Οι κυβερνήσεις της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης επένδυσαν την πολιτική τους με αφηγήματα που επαγγέλλονταν την «ανάπτυξη» και τον «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής οικονομίας και μια «ισχυρή (και οικονομικά) Ελλάδα». Στην πράξη αυτά τα αφηγήματα δεν ήταν παρά το περιτύλιγμα μιας σειράς πολιτικών που, στο όνομα της επίτευξης της οικονομικής «σταθερότητας» και της σύγκλισης με την ΕΕ, επέβαλαν διαρκή «λιτότητα» και «οικονομικές θυσίες» για τον ελληνικό λαό, συρρίκνωσαν την παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας (βιομηχανία, γεωργία) εντείνοντας τα μεταπρατικά χαρακτηριστικά της, διόγκωσαν το δανεισμό της χώρας, παρέδωσαν τη χάραξη ελληνικής οικονομικής πολιτικής στις Βρυξέλλες και οδήγησαν τελικά την ελληνική οικονομία στα βράχια των μνημονίων το 2010 και στο βούλιαγμά της σε μια βαθιά κρίση που συνεχίζεται και έχει προκαλέσει μια μεγάλη υποβάθμιση της ζωής του ελληνικού λαού.

Μέσα στα οικονομικά συντρίμμια που σώρευσαν οι πολιτικές όσων κυβέρνησαν τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, ακουστήκαν από το στόμα τους τελευταία (πχ στο «Συνέδριο Καθημερινής για τα 50χρονα της «μεταπολίτευσης» που κλείνουν φέτος) και κάποια ψελλίσματα ότι «σε βάθος 50ετίας η οικονομική πρόοδός μας δεν ήταν η επιθυμητή» (Κυρ. Μητσοτάκης), «δεν πετύχαμε ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό άλμα αυτά τα 50 χρόνια…» (Λ. Παπαδήμος), ότι «το κόστος των επιτυχιών της μεταπολίτευσης εντοπίζεται στη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη» (Αλογοσκούφης), «στους στόχους της κοινωνικής πολιτικής έχουμε αποτύχει» (Γιαννίτσης), «οι επιδόσεις στα οικονομικά δεν ήταν ικανοποιητικές τα τελευταία 50 χρόνια» (Τσίπρας).

Ψελλίσματα έμμεσης ομολογίας ότι τα αφηγήματά τους περί «οικονομικής ανάπτυξης» και «ισχυρής Ελλάδας» ήταν κενό γράμμα και απάτη. Ωστόσο, λέγονται για να αποτελέσουν πλατφόρμα στήριξης μιας πολιτικής «μεταρρυθμίσεων» που, στην ουσία, με δικαιολογία την προγενέστερη «οικονομική αποτυχία» και τη «μη επιθυμητή οικονομική πρόοδο», επιδιώκει πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, γιατί θεωρεί ότι η «χαμηλή οικονομική ανάπτυξη» τα τελευταία 50 χρόνια οφείλεται στο ότι αυτά δεν εφαρμόστηκαν με «αποφασιστικό τρόπο» και στην έκταση και στο βάθος που έπρεπε, ώστε να φτάσει το αντιλαϊκό μαχαίρι ως το κόκαλο, κι ας «πονέσει» περισσότερο ο ελληνικός λαός. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της ελληνικής οικονομικής ολιγαρχίας που υποστηρίζουν αυτή τη θέση αρκετές φορές έχουν εκτιμήσει ως «σωστά» τα φαρμακερά αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων, προσθέτοντας και ότι έπρεπε να τα είχαν πάρει οι ελληνικές κυβερνήσεις από μόνες τους, πιο νωρίς. Γι’ αυτό και συνεχίζουν να κρατούν σε ισχύ όλους τους νόμους των μνημονίων και να προσθέτουν σε αυτούς και αλλά αντιδραστικά μέτρα.

Αυτό εκφράζει η τοποθέτηση του Κυρ. Μητσοτάκη ότι «είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις, η πολιτική μας ισχύς μάς δίνει τη νομιμοποίηση να το κάνουμε». Αυτό είναι και όλο το περιεχόμενο της «ανάπτυξης» που διατυμπανίζει και η οικονομική πολιτική που προωθεί και δήθεν πετυχαίνει «ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας» και «βελτίωση της ζωής του πολίτη».

Μόνο που ανάπτυξη σημαίνει να βγαίνει η χώρα από την κατάσταση της χρεοκοπίας, οι παραγωγικές δυνάμεις της να αναπτύσσονται και ο ελληνικός λαός να βελτιώνει το βιοτικό επίπεδό του. Η πραγματικότητα, ωστόσο, με χτυπητά επίσημα στοιχεία δείχνει πως η «ανάπτυξη» της κυβέρνησης Μητσοτάκη οδηγεί στην αντίστροφη κατεύθυνση:

Το δημόσιο χρέος, στα 5 χρόνια της διακυβέρνησής της, συνεχίζει να αυξάνεται ασταμάτητα και από τα 330 δισ. ευρώ που ήταν το 2019 σκαρφάλωσε στα 406 δισ. ευρώ το 2023. Με την «αναπτυξιακή» πολιτική της η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φορτώσει την Ελλάδα με μια αύξηση χρέους 23%, με άλλα 76 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 40% του ΑΕΠ του 2023! Ας σημειωθεί, συγκριτικά, πως την πενταετία 2019-2023 το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε μόλις 10%, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «έτρεξε» την αύξηση του χρέους με διπλάσιο ρυθμό από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, προεξοφλώντας μεγέθυνση πληρωμών προς τους δανειστές και αφαίρεση μεγαλύτερων ποσών από τον κρατικό προϋπολογισμό για τις εσωτερικές κοινωνικές ανάγκες.

