Η επιλογή του Κυρ. Μητσοτάκη να είναι στο Ισραήλ το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό μετά την κρίση του κορονοϊού σηματοδοτεί το σφιχταγκάλιασμα της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης με την «κατοχική δύναμη», τον πιο πιστό χωροφύλακα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Η επίσκεψη πραγματοποιείται λίγο μετά τη συγκρότηση στο Ισραήλ ενός κυβερνητικού συνασπισμού που βασίζεται στη δέσμευση για προσάρτηση περισσοτέρων παλαιστινιακών εδαφών και σε μια περίοδο που ο Τραμπ προωθεί, στη βάση της λεγόμενης «Συμφωνίας του Αιώνα», την προσάρτηση των Παλαιστινιακών εδαφών, ξεσηκώνοντας τη δίκαιη αγανάκτηση των Παλαιστινίων. Αυτό το σχεδιασμό των Νετανιάχου – Τραμπ σιγοντάρει η κυβέρνηση της ΝΔ αγνοώντας επιδεικτικά την Παλαιστινιακή Αρχή, την οποία για πρώτη φορά Έλληνας πρωθυπουργός αποφεύγει να συναντήσει στα κατεχόμενα κατά την επίσημη επίσκεψή του.

Από την άποψη αυτή είναι προκλητική η αναφορά της Κοινής Δήλωσης στο «δικαίωμα του Ισραήλ να ζει με ασφάλεια και ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους γείτονές του, συμπεριλαμβανομένων των Παλαιστινίων. Αντιτασσόμαστε σθεναρά στις εκκλήσεις για καταστροφή του κράτους του Ισραήλ, καθώς και απόπειρες αμφισβήτησης ή υπονόμευσης του δικαιώματος του Ισραήλ στην ασφάλεια». Δηλαδή την ώρα που καταπατώνται όλες οι μέχρι σήμερα διεθνείς συμφωνίες και «οδικοί χάρτες» και σχεδιάζεται επέκταση των αποικιακών εποικισμών καταστρατηγώντας ωμά το δικαίωμα των Παλαιστινίων για λεύτερη και ανεξάρτητη πατρίδα, την ώρα που ο Παλαιστινιακός λαός φυλακίζεται κατά χιλιάδες στα φασιστικά κάτεργα και βρίσκεται απομονωμένος σε περίκλειστα γκέτο, οι δύο πρωθυπουργοί, αναστρέφοντας τους ρόλους του θύτη και του θύματος, συνυπογράφουν διακηρύξεις υπεράσπισης του δικαιώματος του σιδερόφρακτου Ισραήλ για ασφάλεια και κρατική υπόσταση. Την ώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και προηγούμενα του ΣΥΡΙΖΑ, αρνείται να υλοποιήσει την ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής για την αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους, ο Μητσοτάκης συνεχίζοντας τις διαχρονικές «παραδόσεις» των ελληνικών κυβερνήσεων πλασάρεται σαν «μεσολαβητής» στην ΕΕ, ώστε να «μετριασθούν» οι αντιδράσεις ευρωπαϊκών κέντρων στο αμερικανικό σχέδιο, που αναφέρονται ακόμα και σε κυρώσεις ενάντια στο Ισραήλ και ταυτόχρονα προβάλλει τη χώρα σαν «πύλη εισόδου (του Ισραήλ) στην ευρωπαϊκή αγορά».

Καθώς πυκνώνουν οι ενδείξεις για αναθέρμανση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, με αμερικανονατοϊκές προτροπές, ο Μητσοτάκης δεν κατάφερε να αποσπάσει μια σαφή πολιτική υποστήριξη σχετικά με τις θαλάσσιες τουρκικές φιλοδοξίες. Και πώς να το επιτύχει, αφού το Ισραήλ (όπως η Τουρκία και οι ΗΠΑ) δεν έχουν ψηφίσει τη Συνθήκη του 1982 για το Δίκαιο των Θαλασσών και καταπατάει τα δικαιώματα του Λιβάνου και των Παλαιστινίων; Έτσι έμειναν μετέωρες οι τοποθετήσεις για την «απαράδεκτη» πρόθεση της Άγκυρας να έχει λόγο σε κάθε απόφαση που αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο και η έκκληση στη γειτονική χώρα «να εγκαταλείψει τα νεο-οθωμανικά της όνειρα και να συμμετάσχει στην περιφερειακή συνεργασία μας, όμως μόνο ως ισότιμος, νόμιμος εταίρος, όχι ως νταής της περιοχής».

