Στα τέλη του Ιουνίου θα πραγματοποιηθούν οι σύνοδοι κορυφής του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των G7. Οι σύνοδοι αυτές πραγματοποιούνται μέσα σε ένα εκρηκτικό διεθνές περιβάλλον. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος, που εξαπέλυσε η Ρωσία ενάντια στην Ουκρανία και διανύει ήδη τον τέταρτο μήνα του, έχει από τη μία οδηγήσει σε σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις και από την άλλη έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να εκδηλώνονται πριν από την αρχή του πολέμου και που φέρνουν πιο κοντά την απειλή μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ενός νέου κύκλου ύφεσης που θα ξεσπάσει με ιδιαίτερη σφοδρότητα πάνω στους λαούς.

Στις 29-30 Ιουνίου πραγματοποιείται στη Μαδρίτη η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία θα αποφασίσει τη λεγόμενη νέα «Στρατηγική Αντίληψη» του δυτικού ιμπεριαλισμού. Όπως δήλωσε ο Στόλντενμπεργκ σε προπαρασκευαστική συνάντηση εφτά Ευρωπαίων ηγετών στη Χάγη (Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Πολωνία, Λετονία) η επικείμενη σύνοδος κορυφής θα είναι «…ιστορική και μεταμορφωτική», καθώς οι ηγέτες των χωρών του ΝΑΤΟ θα συζητήσουν και θα πάρουν αποφάσεις πάνω σε μια «πιο εύρωστη και ετοιμοπόλεμη εμπροσθοβαρή παρουσία, ακόμη υψηλότερη ετοιμότητα και περισσότερο προ-τοποθετημένο εξοπλισμό και προμήθειες». Σε μια άλλη συνάντηση εννέα χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στο Βουκουρέστι (Βουλγαρία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχία, Ρουμανία και Σλοβακία) που πραγματοποιήθηκε στις 12 Ιουνίου, οι ηγέτες των χωρών αυτών ζήτησαν -ενόψει της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ- την περαιτέρω ενίσχυση της ανατολικής του πτέρυγας.

Στην πραγματικότητα, τα κείμενα και οι διακηρύξεις, που προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις ενόψει της συνόδου, αποτυπώνουν την ακόμα μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ήδη από την αρχή του πολέμου δεκάδες χιλιάδες νατοϊκού στρατού έχουν σταλεί στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και η νέα σύνοδος κορυφής πρόκειται να αποφασίσει την ακόμα μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση της περιοχής, παράλληλα με την αύξηση των εξοπλισμών. Πρόκειται για πολύ επικίνδυνες εξελίξεις που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο παροξυσμό τις ήδη οξυμένες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ δυτικού και ρωσικού ιμπεριαλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ρωσία δεν άφησε ανα­πάντητο το αίτημα των εννέα χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης για επιπλέον στρατιωτική ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Όπως επισήμανε στέλεχος του υπουργείου εξωτερικών της Ρωσίας, η Μόσχα θα απαντήσει κατάλληλα σε αύξηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Πολωνία διαμηνύοντας πως «Μια απάντηση, όπως πάντα, θα είναι αναλογική και κατάλληλη, με στόχο την εξουδετέρωση δυνητικών απειλών στην ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας».

Οι μεγάλες γεωπολιτικές ανακατατάξεις αποτυπώνονται ταυτόχρονα και στο ζήτημα της Φινλανδίας και Σουηδίας που έχουν υποβάλει αίτημα ένταξης στο ΝΑΤΟ ύστερα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ενόψει της συνόδου εντείνονται οι διαβουλεύσεις προκειμένου να καμφθεί η αρνητική στάση της Τουρκίας. Η τελευταία κατηγορεί τις δύο χώρες ότι φιλοξενούν μέλη του PKK στο έδαφός τους και παζαρεύει ζητώντας ανταλλάγματα, προκειμένου να μην θέσει βέτο στη διαδικασία ένταξής τους στο ΝΑΤΟ. Ο ίδιος ο Στόλντενμπεργκ χαρακτήρισε τις «ανησυχίες» της Τουρκίας ως «θεμιτές». Είναι φανερό ότι μπροστά στο ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ γίνονται κρυφά και φανερά παζάρια προκειμένου να προωθηθούν οι στόχοι των αμερικανονατοϊκών και να μπουν στο νατοϊκό μαντρί οι δύο σκανδιναβικές χώρες. Ποιο είναι το σύνολο των ανταλλαγμάτων που ζητάει η τουρκική πλευρά είναι κάτι που μένει να φανεί. Από την άλλη, μια πιθανή ένταξη της Σουηδίας και ιδιαίτερα της Φινλανδίας, η οποία έχει 1300 χιλιόμετρα συνοριογραμμή με τη Ρωσία, θα οξύνει ακόμα περισσότερο της αντιθέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ από τη μια και Ρωσία από την άλλη.

Ταυτόχρονα, στη νέα «Στρατηγική Αντίληψη» του ΝΑΤΟ που θα προκύψει αναμένεται να αποτυπωθεί και η θέση της περυσινής συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ για την Κίνα, η οποία κατέληγε πως η χώρα αυτή αποτελεί πρόκληση για την παγκόσμια ασφά­λεια. Άλλωστε, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Κίνα αποτελεί για τις ΗΠΑ τον βασικό στρατηγικό αντίπαλο που έρχεται μετά από δεκαετίες να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία τους και αυτό δεν είναι διατεθειμένες να το επιτρέψουν να συμβεί αναίμακτα.

