Η κρίση που έφερε η επιδημία του κορωνοϊού στη χώρα μας, υγειονομική στην αρχή και στη συνέχεια και οικονομική, διέγειρε στις δυνάμεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξανά τα αντανακλαστικά και τις «προτάσεις» που ανακάλυψαν στις αρχές του 2010, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 αγκάλιασε και την ελληνική οικονομία και την έβαλε βαθιά στο τούνελ των μνημονίων.

Τότε, στο ξεκίνημα της εποχής των μνημονίων, προβλήθηκε από τις δυνάμεις αυτές το λεγόμενο «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» ως εναλλακτική ή φιλολαϊκή πρόταση «διεξόδου από την κρίση». Μάλιστα σε εκείνη την αρχική φάση ανάλογο «προοδευτικό μεταβατικό πρόγραμμα» πρόβαλε και ο τότε ΣΥΡΙΖΑ και αυτή η συγγένεια ή και σύμπτωση προτάσεων έπαιξε, για λίγα χρόνια, ρόλο στο να συμπορευθούν οι δυνάμεις του «αντικαπιταλιστικού χώρου» και της «ριζοσπαστικής αριστεράς» σε διάφορα μέτωπα, αλλά και για να υιοθετήσουν αυτές οι δυνάμεις την απατηλή πολιτική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» ή της «κριτικής στήριξης» μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς», που θα γινόταν το πολιτικό όργανο εφαρμογής του «μεταβατικού προγράμματος».

Η συνέχεια είναι γνωστή με το σκάσιμο της φούσκας των απατών και αυταπατών που έφερε πολύ γρήγορα η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΣΥΡΙΖΑ. Των αυταπατών, ωστόσο, που καλλιεργήθηκαν και από τη ρεφορμιστική αντίληψη που διαπερνά το λεγόμενο «μεταβατικό πρόγραμμα». Μια αντίληψη που τον χαρακτήρα των οικονομικών μετασχηματισμών-αν θα είναι καπιταλιστικός ή αντικαπιταλιστικός – τον αποσυνδέει από το ποιος θα τους υλοποιήσει.

Οι εθνικοποιήσεις και οι κρατικοποιήσεις, λόγου χάρη, αφ’ εαυτές δεν είναι αντικαπιταλιστικές, αλλά αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο και εντάσσονται στην εξυπηρέτηση διαφορετικών ταξικών συμφερόντων από το αν πραγματοποιούνται από ένα καπιταλιστικό ή ένα σοσιαλιστικό ή λαϊκοδημοκρατικό κράτος.

Το «μεταβατικό πρόγραμμα» αποσυνδέει κεντρικά αιτήματα για την οικονομία (όπως είναι η εθνικοποίηση όλων των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, η διαγραφή του χρέους, η απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση ιδιωτικών τομέων κ.ά.) από το ποιο κράτος και ποια τάξη θα τα υλοποιήσει και τα θέτει σαν άμεσα αιτήματα που θα διεκδικήσει το λαϊκό κίνημα για ικανοποίηση στα πλαίσια του καπιταλισμού, είτε «εκβιάζοντας»- όπως έγραφε το ΝΑΡ τα πρώτα μνημονιακά χρόνια- με τη δύναμή του μια αστική κυβέρνηση, είτε στηρίζοντας μια «αριστερή κυβέρνηση» που θα αναδειχθεί από εκλογικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και με αυτή τη σκέψη, υποτίθεται θα μπει σε εφαρμογή ένα «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα», θα ξεκινήσει μια «αντικαπιταλιστική μετάβαση», για να το πούμε ακριβέστερα, μια «αντικαπιταλιστική» μεταρρύθμιση του καπιταλισμού σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας!

Δηλαδή, αν μια κυβέρνηση «υποχρεωθεί», σε συνθήκες καπιταλισμού να κάνει π.χ. εθνικοποίηση, δηλαδή κρατικοποίηση μιας τράπεζας ή μιας επιχείρησης, τότε αυτή η κρατικοποίηση θα είναι «αντικαπιταλιστικό μέτρο»!

Αν αυτό δεν είναι ρεφορμισμός και ρεφορμιστική αυταπάτη τι άλλο μπορεί να είναι;

Αλήθεια ποιος έχει ξεχάσει ότι στη διάρκεια των μνημονίων οι ελληνικές τράπεζες, ουσιαστικά, κρατικοποιήθηκαν, για ένα διάστημα, όταν ανακεφαλαιοποιήθηκαν με κρατικά λεφτά; Δεν τόλμησε, βέβαια, κανένας να ισχυ­ριστεί ότι αυτό ήταν «αντικαπιταλιστικό» μέτρο.

