Η μετάβαση από την περίοδο της καραντίνας στη φάση της σταδιακής χαλάρωσης των μέτρων, έπειτα από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης, βρίσκει το ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ δυσμενή θέση ανήμπορο να στοιχειοθετήσει αντιπολιτευτικό λόγο, παραχωρώντας έτσι την πρωτοβουλία των κινήσεων στη ΝΔ. Η σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα της γραμμής την οποία χάραξε όλη την προηγούμενη περίοδο, η οποία τον έφερε ουσιαστικά στα απόνερα της πολιτικής της ΝΔ. Μιας πολιτικής που η αφετηρία της βρίσκεται πίσω στην περίοδο ακόμα της όξυνσης του προσφυγικού ζητήματος και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ήταν τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε πολύτιμα στηρίγματα στην κυβέρνηση με τις αλησμόνητες δηλώσεις του Τσίπρα, πως και οι ίδιοι ως κυβέρνηση «είχαν κλείσει τα σύνορα χωρίς τυμπανοκρουσίες και επικοινωνιακές πομφόλυγες», αναφερόμενος στην προσφυγική κρίση στον Έβρο, εγκαινιάζοντας έτσι μαζί με τη ΝΔ τη γραμμή της «εθνικής ενότητας».
Μπροστά στην υγειονομική κρίση ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή το σύνολο των μέτρων που συνόδευσαν την καραντίνα, καθώς και όλες τις επιλογές και αποφάσεις της κυβέρνησης. Πρώτος στοιχήθηκε πίσω από το κυβερνητικό άρμα της ΝΔ, μαζί με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα, υιοθετώντας τη γραμμή της εθνικής ομοψυχίας που χάραξε ο Μητσοτάκης απέναντι στον «αόρατο εχθρό». Όχι μόνο ευθυγραμμίστηκε με τη ΝΔ στην κολυμπήθρα της εθνικής ενότητας, αλλά δεν τόλμησε να πει κουβέντα για το σύνολο των πρωτόγνωρων κατασταλτικών μέτρων, της αστυνομοκρατίας που εξαπέλυσε η ΝΔ. Ούτε βέβαια στην πραγματικότητα είπε λέξη για τις απανωτές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που υπέγραψε η κυβέρνηση, μετατρέποντας σε κουρελόχαρτο κάθε κοινοβουλευτική διαδικασία. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκε μόλις πρόσφατα, μπροστά στην ψήφιση του αντιπεριβαλλοντικού νομοσχεδίου, να πει κάτι στην κυβέρνηση, η οποία επιλέγει να ευτελίσει την κοινοβουλευτική διαδικασία, φέρνοντας προς ψήφιση ένα νόμο με την μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών να είναι απόντες.

Σε όλη αυτή την περίοδο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντιπολιτεύτηκε την κυβέρνηση πάνω σε τρεις βασικούς άξονες. Διαμαρτυρήθηκε προς την κυβέρνηση γιατί αυτή δεν προχώρησε στο κλείσιμο των εκκλησιών νωρίτερα. Άσκησε κριτική για την περίφημη τηλεκατάρτιση των επιστημόνων και το φιάσκο που τη συνόδευσε. Μάλιστα το επίδικο της αντιπαράθεσης σύμφωνα με τον Παππά ήταν οι μεσάζοντες των ΚΕΚ. Σημείωσε χαρακτηριστικά ο Παππάς πως «η διαμεσολάβηση των ΚΕΚ για να ενισχυθούν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν ήταν αναγκαία» για να καταλήξει πως «θα μπορούσαν να τους δώσουν την απευθείας ενίσχυση των 800 ευρώ, μια δαπάνη απολύτως επιλέξιμη». Κατά το ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή το φιάσκο ολκής της υποτιθέμενης τηλεκατάρτισης και οι εξευτελιστικές διαδικασίες που ανέχθηκαν οι χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι των επιστημονικών κλάδων ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στη νέα φάση της σταδιακής άρσης των μέτρων της καραντίνας άσκησε κριτική στην κυβέρνηση για το άνοιγμα των σχολείων. Ο μεν Τσίπρας εγκάλεσε το Μητσοτάκη από το βήμα της Βουλής για την απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία λέγοντας χαρακτηριστικά πως «είναι αχρείαστο ρίσκο». Ο δε Φίλης, πρώην υπουργός Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, με ακόμα πιο δραματικό ύφος καλούσε την κυβέρνηση να μην ανοίξει τα σχολεία διότι «δεν υπάρχει κανένας λόγος να κινδυνεύσουμε να χάσουμε όσα πετύχαμε ως κοινωνία τους τελευταίους δύο μήνες».

