«Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα, τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι, αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο».

Αυτά είπε σε συνέντευξή του ο κεντρικός μας τραπεζίτης προκαταλαμβάνοντας τις προγραμματικές εξαγγελίες των κομμάτων και δη της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς λίγες μόνο μέρες πριν τις εκλογές στις 21 Μαΐου. Και φυσικά δεν έμεινε μόνο εκεί. Σε ομιλία του στις 15 Μάη σε διοργάνωση φόρουμ από ινστιτούτο ελεγκτών ανέφερε πως «πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης (α) το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα…».

Από τη μία λοιπόν συντάχτηκε με τον στόχο Μητσοτάκη για την κατάκτηση της περιβόητης επενδυτικής βαθμίδας, από την άλλη έθεσε για όλα τα κόμματα τον στόχο της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2%, αυτά που συνηθίσαμε να ονομάζουμε και που είναι στην πραγματικότητα ματωμένα πλεονάσματα.
Κατά την ημέρα των εκλογών με άρθρο του στην έγκριτη εφημερίδα της αστικής τάξης, την Καθημερινή, αναφέρθηκε σχεδόν σε όλους τους παράγοντες που αφορούν την οικονομική πορεία της χώρας, τονίζοντας πως η θετική πορεία κατά την γνώμη του «…είναι το αποτέλεσμα της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής, της ριζικής αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, των εκτεταμένων και δύσκολων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, στο ασφαλιστικό σύστημα, στο φορολογικό σύστημα, καθώς και της εκτεταμένης αναδιάρθρωσης και κεφαλαιακής ενίσχυσης του τραπεζικού τομέα…», όπως έγραψε χαρακτηριστικά.

Έχουμε λοιπόν τον κεντρικό τραπεζίτη να προαναγγέλλει το πώς θα κινηθούν και ποια πλαίσια θα έχουν στις επιλογές τους τα επιτελεία των οικονομικών αποφάσεων ανεξάρτητα από ποια κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί την πολιτική εξουσία, ως κανονικός «μέντορας» του κάθε Σταϊκούρα ή Τσακαλώτου ή οιουδήποτε άλλου.

Ενώ ο διαβόητος δημοσιονομικός χώρος έχει δυσκολίες σε ό,τι αφορά μισθούς, συντάξεις, παροχές στην ασφάλιση, υγεία, παιδεία, κόκκινα δάνεια, στέγαση και άλλες κοινωνικές κατακτήσεις, έχει εξαιρετική ευκολία να καταβάλλει δαπάνες για εξοπλισμούς – νατοϊκούς φυσικά εφόσον βρισκόμαστε στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» -, να επιδίδεται για χρόνια σε φοροαπαλλαγές, μειώσεις φόρου μερισμάτων, εθελοντική φορολογική επιβάρυνση εφοπλιστών, επιδότηση εργοδοτικών εισφορών, χορηγήσεις σε τράπεζες με εγγύηση του δημοσίου (ανακεφαλαιοποίηση την ονομάζουν), αποζημιώσεις σε ιδιώτες κλινικάρχες, επενδυτές οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, αεροδρομίων, λιμανιών, πετσοταϊσμένους ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, για να καταγράψουμε ελάχιστα από όσα έχει ο ντορβάς.
Ήδη, παράλληλα και μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, η Κομισιόν της ΕΕ ζήτησε την κατάργηση των έκτακτων ενισχύσεων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Στοιχηματίζουμε το τι θα γίνει;