Ήταν δεδομένο ότι η πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΑΔΕΔΥ στην Καλαμάτα (19-20 Νοέμβρη) αφορούσε μια υπόθεση συνδικαλιστικού τουρισμού και ότι με βάση τις προθέσεις και τις επιδιώξεις του συνόλου σχεδόν των παρατάξεων δεν θα μπορούσε να υπάρχει καμία θετική εξέλιξη. Οι δυνάμεις της ΕΡΓΑΣ και του Εκπαιδευτικού Ομίλου, από την πρώτη στιγμή που κοινοποιήθηκε ο τόπος και κυρίως το πρόγραμμα της συνδιάσκεψης, κατήγγειλαν τις υπονομευτικές μεθοδεύσεις, στις οποίες συμφώνησαν επί της ουσίας εκτός από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις του ΚΙΝΑΛ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και της Συνδικαλιστικής Ανατροπής (διάσπαση από το χώρο του ΠΑΣΟΚ).

Διαδικασία χωρίς αποφάσεις,
εξ αρχής υπονομευμένη

Αν και η συνδιάσκεψη της Καλαμάτας είχε αρχικά περιγραφεί (4/10) ως διαδικασία που θα κατέληγε σε αποφάσεις συνολικής απόρριψης του νόμου Χατζηδάκη, τελικά όλες οι παρατάξεις της ΕΕ, εκτός των Παρεμβάσεων, συμφώνησαν σε μια διαδικασία η οποία προέβλεπε μια συζήτηση χωρίς να δίνει στο σώμα του Γενικού Συμβουλίου κανένα αποφασιστικό χαρακτήρα. Αυτό αντικειμενικά διαμόρφωνε μια διαδικασία χωρίς περιεχόμενο, η οποία ειδικά από τη δεύτερη μέρα για τους περισσότερους γρήγορα μετατράπηκε σε παραθερισμό.

Στην πραγματικότητα, η απλή «ανταλλαγή απόψεων» μεταξύ εκπροσώπων ομοσπονδιών και νομαρχιακών τμημάτων και οι νομικές αναλύσεις (από δύο δικηγόρους!) για ένα νόμο που έχει ψηφιστεί από το καλοκαίρι, που οι διατάξεις για απαγόρευση απεργιών είναι ενεργές και που σε ένα μήνα προβλέπεται η καθολική εφαρμογή του, αποτελεί από μόνη της μια διαδικασία αναβολής και υπονόμευσης κάθε αγωνιστικής δυνατότητας.

Η συνδιάσκεψη της Καλαμάτας, επί της ουσίας,αποτέλεσε έναν φερετζέ πίσω από τον οποίο οι παρατάξεις στην ΑΔΕΔΥ προσπάθησαν να κρύψουν τις πραγματικές θέσεις και διαθέσεις τους για συμμόρφωση στις βασικές πλευρές και τελικά στο περιεχόμενο ενός αντισυνδικαλιστικού εκτρώματος. Αυτό αποτυπώθηκε και σε όλες τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων, το περιεχόμενο των οποίων κρινόταν ουσιαστικά από την παράταξη από την οποία προέρχονταν και ελάχιστα από τους συνδικαλιστικούς τους χώρους.

Η ΔΑΚΕ υπήρξε ξεκάθαρη από την αρχή. Τάσσεται υπέρ του ηλεκτρονικού μητρώου (ΓΕΜΗΣΟΕ) στη λογική του ελέγχου των «χιλιάδων ανύπαρκτων μελών» που εμφανίζουν συνδικάτα ειδικά στον ιδιωτικό χώρο! Αποδέχεται έτσι τις διακηρύξεις του Χατζηδάκη περί τάξης και εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος. Θέση με την οποία φλέρταραν και οι εκπρόσωποι των αποχρώσεων της σοσιαλδημοκρατίας. Από εκεί και πέρα, υποστηρίζοντας σθεναρά τη θέση τους για εγγραφή στο μητρώο, κατέκριναν όσους εισηγούνται την απόρριψη αυτής της διάταξης ως ανεύθυνους, που οδηγούν στην κατάργηση των συνδικάτων, τη μη υπογραφή συμβάσεων κλπ.

Αντίστοιχα και στο θέμα των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, που είναι -υποτίθεται- το δεύτερο ζήτημα για το οποίο εκκρεμεί απόφαση της ΑΔΕΔΥ, με το λόγο τους περί αξιοποίησης των τεχνολογιών, η θέση τους στην πραγματικότητα είναι θέση αποδοχής μιας αντιδραστικής διάταξης.

