Η τοποθέτηση του Βλ. Πούτιν, πριν λίγες μέρες, σε στελέχη της ρώσικης Κάτω Βουλής (Δούμας) πως «όλοι πρέπει να ξέρουν ότι ακόμα δεν έχουμε ξεκινήσει κάτι σοβαρά στην Ουκρανία», έκανε το γύρο των δυτικών μέσων ενημέρωσης και έγειρε ερωτήματα αν πρόκειται για μια δήλωση προπαγανδιστικού-ψυχολογικού πολέμου ή περιέχει μια πραγματική απειλή. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η τοποθέτηση ανοικτά προαναγγέλλει επέκταση του πολέμου στην Ουκρανία από πλευράς της Ρωσίας και αναμφισβήτητα εκφράζει την απόφαση του ρώσικου ιμπεριαλισμού να προωθήσει τους στόχους του για την Ουκρανία. Ο Βλ. Πούτιν προειδοποίησε πως, όσο οι Δυτικοί και οι Ουκρανοί του Ζελένσκυ καθυστερούν να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις, «τόσο πιο δύσκολο θα είναι γι’ αυτούς να διαπραγματευτούν μαζί μας», ενώ μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στις αρχικές διαπραγματεύσεις με το Κίεβο διαμήνυσε πως αν γίνουν νέες διαπραγματεύσεις «οι όροι από την πλευρά μας σήμερα θα είναι πιο σκληροί, πιο σκληροί στην ουσία τους και στο χρόνο εκτέλεσης».

Είναι φανερό πως η Ρωσία, κερδίζοντας έδαφος στο πεδίο της μάχης, δυναμώνει την πίεσή της στην ουκρανική πλευρά. Αλλά και προς τη Δύση, καθώς τις τελευταίες μέρες, με αφορμή ένα τεχνικό πρόβλημα σε τουρμπίνα στον αγωγό Nord Stream 1, διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου προς την Γερμανία. Μάλιστα ο γιγαντιαίος ρωσικός προμηθευτής αερίου, η Gazprom, με επιστολή της που ανακοινώνει ότι λόγω «ανώτερης βίας» μπορεί να υπάρξει ανεπάρκεια στις παραδόσεις φυσικού αερίου, προκάλεσε σοκ στο γερμανικό κολοσσό διανομής φυσικού αεριού Uniper, που χρειάστηκε την επείγουσα πιστωτική στήριξη της κρατικής τράπεζας της Γερμανίας για να μην χρεοκοπήσει. Ο ίδιος ο Βλ. Πούτιν άφησε να εννοηθεί ότι είναι πιθανή η παραπέρα διακοπή ή μείωση της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 1, κάνοντας καθαρό πως το όπλο αυτό θα εξακολουθήσει να το έχει στραμμένο προς την Ευρώπη. Ήδη, σύμφωνα με δήλωση εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε 12 χώρες ως τώρα έχουν σημειωθεί μερικές ή πλήρεις διακοπές φυσικού αερίου.

Προωθώντας τις θέσεις του στα εδάφη της Ουκρανίας και χρησιμοποιώντας το όπλο τής εξάρτησης της Ευρώπης από το ρώσικο φυσικό αέριο, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός βλέπει να πλησιάζει τους στόχους που είχε προαναγγείλει ο Πούτιν τις παραμονές την έναρξης του πολέμου στην Ουκρανία. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμ. Πεσκόφ δήλωσε, πρόσφατα, ξανά ότι «η ειδική στρατιωτική επιχείρηση θα ολοκληρωθεί μόλις επιτευχθούν όλοι οι στόχοι της», και ότι γι’ αυτό «δεν υπάρχει σαφές χρονικό πλαίσιο».

