Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα από την πανδημία και μετά ξέσπασε πολύ πιο έντονα και καθόλου τυχαία, η συζήτηση για το «κόστος» της δημόσιας περίθαλψης, ενώ έγινε και γίνεται συχνή χρήση του όρου «επιβάρυνση» των νοσοκομείων, από τους ίδιους τους ασθενείς. Δεν έχει περάσει πολύ καιρός άλλωστε από τότε που ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ και γιατρός, Σπύρος Πνευματικός δήλωνε μεταξύ άλλων πως: «Η Αμερική είναι ένα τρομακτικό παράδειγμα. Γιατί ψάχνουν τα πάντα, ψάχνουν το κόστος των πράξεων, το cost benefit ratio σε μία πράξη κτλ. Όταν είχαμε πάει με τη γυναίκα μου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Αμερική, η πρώτη συζήτηση που είχαμε ακούσει είναι πόσο ακριβό είναι το αμερικάνικο σύστημα. Γιατί ήταν τόσο ακριβό; Γιατί όλοι φτάνανε στο νοσοκομείο, σε όποια κατάσταση κι αν ήταν και γινόντουσαν τα πάντα για όλους. Και με αυτό τον τρόπο ανακαλύψανε ότι μετά από λίγο καιρό δεν θα μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες σε κανέναν. Άρα θα πρέπει να κάνουν μια σχετική επιλογή το πόσο μπορούν να ξοδέψουν».

Παρά το γεγονός ότι ο Σ.Πνευματικός αναγκάστηκε σε παραίτηση, η δήλωσή του εκφράζει απόλυτα το πνεύμα και την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που υπηρετεί η ΝΔ. Άλλωστε δεν είναι ο μόνος που έχει χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα το σύστημα υγείας των Η.Π.Α., το οποίο είναι ένα από τα χειρότερα συστήματα περίθαλψης. Παρά το γεγονός ότι οι δαπάνες για την υγεία στις Η.Π.Α. είναι από τις υψηλότερες παγκοσμίως, παρουσιάζουν πολύ υψηλό ποσοστό θνησιμότητας βρεφών καθώς και υψηλό ποσοστό θνησιμότητας περιπτώσεων που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Ενώ ταυτόχρονα έχουν το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, μεταξύ των πλουσιότερων κρατών μελών (Νορβηγία, Ολλανδία, Βρετανία, Γερμανία, Σουηδία, Γαλλία, Ελβετία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Καναδάς) του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος για την προώθηση της υγειονομικής περίθαλψης Commonwealth Fund που πραγματοποιήθηκε το 2021 σε καμία άλλη χώρα, η ανισότητα των εισοδημάτων δεν περιορίζει τόσο ουσιαστικά την πρόσβαση στο σύστημα υγείας! Κι αυτό γιατί παρά τις πολύ υψηλές δαπάνες για την υγεία μόνο ένα ελάχιστο ποσό από αυτές διοχετεύεται στη δημόσια περίθαλψη, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό πάει στον ιδιωτικό τομέα. Μιλάμε για ένα σύστημα υγείας με ιδιωτικά στην πλειονότητά τους νοσοκομεία και ιδιωτικό σύστημα ασφάλισης, από το οποίο αποκλείονται, είτε υπερκοστολογούνται οι χρόνια πάσχοντες ως ιδιαίτερα «κοστοβόρες» για τις ασφαλιστικές εταιρείες, περιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στις Η.Π.Α. υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανασφάλιστων ή υποασφαλισμένων, με τον αριθμό τους να ξεπερνάει τα 30 εκατομμύρια ανθρώπους.

Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ άλλων ταξιδιωτικών συμβουλών σε αντίστοιχες ιστοσελίδες μπορεί κάποιος να βρει και την παρακάτω: «Οι διεθνείς ταξιδιώτες στις ΗΠΑ θα πρέπει πάντα να έχουν ασφάλιση. Οι σοβαρές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μπορεί να είναι αρκετά ακριβές. Η επίσκεψη στις ΗΠΑ απαιτεί ασφάλιση λόγω του υψηλού ιατρικού κόστους», η οποία συνοδεύεται και από κριτήρια επιλογής νοσοκομείων μεταξύ των οποίων είναι και ο τιμοκατάλογος!

Από αυτό το σύστημα υγείας θέλει η κυβέρνηση να αντιγράψει συστήματα αξιολόγησης και λογικές κόστους-οφέλους.