Η ΔΗΣΥ, αν και διακηρυχτικά καταγγέλλει όλες τις διατάξεις του αντεργατικού νόμου, με καθαρό πλέον τρόπο και από θέση «ευθύνης» και αυτή κάνει καθαρό ότι θα κρατήσει στάση συμμόρφωσης. Αυτή άλλωστε ήταν η παράταξη που θεωρητικά έβαλε ζήτημα τον Οκτώβρη να μην υπάρξει απόφαση στην ΑΔΕΔΥ για αυτά τα δύο ζητήματα προκειμένου να «προετοιμαστούν». Διακριτά διαφορετική τοποθέτηση από την παράταξη της ΔΗΣΥ ήταν αυτή του Γιαννάκου από την ΠΟΕΔΗΝ, που με καθαρό τρόπο κατάγγειλε την κυβερνητική πολιτική στο μέτωπο της πανδημίας και ανακοίνωσε τη σαφή απόφαση της ομοσπονδίας να απορρίψει και να αγωνιστεί ενάντια σε όλες τις διατάξεις του νόμου «χωρίς αν» όπως χαρακτηριστικά είπε. Ήταν ο μοναδικός ομιλητής στη συνδιάσκεψη που αναφέρθηκε στο ζήτημα των 7000 απολυμένων υγειονομικών και έβαλε το ζήτημα της επαναπρόσληψής τους. Η ΠΟΕΔΗΝ ήταν η μόνη επί της ουσίας από τις μεγάλες ομοσπονδίες του δημοσίου (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΠΟΕΔΗΝ,ΠΟΕ-ΟΤΑ) που δεν πρόβαλε -σε επίπεδο απόφασης, έστω- τη γραμμή τής ανημπόριας και της συμμόρφωσης.

Η Συνδικαλιστική Ανατροπή, κυρίως μέσω του προέδρου της ΠΟΕ-ΟΤΑ, ξεκαθάρισε ότι θα προσχωρήσει στο μητρώο, αφού αν δεν το κάνει δεν θα μπορεί να υπογράψει τη συλλογική σύμβαση και όλα αυτά που εν είδει ποινών προβλέπει ο νόμος στην περίπτωση μη εφαρμογής του. Η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθώντας τις γραφειοκρατικές παρατάξεις, μπορεί λεκτικά να τάσσεται συνολικά κατά του νόμου, όμως η περιγραφή των δυσκολιών και κυρίως η άρνηση κάθε αγωνιστικής απεργιακής αναμέτρησης με την οποία πορεύτηκε όλο το φθινόπωρο δείχνουν τα όρια και τον πραγματικό ρόλο της. Κάτι άλλωστε που χαρακτηρίζει και το ΠΑΜΕ που πίσω από τους βερμπαλισμούς σταθερά επιχειρεί να κρύψει την απεργιακή σιωπή που κρατάει στην ΑΔΕΔΥ ειδικά από το καλοκαίρι και μετά.

Οι αποχρώσεις της γραφειοκρατίας
και του ρεφορμισμού
στρώνουν το έδαφος

Επί της ουσίας η συνδιάσκεψη της Καλαμάτας πιστοποίησε αυτό ακριβώς. Ότι ανεξάρτητα από την διαφορετική αφετηρία, τις προθέσεις και τις επιδιώξεις, όλες αυτές οι δυνάμεις αθροίζονται σε ένα μέτωπο που υπονομεύει τον αγώνα ενάντια στο νόμο Χατζηδάκη. Κάτι που έχει γίνει άλλωστε καθαρό ένα χρόνο τώρα που -υποτίθεται- κρίνεται η αναμέτρηση με το νόμο. Και όσο ήταν αναμενόμενο για τις επίσημες παρατάξεις του γραφειοκρατικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, άλλο τόσο δεδομένη είναι και η στάση του ΠΑΜΕ. Όλοι αυτοί μαζί φρόντισαν να μην υπάρξει κανένα απεργιακό βήμα (δεν κατέθεσαν καμία πρόταση και κανείς δεν ψήφισε τις προτάσεις που κατατέθηκαν από Παρεμβάσεις και ΜΕΤΑ) και κανένα πρόγραμμα δράσης για την ΑΔΕΔΥ στο κρίσιμο χρονικά Γενικό Συμβούλιο της 4 Οκτώβρη. Πριν ένα ακριβώς χρόνο, το πρόγραμμα δράσης της ΑΔΕΔΥ -που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την αναμέτρηση με την πολιτική του ζόφου και των απαγορεύσεων- έγινε γρήγορα βαρίδι για όλες αυτές τις παρατάξεις που βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να μην θέλουν να εφαρμόσουν αυτό που ψήφισαν. Και σίγουρα ήταν μια απόφαση που εξέθεσε ανεπανόρθωτα και το ΠΑΜΕ, όσο και αν προσπάθησε να κρύψει τη γραμμή της συμμόρφωσης πίσω από τις φιέστες του. Για αυτό και φέτος δεν έχει υπάρξει καμία απόφαση της ΑΔΕΔΥ, με ευθύνη όλων αυτών των παρατάξεων.