***

Πριν από τη σύνοδο του ΝΑΤΟ θα πραγματοποιηθεί στις 23-24 Ιουνίου η σύνοδος κορυφής της ΕΕ. Στο επίκεντρο της συζήτησης θα βρεθεί το αίτημα της Ουκρανίας για ένταξη στην ΕΕ και το αν και κατά πόσο θα λάβει το χαρακτηρισμό «υποψήφια προς ένταξη χώρα». Η Ουκρανία κατάθεσε το αίτημα για ένταξη στην ΕΕ μετά τη ρωσική εισβολή και ταυτόχρονα με τη Μολδαβία και τη Γεωργία. Ως εκ τούτου τα ζητήματα διεύρυνσης της ΕΕ θα βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της συνόδου. Είναι όμως φανερό ότι ενταξιακές διαδικασίες προσκρούουν στις αντιρρήσεις μιας σειράς χωρών. Ειδικά στην περίπτωση της Ουκρανίας, προβληματισμούς εκφράζουν και μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, όπως η ιμπεριαλιστική Γαλλία. Οι ενστάσεις αυτές εδράζονται και στον αντίκτυπο που έχει ο πόλεμος στην ίδια την ΕΕ. Αρχικά φάνηκε να ενισχύονται οι δεσμοί ΗΠΑ-ΕΕ και να εμφανίζονται ενωμένες απέναντι στη Ρωσία. Στη συνέχεια, τα απανωτά πακέτα κυρώσεων -που πριν παρουσιάζονταν από τους Ευρωπαίους ως το μεγάλο τους όπλο απέναντι στη ρωσική εισβολή- τώρα γυρίζουν μπούμερανγκ και έχουν σοβαρές οικονομικές και ενεργειακές επιπτώσεις στην ίδια την Ευρώπη. Αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της ΕΕ εκδηλώνονται πλέον αντιθέσεις ανάμεσα στις χώρες της, όπως φάνηκε και με την περίπτωση του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο που συζητήθηκε στην προηγούμενη έκτακτη σύνοδο κορυφής πριν λίγες εβδομάδες. Δηλωτικό των αντιθέσεων που υπάρχουν στην ΕΕ είναι και το γεγονός ότι στη σύνοδο κορυφής του Ιούνη θα συζητηθεί και το ζήτημα της άρσης της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων.

***

Ύστερα από σχεδόν τέσσερις μήνες πολέμου, ο δυτικός ιμπεριαλισμός δεν είναι τόσο ενωμένος όσο αρχικά εμφανιζόταν. Η μεγαλύτερη παράταση του πολέμου στην Ουκρανία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ΕΕ και όχι μόνο. Οι ενεργειακές και οικονομικές επιπτώσεις μοιάζουν με βόμβα έτοιμη να εκραγεί στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, η οποία κινδυνεύει να οδηγηθεί σε ένα νέο κύκλο ύφεσης. Την τελευταία περίοδο οι χρηματιστηριακές αγορές βουλιάζουν, ενώ τα σύννεφα μιας νέας κρίσης χρέους σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα κάνουν την εμφάνισή τους, την ώρα που ο πληθωρισμός σε Ευρώπη και Αμερική σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση, μετά το μπλοκάρισμα των σιτηρών στα λιμάνια της Ουκρανίας στη Μαύρη θάλασσα. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις και με την Ευρώπη να πληρώνει βαρύ τίμημα για τις κυρώσεις που επέβαλε στη Ρωσία, εξαιτίας ακριβώς της μεγάλης ενεργειακής εξάρτησης που έχει από αυτήν, οι βασικές χώρες της ΕΕ, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία επιδιώκουν ένα ρωσο-ουκρανικό συμβιβασμό.

Η επίσκεψη της προηγούμενης Πέμπτης των Μακρόν, Σόλτς, Ντράγκι στο Κίεβο αυτό το χαρακτήρα έχει. Την άσκηση συντονισμένης πίεσης στην Ουκρανία για ένα επώδυνο συμβιβασμό με τη Ρωσία και το σταμάτημα του πολέμου ο οποίος όσο παρατείνεται δημιουργεί τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα στην Ευρώπη.

Και στην ίδια την Αμερική πάντως εμφανίζονται μερίδες της κυρίαρχης τάξης που θα θέλανε τον τερματισμό του πολέμου. Χαρακτηριστικές προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι δηλώσεις Κίσινγκερ, ο οποίος από το παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός δήλωσε πως ο πόλεμος χρειάζεται να τερματιστεί και «…η Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη». Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης και η τοποθέτηση Στόλντενμπεργκ ο οποίος δήλωσε ότι: «Η ειρήνη είναι δυνατή. Το μόνο ερώτημα είναι: ποιο είναι το τίμημα που οι Ουκρανοί θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για την ειρήνη; Πόση επικράτεια, πόση ανεξαρτησία, πόση κυριαρχία είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν για την ειρήνη;». Αν και το κύριο αυτή τη στιγμή είναι ότι το ΝΑΤΟ προχωράει σε μια όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση στρατού και πολεμικού εξοπλισμού στην ανατολική του πτέρυγα, οι δηλώσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την όξυνση των αντιθέσεων όχι μόνο ανάμεσα στο -μέχρι πρότινος- ενιαίο δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, αλλά και τις αντιθέσεις ανάμεσα στις μερίδες των αρχουσών τάξεων σε ΕΕ και ΗΠΑ.