Τόσο στο κλείσιμο των εκκλησιών όσο και των λοιπών λατρευτικών χώρων η ΝΔ όχι μόνο δεν συνάντησε εμπόδια, αλλά η συνεργασία με το ιερατείο και οι -κοινή συναινέσει- αποφάσεις την πριμοδότησαν προπαγανδιστικά. Το ίδιο συνέβη και με το επίδομα στους επιστημονικούς κλάδους. Εκεί η κυβέρνηση διαχειρίστηκε και ξεπέρασε το φιάσκο της τηλεκατάρτισης, δίνοντας χωρίς όρους και προϋποθέσεις το επίδομα. Και στις δύο περιπτώσεις ο τρόπος που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί φαίνεται πως δεν δυσκόλεψε ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Αντίθετα, έδωσε χώρο στη ΝΔ για να ελιχθεί τακτικά, να αξιοποιήσει τους ελιγμούς αυτούς και την αναδίπλωσή της επικοινωνιακά, κερδίζοντας πόντους, και να υπερκεράσει τελικά το ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και με το ζήτημα του ανοίγματος των σχολείων, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται πρακτικά σε υποστηρικτή των μέτρων της κυβερνητικής καραντίνας, υποστηρίζοντας τη διαιώνιση του λουκέτου στα σχολεία. Για να ισχυροποιήσει την κριτική του καταφεύγει στην υιοθέτηση ακραίων σεναρίων τρόμου, μια γνώριμη παραλλαγή της κυβερνητικής εκστρατείας για το μαζικό εκφοβισμό της κοινωνίας, παρουσιάζοντας ξένα δημοσιεύματα τα οποία χρεώνουν στα σχολεία «το ένα τρίτο από τα πιθανά νέα κρούσματα που θα προέκυπταν σε περίπτωση που επανερχόταν σε απόλυτα κανονικούς ρυθμούς η ζωή». Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της ΝΔ, αλλά επιπλέον γίνεται κήρυκας του φόβου πολλαπλασιάζοντας τις υπαρκτές αγωνίες χιλιάδων εκπαιδευτικών, γονιών και μαθητών, ποντάροντας πως έτσι θα ψαλιδίσει τη ΝΔ.

Και ενώ περνάμε στη δεύτερη φάση, όλα τα σενάρια των διεθνών και ντόπιων οικονομικών επιτελείων συγκλίνουν σε μια νέα πρωτοφανή οικονομική κρίση που θα πέσει στις πλάτες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά και εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω από τα σχέδια της ΝΔ. Ιδού πώς συνοψίζει τις δημιουργικές προτάσεις του προς την κυβέρνηση: «H ελληνική οικονομία έχει ανάγκη μία δημόσια παρέμβαση της κλίμακας των 26 δισ. ευρώ με ορίζοντα εξαμήνου». Οι «κοστολογημένες» προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζονται σχεδόν πλήρως με τα νέα μέτρα από τις πρόσφατες εξαγγελίες του Σταϊκούρα, ο οποίος υποσχέθηκε κρατικές ενισχύσεις σχεδόν του ίδιου ύψους (24 δισ. ευρώ) για τους επόμενους τρεις μήνες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για δεύτερη φορά ξεπλένει με τη γραμμή του τη ΝΔ. Πρώτη φορά, όταν ως κυβέρνηση δικαίωσε την μνημονιακή πολιτική της ΝΔ φουσκώνοντας τα πανιά της Δεξιάς. Τώρα, παριστάνοντας την αντιπολίτευση και στο έδαφος της υγειονομικής κρίσης μετατρέπεται στο αναγκαίο και χρήσιμο συμπλήρωμα της κυβερνητικής πολιτικής πληρώνοντας το τίμημα του δόγματος της «εθνικής ενότητας». Πρόκειται για μια πολιτική που δεν μπορεί να συγκαλύψει τα εσωτερικά προβλήματα που γεννιούνται και επιχειρεί να εγκλωβίσει στα γνωστά αδιέξοδα τις αγωνίες των λαϊκών στρωμάτων τόσο για την υγειονομική όσο και για την βαθιά οικονομική κρίση που φαίνεται στον ορίζοντα.