Αντίθετα φάνηκε πως τέτοιου είδους οικονομικά αιτήματα που προβάλλει το «μεταβατικό πρόγραμμα», όταν χρειαστεί, τα ενσωματώνει στην ατζέντα της η κυρίαρχη τάξη εξυπηρετώντας τα συμφέροντά της.

Το ίδιο επαναλαμβάνεται και τώρα με την οικονομική κρίση που γιγάντωσε η επιδημία, όπου, όπως γράφει ο Τύπος, «οι αερομεταφορείς ανακτούν την εθνική τους ταυτότητα». Και αναφέρουν ως παράδειγμα τη μεγάλη αεροπορική εταιρεία της Ευρώπης, τη Lufthansa, που για να τη διασώσει η κυβέρνηση Μέρκελ την επανεθνικοποιεί, χρηματοδοτώντας τη με ποσό διπλάσιο της χρηματιστηριακής αξίας της και διορίζοντας εκπροσώπους της κυβέρνησης στην διοίκησή της. Κάτι παρόμοιο προηγήθηκε με την ανταγωνίστρια εταιρεία της Γαλλίας, Air France-KLM .

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι ένα άμεσο πολιτικό πρόγραμμα αν συμπεριλαμβάνει κεντρικά αιτήματα χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πολιτικές προϋποθέσεις που απαιτούν αυτά για την φιλολαϊκή υλοποίηση τους, τότε αυτό μετατρέπεται στο αντίθετό του, λειτουργεί ως ρεφορμιστικό και όχι ως επαναστατικό, καλλιεργώντας αυταπάτες που βλάπτουν το λαϊκό κίνημα.

Δεν φαίνεται όμως οι δυνάμεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να έχουν κατανοήσει ή να πείθονται από αυτό το θεωρητικό και πρακτικό δίδαγμα που μας έχει κληρονομήσει και η θετική και η αρνητική εμπειρία του αριστερού κινήματος. Γι’ αυτό και δεν εγκατέλειψαν όλα αυτά τα χρόνια «το μεταβατικό πρόγραμμα». Αντίθετα, με αφορμή τη νέα οικονομική κρίση που φέρνει η πανδημία το επανέφεραν στο προσκήνιο. Έτσι, στην ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ της 23.3.2020 ξαναδιαβάζουμε: «Οι εργαζόμενοι δεν θα πληρώσουν τα αποτελέσματα της νέας αυτής κρίσης. Την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές. Τώρα είναι η ώρα να μπει στην πρώτη γραμμή των αιτημάτων η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας και συνολικά των δημόσιων αγαθών με εθνικοποίηση όλων των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, η παραβίαση των αιματηρών πλεονασμάτων, η διαγραφή του χρέους, η ρήξη- έξοδος από την ΕΕ».

Παρόμοια και η απόφαση της ΠΕ του ΝΑΡ της 12.4.2020 διατυπώνει την πρόταση για «πρωτοβουλία» που θα πρέπει να πάρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη «συσπείρωση δυνάμεων της μαχόμενης αριστεράς (ΚΚΕ, οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής αριστεράς)», πάνω σε μια κατεύθυνση που «να βασίζεται στους αναγκαίους κόμβους του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης» ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα αιτήματα «…Απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση του ιδιωτικού τομέα της υγείας. Μονομερή ακύρωση του προγράμματος μεταμνημονιακής επιτροπείας και των αιματηρών πλεονασμάτων. Διαγραφή του χρέους ώστε να σταθεί ο λαός στα πόδια του μετά τη πανδημία και να αντιμετωπίσει τη νέα οικονομική κρίση. Έξοδο από την ΕΕ που για μια ακόμη φορά έδειξε το αποκρουστικό της πρόσωπο. Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο…».

Η προβολή των ρεφορμιστικών αιτημάτων του «μεταβατικού προγράμματος» επαναλαμβάνεται από μια σειρά στελέχη του ΝΑΡ στην εφημερίδα του ΠΡΙΝ, στα τελευταία φύλλα του, με την υπογράμμιση, μάλιστα, ότι αυτά είναι «κόμβοι» ενός «άμεσου πολιτικού, βαθιά αντικαπιταλιστικού προγράμματος ρήξης με τις κυρίαρχες επιλογές του συστήματος» και ότι με αυτά «πρέπει να ολοκληρώνεται η μάχη για την αναγέννηση και ενίσχυση του κομμουνιστικού κινήματος» (ΠΡΙΝ 2-3.5.2020)!

Αλλά η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος έχει δείξει ακριβώς το αντίστροφο. Πως με τέτοιου είδους ρεφορμιστικά αιτήματα και προγράμματα, δανεισμένα στην πραγματικότητα από την σοσιαλδημοκρατία, το κομμουνιστικό κίνημα υπονομεύθηκε και αποδυναμώθηκε.