Μητσοτάκης και Νετανιάχου αναφέρονται στις τεράστιες ευκαιρίες συνεργασίας σε ενεργειακά και τουρισμό σαν προπαγανδιστικό αντίδοτο στη διαπιστωμένη κατάρρευση των οικονομικών προβλέψεων, τουλάχιστον για φέτος. «Ήρθα στο Ισραήλ μαζί με οκτώ υπουργούς για να συζητήσουμε με την ισραηλινή κυβέρνηση τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ενισχύσουμε και να διευρύνουμε τη στρατηγική μας συνεργασία σε αρκετούς τομείς», ανέφερε ο πρωθυπουργός. Στα πλαίσια αυτά προωθήθηκαν μια σειρά συμφωνιών στους τομείς του τουρισμού, της κυβερνοασφάλειας, της γεωργίας, αλλά και της ενέργειας, όπου γίνηκε προσπάθεια να ξαναέρθει στο προσκήνιο η ναυαγισμένη συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed.

Ο Μητσοτάκης επιμένοντας στην αμερικανονατοϊκή προστασία επισήμανε την «τεράστια σημασία της τριμερούς σχέσης μεταξύ του Ισραήλ, της Ελλάδας και της Κύπρου, με την συμβολή των ΗΠΑ που δημιουργεί το σχήμα 3+1». Πρόσθεσε πως «ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, χτίστηκε και το όραμα για τον αγωγό “EastMed”», επιβεβαιώνοντας το ρόλο των ΗΠΑ για τη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου και την κλιμάκωση των ανταγωνισμών στην περιοχή. Δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την υπεκφυγή της Ρώμης να υπογράψει το έργο, υποσχόμενος πως «θα καλωσορίσουμε τη συμμετοχή και της Ιταλίας, ώστε να ξεκινήσουμε τη σοβαρή δουλειά σε αυτό το εμβληματικό έργο».

Ξεχωριστές διμερείς συναντήσεις είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, συζητώντας «τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή» και για την «ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της Άμυνας και Ασφάλειας, με έμφαση στις κοινές αεροπορικές και ναυτικές δραστηριότητες, καθώς και στην προώθηση συνεργιών στον τομέα της Αμυντικής Βιομηχανίας».

Ωστόσο, η ενίσχυση και διεύρυνση της διμερούς συνεργασίας καθορίζεται από τη «στρατηγική σχέση» που φέρει τη σφραγίδα ΗΠΑ. Αυτό εξάλλου επισήμανε και η αναφορά του Μητσοτάκη σε δηλώσεις του πατέρα του «που έλεγε ότι το Ισραήλ είναι και πρέπει να εξακολουθήσει να είναι πυλώνας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής». Μιας πολιτικής που, όπως διαπιστώνει η «Καθημερινή» (16/6), έχει τη συνεχή και συνεπή κυβερνητική υποστήριξη, αφού «ξεκίνησε το 2010 από έναν κεντροαριστερό πρωθυπουργό και συνεχίσθηκε από έναν δεξιό, έναν αριστερό και, τώρα, έναν κεντροδεξιό. Τέσσερις διαφορετικοί Έλληνες ηγέτες, με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές, κινήθηκαν σταθερά στην ίδια γραμμή στη σχέση με το Ισραήλ. Η ένθερμη προσέγγιση με το Ισραήλ αποτελεί εθνική στρατηγική και έχει μακρύ ορίζοντα».

Λογαριάζουν χωρίς να αφουγκράζονται τους τριγμούς των σάπιων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και το υπόκωφο βουητό των λαών που έρχεται στο προσκήνιο.