Οι ίδιες δυνάμεις είναι που σέρνουν τη συνομοσπονδία από τη μια αναβολή στην άλλη. Αυτό το ρόλο άλλωστε είχε και η Καλαμάτα. Θα ήταν μια συνδιάσκεψη που θα οδηγούσε στην τελική απόφαση για το νόμο, ενάμιση μήνα μετά. Όμως λίγες μέρες πριν τη συνδιάσκεψη οι ίδιες παρατάξεις (ΔΗΣΥ, ΔΑΚΕ, ΕΕΚ-ΣΥΡΙΖΑ, Σ. Ανατροπή, ΠΑΜΕ) πήραν απόφαση στην ΕΕ, να μην υπάρξει διαδικασία απόφασης του Γενικού Συμβουλίου στην Καλαμάτα. Και στην Καλαμάτα φρόντισαν να μην υπάρξει καμία δέσμευση για επόμενο Γενικό Συμβούλιο. Πάντα στο όνομα της πρόσθεσης δυνάμεων, όπως λέει και το ΠΑΜΕ. Πρόσθεση δυνάμεων όμως στη γραμμή της προσαρμογής και της υποταγής στο νέο νόμο.

Οι ίδιες δυνάμεις άλλωστε (με 16 στις 17 ψήφους στην ΕΕ) άλλαζαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το πρόγραμμα, στο οποίο αυτές είχαν συμφωνήσει. Χαρακτηριστική η ομοφωνία τους και στην απόφαση (Σάββατο 20/11 στις 2:20 μ.μ.) να μην υπάρξουν τοποθετήσεις από τους γενικούς συμβούλους, αν και αρχικά προβλεπόταν στη διαδικασία.

Από τις τοποθετήσεις όλων έγινε καθαρό ότι μοναδικό απεργιακό βήμα θα είναι αυτό για τον προϋπολογισμό το Δεκέμβρη, που θα έχει και το χαρακτήρα της αναμέτρησης με το νόμο Χατζηδάκη -υποτίθεται. Πρόκειται για μια απόφαση στην οποία με υπόγειες διεργασίες έχουν συμφωνήσει όλοι από τον Οκτώβρη. Όμως ήταν μια απόφαση υπονόμευσης των διαθέσεων και των δυνατοτήτων του συνδικαλιστικού κινήματος, δεδομένης της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί μέσα στον Οκτώβρη (αγώνας για αξιολόγηση στην εκπαίδευση, αναστολές κλπ). Με την άρνησή τους να προσδιορίσουν ημερομηνία για το επόμενο ΓΣ, ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι για μια ακόμη φορά οδηγούν τα πράγματα σε νέες αναβολές και «ροκάνισμα χρόνου».

Αυτές οι δυνάμεις, με την πολιτική των αναβολών και της αδράνειας, στρώνουν το έδαφος ώστε από τον Γενάρη και κάτω από τις κυβερνητικές πιέσεις να ξεκινήσει η εγγραφή πρωτοβάθμιων στο ΓΕΜΗΣΟΕ και μετά να βρεθούν όλοι προ τετελεσμένων. Αυτό είναι το περιεχόμενο της πολιτικής τους. Και αυτό αποτυπώθηκε και στην Καλαμάτα.

Επιχειρούν να εγκαινιάσουν
«συνδικαλισμό
μόνο για εμβολιασμένους»

Ξεχωριστή στιγμή στον κατήφορο της ΑΔΕΔΥ υπήρξε η απόφαση της ΕΕ για αποκλεισμό των ανεμβολίαστων από τη συνδιάσκεψη. Είχε προηγηθεί παρόμοια προσπάθεια στις 4 Οκτώβρη, που όμως με απόφαση του Γενικού Συμβουλίου αναιρέθηκε και καθορίστηκε ότι οι σύμβουλοι μπορούν να συμμετέχουν με πιστοποιητικό εμβολιασμού ή ράπιντ. Όμως η ΕΕ της ΑΔΕΔΥ επανήλθε με ψήφους των ΔΗΣΥ, Συνδικαλιστική Ανατροπή και ΔΑΚΕ και τη σιωπηρή ανοχή των υπολοίπων.