Στο βαθμό, μάλιστα, που τους επιτυγχάνει, ανοίγει το δρόμο και για τη διεύρυνσή τους, όπως δείχνουν και οι τελευταίες πολεμικές κινήσεις του ρώσικου στρατού με κατεύθυνση προς την Οδησσό και κυρίως η για πρώτη φορά δημόσια δήλωση της ρώσικης ηγεσίας, δια μέσου της συνέντευξης του υπουργού Εξωτερικών της Σεργκέι Λαβρόφ, στις 20/7 στο πρακτορείο Ria-Novosti, πως «οι γεωγραφικοί στόχοι της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης της Μόσχας στην Ουκρανία δεν περιορίζονται πλέον στην ανατολική περιοχή Ντονμπάς αλλά περιλαμβάνουν έναν αριθμό άλλων εδαφών. Η γεωγραφία είναι τώρα διαφορετική. Δεν είναι μόνο οι Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, είναι επίσης οι περιοχές της Χερσώνας και της Ζαπορίζια και μια σειρά από άλλα εδάφη, και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται, με σταθερό και ανυποχώρητο τρόπο».

***

Για την επίτευξη των δικών τους στόχων στην Ουκρανία ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ συνεχίζουν να αναπτύσσουν την επιχείρηση φθοράς και αποδυνάμωσης της Ρωσίας με τη συνέχιση οικονομικών κυρώσεων εναντίον της, αν και μέχρι τώρα αυτές δεν δείχνουν να έχουν τα αποτελέσματα που θα ήθελαν στην οικονομία της Ρωσίας.

Ταυτόχρονα αυξάνουν διαρκώς τους στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους για τη στήριξη του Ζελένσκυ. 8 δισ.€ είναι, ήδη, η συνολική αμερικάνικη ενίσχυσή του σε στρατιωτικό υλικό. Ας σημειωθεί πως από το Κογκρέσο των ΗΠΑ η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει περάσει έγκριση στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας ύψους 54 δισ. δολαρίων για τη στήριξη του Κιέβου στο ρωσοουκρανικό πόλεμο.

2,5 δισ.€ είναι τα κονδύλια που έχει διαθέσει για τη στρατιωτική στήριξη του Ζελένσκυ η ΕΕ, η οποία συγκρότησε, υπό την ονομασία «Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη», ένα χρηματοδοτικό ταμείο ύψους 5 δισ. ευρώ εκτός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, μέσω του οποίου παρέχεται η στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία.

ΗΠΑ και ΕΕ, δίνοντας στο ανδρείκελό τους στην Ουκρανία όλο και μεγαλύτερες ποσότητες σύγχρονων δυτικών όπλων, τροφοδοτούν τη συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνέχισης της πολεμικής σύγκρουσης η κυβέρνηση του Ζελενσκυ εμφανίζεται στην Ουκρανία με τη ρητορική ότι οι ουκρανικές δυνάμεις «σταθεροποιούν» την κατάσταση στο πεδίο της μάχης με το ρώσικο στρατό. Ωστόσο, η πραγματικότητα εξελίσσεται διαφορετικά, καθώς στην ενημέρωση που έκανε, πρόσφατα, στους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ ο ουκρανός ομόλογός τους, Ντ. Κουλέμπα, παραδέχτηκε πως η κατάσταση επί του εδάφους «συνεχίζει να είναι δραματική και χειροτερεύει ημέρα με την ημέρα».

Πιο αποκαλυπτική για το πώς εξελίσσεται η κατάσταση στην Ουκρανία είναι η απόφαση που ανακοίνωσε ο Ζελένσκυ να αποπεμφθούν ο επικεφαλής της ουκρανικής υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας, της SBU, Ιβάν Μπακάνοφ, καθώς και η Γενική Εισαγγελέας, Ιρίνα Βενεντίκτοβα, που είχε αναλάβει την άσκηση διώξεων για ρωσικά εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία. Μαζί τους εκδιώχθηκαν και άλλοι επικεφαλής της υπηρεσίας ασφάλειας σε περιφέρειες. Στους αποπεμφθέντες αποδίδονται ευθύνες για τη στάση τους απέναντι σε «μια σειρά εγκλημάτων ενάντια στα θεμέλια της εθνικής ασφάλειας του κράτους» τα οποία αφορούν «μεταφορά μυστικών πληροφοριών στον εχθρό και άλλα στοιχεία συνεργασίας με τις ρωσικές ειδικές υπηρεσίες». Ο Ζελένσκυ υποστήριξε ότι περισσότεροι από 60 υπάλληλοι στην υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας και στη Γενική Εισαγγελία εργάζονταν εναντίον του κράτους στα κατεχόμενα από τη Ρωσία εδάφη και ενημέρωσε ότι ξεκίνησαν 651 ποινικές έρευνες σε βάρος εργαζομένων σε εισαγγελικά γραφεία, υπηρεσίες προδικαστικών ερευνών και άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου για την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της συνεργασίας.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, η κυβέρνηση Ζελένσκυ αναζητά διέξοδο σε έντονες και συνεχείς εκκλήσεις προς τη Δύση να της στείλουν πιο γρήγορα, περισσότερο και πιο βαρύ και σύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό. Και εάν αυτό σε μεγάλο βαθμό γίνεται τώρα από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, το ζήτημα είναι για πόσο χρόνο και σε ποια έκταση θα συνεχισθεί αυτή η στρατιωτική υποστήριξη. Ήδη το ζήτημα έχει αρχίσει να απασχολεί τα δυτικά κέντρα και αυτό ομολογεί και η πρόσφατη δήλωση της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας ότι «η Ουκρανία μπορεί να βασίζεται πάνω μας για τη συνέχιση της στήριξής μας στο μέλλον», ωστόσο «η βοήθεια σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς δεν μπορεί να είναι απεριόριστη».

