Μια είδηση και μια διαπίστωση που δεν υπάρχει σε κανένα δελτίο ειδήσεων και δεν σχολιάζεται από κανένα έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο της κυβερνητικής προπαγάνδας είναι το γεγονός ότι καθημερινά οδηγούνται στη φτωχοποίηση όλο και περισσότεροι πολίτες, καθώς οι μισθοί παγώνουν ή πέφτουν και το κόστος ζωής διαρκώς ανεβαίνει.

Σε συνθήκες πανδημίας, διάλυσης της δημόσιας υγείας και απειλούμενων λοκντάουν, παρατηρούνται αυξήσεις σε βασικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, σε είδη διατροφής αλλά και σε ενέργεια, που συνολικά αποτελούν τις ανελαστικές δαπάνες για τους καταναλωτές. Αναλυτικότερα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ανατιμήσεις σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης (γαλακτοκομικά είδη, αυγά, λαχανικά κτλ.) που φτάνουν μέχρι και το 12%, ενώ στις μεταφορές καταγράφεται αύξηση 6,7% και στη στέγαση 4%. Παράλληλα, σημειώνονται πολύ μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος (παρά την απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών και τη δημιουργία υποτιθέμενου ανταγωνισμού με άλλους παρόχους), που ήδη εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών αδυνατούν να αποπληρώσουν. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2020, σχεδόν το 30% του πληθυσμού αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος των καθημερινών του αναγκών και κινδυνεύει από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ετοιμάζει νέους φόρους προκειμένου να βουλώσει τη μαύρη τρύπα της πανδημίας…

Κι ενώ η οικονομία είναι σε τροχιά ανατιμήσεων, η ανεργία σημειώνει ποσοστό 17% (στοιχεία Απριλίου 2021), ενώ για τους νέους φτάνει μέχρι το 38,2%, κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη στην ανεργία νέων στην ΕΕ. Σ’ αυτές τις δυσμενείς για τους εργαζόμενους συνθήκες, ο Υπουργός Εργασίας προτείνει το «πάγωμα» του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ για τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις του κορονοϊού στην αγορά και η οικονομική αβεβαιότητα.

Με χαρακτηριστική ευκολία μεταθέτει τη συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό του κατώτατου μισθού στα τέλη του 2022 ή στις αρχές του 2023, ενώ εισηγείται τη διατήρηση του σημερινού συστήματος διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, δηλαδή χωρίς ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, πιστό στην Ευρωπαϊκή Οδηγία για «διαφάνεια και αντικειμενικότητα» στον προσδιορισμό του. Δεν δίστασε, μάλιστα, να ζητήσει από τους εργαζόμενους να επιδείξουν «αυτοσυγκράτηση».

Από κοντά και οι εργοδοτικές οργανώσεις, παραμένουν αρνητικές σε οποιαδήποτε αύξηση μισθών. Ζητούν περαιτέρω μείωση των εισφορών (δηλαδή μείωση του μη μισθολογικού κόστους προς όφελός τους και εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων) και επιμένουν στον «ορισμό του κατώτατου μισθού ως μία μοναδική αξία», δηλαδή στην καθιέρωση ενός αμετάβλητου ποσού, χωρίς τον συνυπολογισμό επιδομάτων και τριετιών, με βασικό πρόταγμα «τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την ανάκαμψη της οικονομίας και την επάνοδο του αναπτυξιακού κύκλου».

Προς αυτή την νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση κινείται άλλωστε και ο νέος Νόμος Χατζηδάκη, που έρχεται να καταλύσει τις εργασιακές σχέσεις και να επιβάλει την άνευ όρων εργασία, με ελεύθερα ωράρια και μισθούς, με επιβολή της τηλεργασίας, με προσκόμματα στη συνδικαλιστική δράση.

Σ’ αυτό το αντεργατικό κλίμα, η ηγεσία της ΓΣΕΕ αντί να αντιδράσει σθεναρά στην κατάφωρη καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων και στην περαιτέρω εξαθλίωση των ελληνικών νοικοκυριών, ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς: όχι μόνο δέχθηκε μία ακόμα αναβολή στις διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, αλλά υπέγραψε πριν από λίγες μέρες τη νέα Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με την οποία συμφώνησε ξανά στον κυβερνητικό “καθορισμό των μισθολογικών όρων της ΕΓΣΣΕ”…