Τίποτα δεν προδιαγράφει το τέλος της εσωτερικής κρίσης η οποία έχει ξεσπάσει εδώ και μήνες στο ΣΥΡΙΖΑ. Όλο αυτό το διάστημα ο «αλεξιπτωτιστής» Κασσελάκης επιδίδεται σε άσφαιρες αντιπολιτευτικές δηλώσεις στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (και όχι μόνο), υψώνοντας επικοινωνιακά τους τόνους απέναντι στο «σύστημα Μητσοτάκη». Η επιλογή του να προσωποποιεί την πολιτική αντιπαράθεση, στοχο­ποιώντας το Μητσοτάκη και όχι τη ΝΔ ως κυβερνητικό κόμμα, δεν είναι τυχαία. Αποτελεί συνέχεια της γραμμής που εγκαινίασε ο Τσίπρας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης την προηγούμενη περίοδο 2019 – 2023. Μιας γραμμής που συνειδητά χαμηλώνει τον πήχη της αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, για να συγκαλύψει τη σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα βασικά ζητήματα, όπως άλλωστε απέδειξε η εμπειρία της προηγούμενης τετραετίας.

Στην ίδια λοιπόν γραμμή ο Κασσελάκης, διδαγμένος από τον Τσίπρα και πασχίζοντας να πείσει πως μπορεί «να νικήσει το Μητσοτάκη» (βλ. παλιότερες δηλώσεις του), συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Αυτή τη φορά η τακτική που επιλέγει έχει και μια ακόμα διάσταση, πέραν της συγκάλυψης της πολιτικής σύμπλευσης του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ σε βασικά ζητήματα. Αποτελεί και την αγωνιώδη προσπάθεια του αρχηγού του κόμματος της ξεπουπουλιασμένης αξιωματικής αντιπολίτευσης να προχωρήσει συνολικά στο μετασχηματισμό του κόμματος σε ένα καθαρόαιμο αρχηγικό κόμμα, που ακόμα και τα συλλογικά του όργανα θα αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία.

Μάλιστα, η πρόσφατη πρόσκληση του Κασσελάκη να συγκαλέσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στις Σπέτσες, στην εξοχική του κατοικία και με όλα τα έξοδα πληρωμένα, δεν δείχνει τη γενναιοδωρία του αρχηγού του κόμματος, ούτε αποτελεί κάποια πρωτότυπη ιδέα. Αντίθετα είναι μια ακόμα επιβεβαίωση του μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό κόμμα, με τον Κασσελάκη σε ρόλο ηγεμόνα και τα συλλογικά όργανα ως γλάστρες που συμπληρώνουν το κάδρο.

Η ηχηρή απουσία του Τσίπρα από τη συνεδρίαση αυτή, καθώς και άλλων στελεχών, δείχνει τη δυσαρέσκεια που επικρατεί ακόμα και ανάμεσα σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επέλεξαν να παραμείνουν στο κόμμα και να μην αποχωρήσουν τις προηγούμενες εβδομάδες. Μπορεί ο Τσίπρας να μην έχει την υποχρέωση να παραβρεθεί, ως πρώην πρωθυπουργός, η επιλογή του όμως αποτελεί μήνυμα αποδοκιμασίας προς τη νέα ηγεσία. Πέρα από τις φαιδρές δικαιολογίες τής Τομεάρχη Πολιτισμού Κυρ. Μάλαμα πως «την πειράζει το καράβι» -που στερούνται σοβαρότητας-, ένα ακόμα κεντρικό στέλεχος, ο Τεμπονέρας, επιλέγει όχι απλώς να μην παραβρεθεί στην «ομάδα εργασίας» αλλά αντίθετα προαναγγέλλει και τη δημιουργία νέας εσωκομματικής πλατφόρμας, καυτηριάζοντας τους ηγεμονισμούς που επικρατούν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό επεισόδιο του αλαλούμ της κασσελακικής ηγεσίας ήταν η «αποκάλυψη» από την πλευρά της ότι ο Μητσοτάκης πρότεινε στον Κασσελάκη να τον κάνει υπουργό στην κυβέρνηση της Δεξιάς το 2019, λες και αν κάτι τέτοιο είχε γίνει, πράγμα πολύ πιθανό, αυτό θα έθιγε σε κάτι το Μητσοτάκη και όχι τον Κασσελάκη που του προτάθηκε να γίνει υπουργός της Δεξιάς.