Σε αυτήν ακριβώς τη λογική εφαρμόζεται το σύστημα αξιολόγησης DRGs στα νοσοκομεία της χώρας. Ένα σύστημα αξιολόγησης το οποίο εφαρμόζεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και το οποίο ξεκίνησε από τις Η.Π.Α. με σκοπό την περικοπή του κόστους. Κάθε πάθηση και κάθε διάγνωση είχε κωδικοποιηθεί και είχε συσχετιστεί με μια χρηματική αξία. Τα νοσοκομεία και οι γιατροί πληρώνονταν ανάλογα με τον κωδικό της διάγνωσης, ανεξάρτητα από το βάθος και τη φύση της παθολογίας. Έτσι μια, μικρής έκτασης, καρδιακή προσβολή που απαιτούσε μικρή θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή αποζημιώνεται το ίδιο με μια σοβαρή καρδιακή προσβολή, παρόλο που αυτή απαιτούσε πιο εντατική θεραπεία. Φτάνει να είχαν την ίδια διαγνωστική σφραγίδα ως «καρδιαγ­γειακό επεισόδιο».

Το σύστημα αξιολόγησης DRGs προωθεί το μοντέλο αυτοδιοικούμενων και αυτοχρηματοδοτούμενων νοσοκομείων σε βάρος των ασθενών και των εργαζομένων. Προβλέπει καταλογισμό χρηματικών ποσών στους ασθενείς που θα υπερβούν ορισμένο πλαφόν ημερών ή κόστους νοσηλείας ανά ασθένεια.

Τα επιπλέον ποσά θα καταλογίζονται από τους γιατρούς στους ασθενείς και θα καταβάλλονται μέσω του ταμείου τους ή και άμεσα. Στο όνομα του ελέγχου νοσοκομειακών προϋπολογισμών, το σύστημα αυτό αξιοποιείται για τη μείωση των κρατικών προϋπολογισμών προς τα δημόσια νοσοκομεία, Κριτήριο για την ανάπτυξη-χρηματοδότηση ή την υποβάθμιση τμημάτων ή δομών θα είναι το «κόστος» λειτουργίας τους και όχι οι ανάγκες των ασθενών και του λαού.

Η «αποδοτικότητα» του υγειονομικού προσωπικού, την οποία αξιολογεί το σύστημα αυτό, θα εξαρτάται από το κατά πόσο εφαρμόζει «κόφτη» σε ιατρικές πράξεις, νοσηλεία, θεραπείες, φάρμακα κ.λπ.

Ταυτόχρονα με την εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης DRGs το οποίο εγκαινιάστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα επιχειρείται η καθολική εφαρμογή του σε όλα τα νοσοκομεία της χώρας, το υπουργείο υγείας προχωράει στην ψηφιοποίηση της λίστας αναμονής χειρουργείων θέτοντας μάλιστα «κριτήρια» ανάλογα υποτίθεται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, με βάση τα οποία ο ασθενής θα βρίσκεται σε αναμονή από 2 έως και πάνω από 25 εβδομάδες.

Το Υπουργείο Υγείας και η κυβέρνηση όχι απλά δεν κάνουν το παραμικρό για την κάλυψη των τεράστιων κενών (6.500 χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις γιατρών και 20.000 κενές θέσεις νοσηλευτών), έτσι ώστε να ενισχυθούν τα δημόσια νοσοκομεία και να περιοριστούν οι λίστες αναμονής, αλλά αντιθέτως περνάει στην ψηφιοποίησή τους προμηνύοντας ότι η κατάσταση διάλυσης αποτελεί για τους κυβερνώντες κανονικότητα με την οποία πρέπει να εξοικειωθούμε. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε υπηρετείται απόλυτα η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, αφού διαμορφώνεται μία τεράστια πελατεία για τις ιδιωτικές κλινικές λόγω ακριβώς αυτών των ελλείψεων που οδηγούν σε τεράστιες λίστες αναμονής χειρουργείων και θεραπειών.

Άλλωστε ο Άδωνις Γεωργιάδης που πρόσφατα ανέλαβε ξανά το Υπουργείο Υγείας, ξεκαθάρισε με τον χαρακτηριστικό κυνισμό του την πολιτική που θα ακολουθήσει και σε αυτήν τη θητεία, αφενός υπερηφανεύτηκε για το κλείσιμο εφτά νοσοκομείων που εφάρμοσε κατά την προηγούμενη θητεία του, αφετέρου δήλωσε με θράσος ότι «επαρκεί για την Ήπειρο η ΜΕΘ Παίδων… της Πάτρας!!». Αυτές οι δύο δηλώσεις εκφράζουν το περιεχόμενο της πολιτικής που εφάρμοσε και θέλει να εντείνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στον χώρο της υγείας, κλείσιμο νοσοκομείων, συγχωνεύσεις και υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, από τη μία και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα κατά τα πρότυπα του αμερικάνικου μοντέλου, από την άλλη.