(αποσπάσματα)

Α΄ Το πρώτο δάνειο

Μόλις άρχισε η επανάσταση του ’21 «αρχίζουν κι οι ξένοι τοκογλύφοι το θεάρεστο έργο τους σε βάρος ενός λαού πού ’χυνε ποτάμι το αίμα για τη λευτεριά. Είν’ αλήθεια ότι μέσα στις συνθήκες που πάλευαν οι Έλληνες, χωρίς τ’ απαραίτητα οικονομικά μέσα ακόμη και για την αγορά λίγου μπαρουτιού, ένα έξωτερικό δάνειο με καλούς όρους θα βοηθούσε σημαντικά, θα δυνάμωνε και θά ’δινε φτερά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Οι ξένοι όμως τοκογλύφοι, με συνεργούς τούς ντόπιους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους πάμπλουτους καραβοκυραίους, κατάφεραν να ωφελήσουνε μονάχα το πουγκί τους και τους ξένους τυχοδιώκτες από τα δύο μπεζαχτά της επανάστασης. […]

Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερνε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό.
Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τι πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ’ αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι. Κι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Μα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Οι ζάπλουτοι πάλι Κουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Οικονόμου, που τους ανάγκασε νά ’ρθουνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο.
Κι έτσι, αφού ξοδεύτηκαν τα λίγα λεφτά της Φιλικής Εταιρείας και των εμπόρων και πραματευτάδων του εξωτερικού, η επανάσταση δεν διέθετε πια πεντάρα για τη συνέχιση του αγώνα. […]

Με πενταροδεκάρες όμως δεν γίνεται πόλεμος. Μερικοί, λοιπόν, αγωνιστές με καλή πρόθεση, κι οι πολλοί -οι κοτζαμπάσηδες κι η παρέα τους για να γλιτώσουν τα λεφτά τους και γιατί μυρίστηκαν και ψητό- πρότειναν το δάνειο από το εξωτερικό. […]

Τότε στην εγγλέζικη πρωτεύουσα -όπως είπαμε και πιο πάνω- το χρήμα προσφερόταν άφθονο και με μικρό σχετικά τόκο. Οι χιλιάδες νεόπλουτοι, πού ’χαν ξεφυτρώσει από τους Ναπολεόντειους πολέμους, ήσαν πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα λεφτά τους σε οποιεσδήποτε επιχειρήσεις. Δεν τους ένοιαζε και τόσο αν οι επιχειρήσεις αυτές ήταν τυχοδιωχτικές ή δεν είχαν μεγάλη σχέση με την ηθική. “Όλοι είχαν παρασυρθεί, καθώς λέει ό Χέρτσβεργκ, σ’ ένα ρέμα από «αμφίβολες», τολμηρές, άγριες κερδοσκοπίες”. […]

Βέβαια, ο καθένας δεν δάνειζε και τόσο εύκολα την κυβέρνηση μιας χούφτας επαναστατών, που τά ’χαν βάλει με μια μεγάλη αυτοκρατορία. Αλλ’ ακριβώς πάνω σ’ αυτό ποντάρισαν, κι αυτή τη δύσκολη κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι τοκογλύφοι για να μας επιβάλουν όρους βαριούς, πρωτάκουστους.
Ακούστε τους να φρίξετε: Οι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα «εθνικά» χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα δεφτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, Ο’Βrien, Εllice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Αυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. Γιατί κάθε δάνειο που κλείνεται σε μια χρηματαγορά, έχει ονομαστική και πραγματική τιμή. Ονομαστική λέμε το ποσό που λένε ότι δανείζουν, και πραγματική, όσα πραγματικά δανείζουν. Σαν βάση παίρνουμε το εκατό και την πραγματική τιμή την καθορίζουν με ποσοστό στα %. Έτσι όταν λέμε ότι το τάδε δάνειο βγήκε στα 95%, αυτό πάει να πει ότι αν η ονομαστική τιμή ήταν 100 δραχμές, η πραγματική θά ’ταν 95. Δηλαδή παίρνεις 95 δραχμές και σε χρεώνουν εκατό. Εννοείται ότι και τους τόκους τους πληρώνεις με βάση την ονομαστική τιμή και όχι την πραγματική. Κανονικά και δίκαια βέβαια η ονομαστική πρέπει να ’ναι ίση με την πραγματική τιμή. Όταν μάλιστα οι εγγυήσεις ενός δανείου είναι μεγάλες, η δεύτερη ξεπερνάει και την πρώτη. Οι κερδοσκόποι όμως προσπαθούν σχεδόν πάντοτε η πραγματική τιμή να ‘ναι πολύ μικρότερη από την ονομαστική, αλλά η διαφορά δεν πρέπει να ξεπερνάει τις λίγες μονάδες.

Μα σ’ αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει απ’ το μυαλό σας ποια ήταν η πραγματική τιμή. Μόλις 59%! Πράγμα πού θέλει να ειπεί ότι μας χρέωσαν με 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνον τα 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι κι ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε κι από 5% έγινε 9. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά χτήματα. Αν έμενε τίποτε άλλο, οι Έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα! Και παρ’ όλ’ αυτά, η ληστεία σε βάρος μιας μικρής χώρας που πρόσφερε τα πάντα στο βωμό τής λευτεριάς, δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ. «Η εμπορική πανουργία των νέων οικονομικών φίλων της Ελλάδας», λέει ο Χέρτσβεργκ, «κατόρθωσε να πωλήσει εις τους Έλληνας τας νυν απαραιτήτους αυτοίς χρηματικάς βοηθείας, επί τιμής εις ύψιστον βαθμόν αδροτάτης». Οι τοκογλύφοι πού ’δωσαν το δάνειο κράτησαν ακόμα και 3% για προμήθεια και μεσιτεία και 1,5% για ασφάλιστρα. Κράτησαν επίσης μπροστά τους τόκους για δύο χρόνια, δηλαδή 80.000 λίρες, τα χρεόλυτρα δύο χρόνων από 1% 16.000 λίρες και για…. προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες! Απόμειναν λοιπόν ίσαμ’ εδώ 348.000 λίρες, δηλαδή τα 43,5%. […]

Μόλις έφτασε δω πέρα η είδηση για τη σύναψη του δανείου, δεν περιγράφεται το τι έγινε. Καθένας από τους αστοκοτζαμπάσηδες τοκογλύφους και πολλούς καραβοκύρηδες άρχισε να ονειρεύεται τσουβάλια με λίρες. Έτσι το δάνειο έριξε λάδι στη φωτιά, κι οι φαγωμάρες μεταξύ τους άναψαν και φούντωσαν και τελειωμό δεν είχαν. Καρφί δεν τους καιγόταν πια για τους Τούρκους και τον τρομερό κίνδυνο που κρεμότανε τώρα πάνω από την επανάσταση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ. […]

Ύστερα λοιπόν από τόσες περιπέτειες και προσπάθειες, η κυβέρνηση του Άργους πήρε 348.000 λίρες σε μετρητά και 11.900 σε πολεμοφόδια, 38.000 από τις 348.000 μείνανε στο Λονδίνο. Κατάντησε δηλαδή να πάρουμε μόλις 310.000 λίρες, ενώ στα βιβλία των τοκογλύφων η Ελλάδα ήταν χρεωμένη με 800.000!

Β’ Το δεύτερο δάνειο

Εχτελεστικό και βουλευτικό, μόλις έμαθαν ότι «πέτυχε» το πρώτο δάνειο και πριν καλά καλά να φτάσει η πρώτη δόση, αποφάσισαν και δεύτερο από 15 εκατομμύρια τάλληρα! Το βουλευτικό ψήφισε την απόφαση στις 21 του Ιούνη του 1824 και το εχτελεστικό με τα διατάγματα της 13 του Ιούλη και της 14 του Αυγούστου, ανάθεσε στα τρία καμάρια του, τον Ορλάνδο, τον Λουριώτη και τον Ζαΐμη, ύστερα από την πρώτη [αντίστοιχή] τους «επιτυχία», να διαπραγματευτούν και το δεύτερο. […]

Το δάνειο βρέθηκε και τούτη τη φορά σχετικά σύντομα και εύκολα. Τώρα όμως είναι που γίνηκε με δαύτο κυριολεκτικά του κουτρούλη το πανηγύρι, γιατί η ξετσιπωσιά των ξένων τραπεζιτών και η ασυνειδησία των «Ελλήνων» αντιπροσώπων πέρασε κάθε όριο. Βέβαια κι αυτή τη φορά ήταν κάπως δύσκολο, δυσκολότερο μάλιστα απ’ την πρώτη, να βρεθεί δάνειο. Γιατί και για εγγύηση δεν απόμενε πια τίποτε, αφού όλη σχεδόν η Ελλάδα ήταν υποθήκη και για το πρώτο, αλλά κι η επανάσταση με την εγκληματική πολιτική των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών και των Κουντουριώτηδων και της σπείρας του Κωλέττη πήγαινε όλο και στο χειρότερο. Αυτό όμως δεν φτάνει για να πάρουν άφεση αμαρτιών οι ξένοι τοκογλύφοι, γιατί δεν είναι που μας δάνεισαν με βαρύτατους, για δεύτερη φορά, όρους, αλλά μας εκαταλήστεψαν και μας έφαγαν στο τέλος κι αυτά τα ψίχουλα, πού ’κανε σύμφωνα με τούς λογαριασμούς τους να πάρουμε. […]

Από το φθινόπωρο του 1824 αγγλικοί και γαλλικοί τραπεζικοί οίκοι έστησαν γερό ανταγωνισμό μεταξύ τους, ποιος να μας δώσει το δάνειο. Οι τρεις οικονομικοί αντιπρόσωποι προτίμησαν τον οίκο Ίακ και Σαμψών Ρικάρντο στο Λονδίνο. Τ’ ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ορίστηκε στα 2 εκατομμύρια λίρες με τόκο 5%. Επειδή όμως η πραγματική του τιμή μόλις έφτανε τα 55%, η ελληνική κυβέρνηση θα χρώσταγε 2 εκατομμύρια και θά ’παιρνε μόλις 1.100.000. Αλλά η ληστεία δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ, γιατί σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπογράφτηκε στις 7.2.1825, οι τραπεζίτες κράτησαν μπροστά τους τόκους δύο χρόνων, δηλαδή 200.000 λίρες, κράτησαν 3% για προμήθεια, μεσιτεία κλπ κι ακόμα 1% για χρεολύσιο μιας χρονιάς και 2% πάνω στους τόκους. Και τέλος, αφού δεν μπορούσαν να εφεύρουν κι άλλες κατακρατήσεις, απόμειναν για την Ελλάδα 816.000 λίρες που μόνο η Ελλάδα δεν τις πήρε.[…]

Η επόμενη πράξη της κωμικοτραγωδίας του δεύτερου δανείου συνεχίστηκε στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η σπείρα των τοκογλύφων και κερδοσκόπων διαχειριστών έριξε σε χαμηλές τιμές -στα 15%- τις ομολογίες του πρώτου δανείου κι ύστερα, για να συγκρατηθεί δήθεν η τιμή τους και να μην κλονιστεί η… πίστη της Ελλάδας, εξαγόρασαν στο χρηματιστήριο με λεφτά του δεύτερου δανείου όλες τις ξεπεσμένες ομολογίες στο τριπλάσιο της τρέχουσας αξίας τους! «Η ελληνική υπόθεση προδόθηκε στην Αγγλία», έγραφε ο Χρόνος του Λονδίνου στις 26 Οκτώβρη του 1825. […]
Έτσι, απ’ όλο το δάνειο στην Ελλάδα κατάληξε να φτάσουν μόνο 232.555 λίρες, αλλά τις «ελληνικές» κυβερνήσεις δεν τις ένοιαζε για τα ρέστα. Ρίχτηκαν με τα μούτρα ποιος να φάει τα περισσότερα. […]

Έτσι τελείωσε η ιστορία των εξωτερικών δανείων στην περίοδο της επανάστασης. Αν κάνουμε τον αξιοθρήνητο απολογισμό τους, βλέπουμε ότι δανειστήκαμε ονομαστικά και χρωστάμε πραγματικά 2.800.000 λίρες με τόκο 5%, ενώ στην Ελλάδα φτάσανε μόνο 540.000 με πραγματικό τόκο 26%! Κι αυτά όμως και που τα πήραμε και που δεν τα πήραμε το ίδιο κάνει, γιατί είδαμε την τύχη που τα περίμενε.
Αλλά ποιος θα το πίστευε ότι τούτες τις 2.800.000 λίρες τα χρωστάμε σχεδόν ίσαμε σήμερα, ότι πληρώσαμε και πληρώσαμε για δαύτα τα μαλλιοκέφαλά μας και πάλι τα χρωστάμε. Όπως θα δούμε αργότερα, η ιστορία έχει επίλογο που θα τον μάθουμε σε άλλο κεφάλαιο. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε μονάχα ότι από το 1827 κι ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια κι η Ελλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση φτώχεψης. Από τότε αρχίζει -μαζί μ’ άλλες αιτίες- η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας κι έτσι τα δάνεια αυτά, που ονομάστηκαν -τί κοροϊδία- δάνεια της ανεξαρτησίας, αποτέλεσαν τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο. Οι Έλληνες αστοτσιφλικάδες που κόβονται μέχρι σήμερα «διά την ιδέαν τής πατρίδος», έδωσαν από τότε ακόμα εξετάσεις στον πατριωτισμό και βαθμολογήθηκαν με μηδέν.