Ενδεικτικό των όλο και πιο δεξιών αντιλήψεων που επικρατούν στο εσωτερικό του είναι η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση των Ζαχαριάδη, Θεοχαρόπουλου και Ραγκούση με την πρότασή τους να αποχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ από την ευρω-ομάδα της αριστεράς και να προσχωρήσει στην ευρω-ομάδα των σοσιαλιστών (σοσιαλδημοκρατία). Μια κίνηση που προκαλεί νέους κλυδωνισμούς, αφού αμφισβητεί ακόμα και τις ψηφισμένες αποφάσεις του κόμματος, υποχρεώνοντας παράλληλα τον Αρβανίτη, προς ώρας ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, να δηλώνει ούτε λίγο – ούτε πολύ και με νόημα πως μια αλλαγή πλεύσης θα τον οδηγούσε να γίνει ένα «απλό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ». Από μια άποψη όμως η πρόταση των Ζαχαριάδη – Θεοχαρόπουλου – Ραγκούση είναι πιο συνεπής και πιο κοντά στην σοσιαλδημοκρατική πολιτική που έχει χαράξει από καιρό ο ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά απέχει πολύ από μια αριστερή πολιτική σαν αυτή που υποτίθεται πως υπερασπίζεται ο Αρβανίτης, ο οποίος δηλώνει «αριστερός». Όπως όμως έχουμε πολλές φορές υπογραμμίσει, η Αριστερά δεν υπογράφει μνημόνια, δεν υποκλίνεται στον ιμπεριαλισμό και στην ντόπια ολιγαρχία, ούτε και ψηφίζει αντιλαϊκούς νόμους τον ένα μετά τον άλλο.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ξεδοντιασμένη και ανίκανη να αρθρώσει ένα πειστικό αντιπολιτευτικό λόγο απέναντι στην κυβερνητική πολιτική που γιγαντώνει την ακρίβεια, που σπέρνει σαρωτική φτώχεια και εξαθλίωση, εκτιμά ότι έχει μπροστά της μια «χρυσή» ευκαιρία να δραπετεύσει από το αδιέξοδο και να αλλάξει την πολιτική ατζέντα με αφορμή την πρόταση νόμου για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών που προτίθεται να φέρει για ψήφιση η ΝΔ.

Όσο κι αν το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί ένα ευαίσθητο και σύνθετο κοινωνικό ζήτημα, εντούτοις δεν είναι το κύριο αυτή τη στιγμή πρόβλημα που απασχολεί την κοινωνία και ιδιαίτερα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Η σαρωτική ακρίβεια και η διαρκής και βίαιη λεηλασία του εισοδήματος των εργατολαϊκών στρωμάτων από τις απανωτές ανατιμήσεις σε όλα τα είδη ευρείας κατανάλωσης αποτελούν το πιο καυτό πρόβλημα τούτη τη στιγμή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που αποδεικνύεται απολύτως ανίκανος αντιπαρατεθεί με την κυβέρνηση της ΝΔ στο ζήτημα της ακρίβειας, επιχειρεί να δραπετεύσει, αναδεικνύοντας ως κύριο το ζήτημα του γάμου και της τεκνοθεσίας θεωρώντας ότι έτσι μπορεί να στριμώξει την ΝΔ η οποία αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα και απειλείται η κοινοβουλευτική συνοχή και πειθαρχία. Όμως με τον τρόπο αυτό συνειδητά γίνεται ουρά της κυβέρνησης και την ίδια στιγμή κρύβεται πίσω από την τεκνοθεσία για να μην αποκαλυφθεί η γύμνια του απέναντι στην καυτή πατάτα της καλπάζουσας ακρίβειας.

Αλλά και στο ζήτημα της καταστρατήγησης του άρθρου 16 και της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, που φέρνει ετσιθελικά η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρύψει τη διγλωσσία και την ταύτιση, τουλάχιστον ενός τμήματός του, με την κυβερνητική πολιτική. Αρκεί να θυμηθούμε ότι σε ανύποπτο χρόνο ο Κασσελάκης, που σήμερα παρουσιάζεται ως υπέρμαχος των Δημόσιων ΑΕΙ, είχε εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της δημιουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων, όπως επίσης και της μείωσης των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Μπροστά στη νέα νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης προσπαθεί τώρα να ανασκευάσει, αλλά την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται διχασμένος, αφού ένα τμήμα του στέκεται θετικά στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.

Γίνεται φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει το χάσμα που τον χωρίζει από τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν τις πλατιές λαϊκές μάζες, βυθίζεται στο τέλμα των αδιεξόδων του, πληρώνει ακόμα ακριβά το τίμημα της πολιτικής που υπηρέτησε. Αν συνεχίσει έτσι αυτή την κατηφορική πορεία χωρίς φρένα, είναι αμφίβολο το μέλλον του και σίγουρα η θέση του ως αξιωματική αντιπολίτευση.