Η Ελλάδα παραμένει στις πρώτες γραμμές των χωρών με υψηλό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ). Το 2022 στην παγκόσμια κατάταξη ήταν, με ποσοστό 178,11 %, στη σειρά των χωρών με το υψηλότερο δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου με την κυβέρνηση Μητσοτάκη εκτινάχθηκε από τα 21,7 δισ. ευρώ το 2019 στα 32 δισ. το 2023. Είχε, δηλαδή, ένα τεράστιο ποσοστό αύξησης της τάξης του 47%(!). Αυτό σημαίνει ότι πολύ μεγαλύτερο μέγεθος προϊόντων εισάγεται και το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής που καλύπτει τις εσωτερικές καταναλωτικές ανάγκες έχει σημαντικά σμικρυνθεί. Αυτό έχει, αναπόφευκτα, σοβαρό αντίκτυπο στην εσωτερική απασχόληση, όπου η ανεργία και η μισοανεργία (μερική, προσωρινή απασχόληση) διατηρείται στα ύψη.

Κάτι πολύ σημαντικό που ήλθε, τελευταία, στη δημοσιότητα και δείχνει σε τι πορεία οδηγεί η κυβερνητική «αναπτυξιακή» πολιτική τη βιομηχανική βάση της χώρας είναι η πληροφορία ότι την τελευταία πενταετία έκλεισαν 10 εργοστάσια στη χώρα, αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες εργάτες. Αν σε αυτό το γεγονός προστεθεί ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που έχουν εκποιηθεί σε ξένους «επενδυτές», το ότι όλη η δημόσια περιουσία είναι παραδομένη στο, υπό τον έλεγχο των ξένων, Υπερταμείο για ξεπούλημα και σαν ενέχυρο για τους δανειστές, γίνεται φανερό πως η πολιτική «ανάπτυξης» της κυβέρνησης της ΝΔ είναι μια πολιτική συνέχισης της αποβιομηχάνισης και του αφελληνισμού των εγχώριων πλουτοπαραγωγικών πόρων.

Το είδος της «ανάπτυξης» που έχει φέρει στην ελληνική κοινωνία η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτυπώνεται και στο μεγάλο βαθμό συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης του ελληνικού λαού που έχει φέρει η πολιτική της μεγάλης συμπίεσης των μισθών και, ταυτόχρονα, το σαρωτικό κύμα ακρίβειας που είναι, σαφώς, απόρροια της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία πριμοδοτεί την ανεξέλεγκτη κεφαλαιοκρατική κερδοσκοπία.

Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία της Eurostat, το ωριαίο εργατικό κόστος στην Ελλάδα είναι μόλις το μισό του μέσου ωριαίου εργατικού κόστους της ΕΕ.
Στις αρχές του 2024 η Ελλάδα ήταν μεταξύ των δέκα πρώτων χωρών από πλευράς πληθωρισμού παγκοσμίως. Ειδικά στα τρόφιμα, που αποτελούν και το μεγάλο κομμάτι κατανάλωσης που κάνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο πληθωρισμό στα Βαλκάνια και τον δεύτερο μεγαλύτερο στην ΕΕ.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία δεν καταγράφουν, βέβαια, μια ελληνική οικονομία σε ανάπτυξη αλλά μια ελληνική οικονομία σε «μαύρα χάλια», μια οικονομία όχι σε «βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία», όπως λέει ο Μητσοτάκης, αλλά μια οικονομία επιδεινούμενη που κολυμπά στο χρέος, στην παραγωγική υποβάθμιση, και στην πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Τόσο κλονισμένη και σε τόσο αβέβαια πορεία, που ακόμα και οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, όπως ο Moody’s, να αρνούνται να της ανεβάσουν επενδυτική βαθμίδα για το αξιόχρεό της, φωτογραφίζοντας ως «προκλήσεις» (δηλαδή, μεγάλα προβλήματα) της ελληνικής οικονομίας το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τη «δομή» της, ότι, δηλαδή, στηρίζεται πολύ σε τομείς (τουρισμός, ναυτιλία) που την κάνουν «ευάλωτη σε εξωτερικούς κλονισμούς» και δεν εξασφαλίζουν «οικονομική ανθεκτικότητα».

Αυτή είναι η «ανάπτυξη» που φέρνει στην ελληνική οικονομία η κυβέρνηση Μητσοτάκη. «Ανάπτυξη» στο χρέος, στα ελλείμματα, στα λουκέτα παραγωγικών μονάδων, στη φτώχεια των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων και στα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου. Έτσι μέσα στην πενταετία που κυβερνά «ανέπτυξε» το μερίδιο των κερδών μιας φούχτας κεφαλαιοκρατών από το 48% το 2019 στο 53% του εγχώριου εισοδήματος και κατέβασε το μερίδιο των μισθών εκατομμυρίων εργαζομένων από το 37% στο 34%…