***

Η ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση για την Ουκρανία ωθώντας σε μια παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση σωρεύει τεράστιες καταστροφές στον Ουκρανικό λαό και μεγεθύνει την παγκόσμια οικονομική και ενεργειακή κρίση, η οποία πλήττει με δριμύτητα την Ευρώπη.

Για το ενδεχόμενο δραματικής έλλειψης στον ενεργειακό εφοδιασμό προειδοποίησε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) την Ευρώπη, ο οποίος καλεί σε επείγουσα και συντονισμένη δράση για «να αποτραπεί μια δυνητικά καταστροφική κρίση στον εφοδιασμό με φυσικό αέριο αυτόν τον χειμώνα, που θα προκληθεί από τη μείωση της ρωσικής τροφοδοσίας».

Μέσα σε ένα κλίμα πανικού οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σπεύδουν να αναζητήσουν άλλες πηγές ενεργειακής τροφοδοσίας και να κλείσουν συμφωνίες, χωρίς ωστόσο και με αυτό τον τρόπο να επιλύσουν το πρόβλημα γιατί όπως τόνισε ο ΙΕΑ δεν είναι αρκετές οι προμήθειες από μη ρώσικες πηγές για να καλυφτούν οι ανάγκες της Ευρώπης. Γεγονός που, όπως σημειώνει, «θα δοκιμάσει την αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών χωρών», θα εντείνει, δηλαδή, τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Οι δραματικοί αυτοί τόνοι ενισχύονται ακόμα περισσότερο και από το ότι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, πέρα από το ότι δεν επαρκούν οι εναλλακτικές προμήθειες φυσικού αερίου, εκτινάσσονται και οι τιμές του και ειδικά του LNG (προς τέρψη των αμερικάνικων εταιρειών που είναι οι μεγαλύτεροι προμηθευτές), με αποτέλεσμα να φουντώνει η ακρίβεια και η οικονομική κρίση να παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις.

Χαρακτηριστική έκφραση αυτού του κλίματος είναι η τοποθέτηση του προέδρου του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών της Γερμανίας ότι «σε περίπτωση πλήρους διακοπής της ροής αερίου, φοβάμαι “καρδιακή προσβολή” για τη γερμανική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας μας» και απαίτησε περιορισμό του δικαιώματος στην απρόσκοπτη πρόσβαση στην Ενέργεια και να χτυπηθούν «με το τσεκούρι» οι αντιδράσεις στην τοποθέτηση ανεμογεννητριών.

Αυτές οι απαιτήσεις του ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου επιδιώκεται να μετατραπούν σε πολιτική αυταρχικής επιβολής μέτρων σε όλη την ΕΕ και ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έσπευσε ήδη να δώσει το γερμανικό τόνο σε αυτήν την κατεύθυνση, δηλώνοντας: «Δεν μπορούμε πλέον να αντέξουμε εθνικά βέτο, για παράδειγμα στην εξωτερική πολιτική, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ανήκουμε σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων».