερη που έχει διαπραγματευτεί με μεμονωμένες χώρες, μετά από εκείνες με την Ιαπωνία, τον Καναδά, την Ελβετία και τη Νορβηγία. Συνολικά πλέον η Βρετανία έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες με 62 χώρες, ενώ σύμφωνα με τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ντομινίκ Ράαμπ, στόχος είναι η υπογραφή εμπορικών συμφωνιών με την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, αλλά και χώρες που βρίσκονται στην περιοχή Ινδίας – Ειρηνικού, καθώς η περιοχή αυτή «αποτελεί μία τεράστια αναπτυσσόμενη αγορά για το μέλλον».

Παρά τις κινήσεις αυτές η κρίση στο εσωτερικό δεν έχει καταλαγιάσει, ενώ σοβαροί κίνδυνοι ελλοχεύουν ακόμη και για την εδαφική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Brexit πυροδότησε νέες διεργασίες για την ανεξαρτησία της Σκωτίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, με δημοσκοπήσεις στις περιοχές αυτές να δίνουν προβάδισμα σε μια τέτοια εξέλιξη, γεγονός που αν συμβεί θα βυθίσει στο χάος τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.

Όμως και η ευρωπαϊκή πλευρά βγαίνει σαφώς αποδυναμωμένη μετά το διαζύγιο αφού, παρά τις δηλώσεις ντοπαρίσματος ότι το Brexit αφήνει πιο ενωμένους τους 27, η αλήθεια είναι ότι η Ε.Ε. σπαράσσεται από έντονες αντιθέσεις που ήρθαν στην επιφάνεια και με αφορμή τις διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο, αν και καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια αυτές να κρυφτούν επιμελώς. Επίσης το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα χάνει μια πολύ σημαντική, οικονομικά και πολιτικά, χώρα βασικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας, τη μόνη μαζί με τη Γαλλία ευρωπαϊκή πυρηνική δύναμη και μόνιμο μέλος του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ.
Αν μάλιστα το Brexit εξελιχθεί σε «success story» για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό δεν αποκλείεται μελλοντικά να ανοίξει η όρεξη και σε άλλες χώρες για να διαβούν την πόρτα της εξόδου.