Από την πρώτη στιγμή η τοποθέτηση της ΕΡΓΑΣ και στα πλαίσια των Παρεμβάσεων και προς το Γενικό Συμβούλιο και τις παρατάξεις της ΑΔΕΔΥ ήταν καθαρή. Κόντρα στη σιωπή και τα μισόλογα η ΕΡΓΑΣ κατήγγειλε μια άθλια απόφαση «… που μετατρέπει το συνδικαλιστικό κίνημα σε εξάρτημα της κυβερνητικής πολιτικής. Είναι επί της ουσίας μια απόφαση στοιχισμένη με την κυβερνητική εργαλειοποίηση του εμβολίου που από ένα βασικό όπλο αντιμετώπισης της πανδημίας επιχειρεί να το μετατρέψει σε αντικείμενο εκβιασμών και ποινών για την απρόσκοπτη επιβολή της πολιτικής της. Σε μια κρίσιμη φάση που η κυβέρνηση υπονομεύει και κατεδαφίζει το ΕΣΥ και που μέσω της υποχρεωτικότητας επιχειρεί τη στοχοποίηση των ανεμβολίαστων ώστε να μεταθέσει τις εγκληματικές της ευθύνες για τα όσα συμβαίνουν, η ΑΔΕΔΥ γίνεται συμπλήρωμα στο αντιδραστικό κυβερνητικό αφήγημα. Πρόκειται για έναν αποκλεισμό που διχάζει και «τιμωρεί», χωρίς σε καμία περίπτωση να έχει το όποιο υγειονομικό περιεχόμενο για την «ασφάλεια της αίθουσας», αφού είναι δεδομένο πλέον ότι και οι εμβολιασμένοι μπορούν να μεταδίδουν τον ιό. Όποιον πραγματικά τον ενδιαφέρει η ασφάλεια της αίθουσας το μόνο που έχει να κάνει είναι να εξασφαλίσει τον διαγνωστικό έλεγχο για όλους τους συμμετέχοντες, εμβολιασμένους και μη. Όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται να αναμετρηθεί με την πολιτική της στοχοποίησης και του διχασμού και να παλέψει ενάντια στην εγκληματική κυβερνητική πολιτική και τις ευθύνες της δεν έχει δικαίωμα να παίρνει τέτοιες αποφάσεις.
Αποτελεί τεράστιο ζήτημα το γεγονός ότι η ΑΔΕΔΥ επιχειρεί να εγκαινιάσει -εφαρμόζοντας για πρώτη φόρα διχαστικές διατάξεις- και στο συνδικαλιστικό κίνημα την πολύ επικίνδυνη αντίληψη ότι και σε αυτό λόγο και θέση θα έχουν μόνο οι εμβολιασμένοι. Οφείλουν τώρα όλες οι παρατάξεις να πάρουν θέση για αυτό το πολύ σοβαρό ζήτημα».

Ακολούθησαν μεθοδεύσεις της ΑΔΕΔΥ προκειμένου να μην γίνει εφικτή η συμμετοχή των ανεμβολίαστων στη συνδιάσκεψη. Υπήρξε και πάλι παρέμβαση της ΕΡΓΑΣ προς το ΓΣ και τελικά η προσπάθεια αποκλεισμού έσπασε στην πράξη. Απέναντι σε όλα αυτά κατά την έναρξη της συνδιάσκεψης καθαρή θέση κατά του αποκλεισμού πήραν οι Παρεμβάσεις και το ΜΕΤΑ, ενώ και το ΠΑΜΕ αναγκάστηκε να ψελίσει ότι οι ανεμβολίαστοι πρέπει να συμμετέχουν με rapid, αν και διευκρίνισε ότι «έχουμε πιο σοβαρά θέματα να συζητήσουμε». Οι ανεμβολίαστοι τελικά πήραν μέρος στις διαδικασίες κανονικά.

Αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα για όλο το συνδικαλιστικό κίνημα να μην περάσουν πουθενά οι αντιλήψεις που αναπαράγουν το κυβερνητικό αφήγημα και οδηγούν σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Οι βασικές δυνάμεις στην ΑΔΕΔΥ και το συνδικαλιστικό κίνημα έχουν κηρύξει την υποχώρηση και την υποταγή. Το επό­μενο διάστημα πρέπει οι αγωνιστικές δυνάμεις στο σ.κ. να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να αναπτυχθούν οι αναγκαίοι απεργιακοί αγώνες ενάντια σε έναν νόμο που επιχειρεί να κηρύξει το τέλος των συνδικάτων.