Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι συμμετοχές στο φετινό, 76ο φεστιβάλ των Καννών, τόσο στο διαγωνιστικό όσο και στο εκτός συναγωνισμού μέρος: Ο 87χρονος πλέον Κεν Λόουτς αιχμαλώτισε τις καρδιές με το “The old oak” (“Η παλιά βελανιδιά”), με θέμα την ανορθόδοξη φιλία ενός ιδιοκτήτη παμπ και μιας νεαρής Σύριας πρόσφυγα. Παλιός γνώριμος και ο δημιουργός των “Παρίσι, Τέξας” (1984) και “Τα φτερά του έρωτα” (1987), ο 77χρονος σήμερα Βιμ Βέντερς, ο οποίος κέρδισε επίσης τις εντυπώσεις με το γυρισμένο στο Τόκιο “Υπέροχες μέρες”, εστιάζοντας στις ημέρες ενός Γιαπωνέζου μεσήλικα που καθαρίζει δημόσιες τουαλέτες• ένα μελαγχολικό σχόλιο για το σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Λιτό, χαμηλόφωνο αλλά και ιδιότυπα αισιόδοξο το “Πεσμένα φύλλα” (“Fallen leaves”) του 67χρονου Φινλανδού Άκι Καουρισμάκι (“Το λιμάνι της Χάβρης” – 2011, “Η άλλη όψη της ελπίδας” – 2017), μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο προλετάριους προχωρημένης ηλικίας, το οποίο επίσης καταχειροκροτήθηκε (Βραβείο της Επιτροπής).

Αίσθηση προκάλεσε στις εκτός συναγωνισμού προβολές και ο Μάρτιν Σκορσέζε με το δραματικό θρίλερ “The Killers of the Flower Moon” (“Οι δολοφόνοι του λουλουδιασμένου φεγγαριού”, σε ελεύθερη μετάφραση), ένα ιστορικό έπος βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που εξελίσσεται τη 10ετία του 1920, με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο στο ρόλο του νεαρού Έρνεστ Μπέρκχαρτ, ο οποίος κατά την επιστροφή του από τον Μεγάλο Πόλεμο στην Οκλαχόμα μπαίνει υπό την προστασία του θείου του (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), και εμπλέκεται σε μια σειρά δολοφονιών (ευκατάστατων) Ινδιάνων• μια ακόμα ιστορία ανόδου και πτώσης, όπως ξέρει να αφηγείται συναρπαστικά αλλά με έντονα κριτική ματιά και κοινωνικοπολιτικούς όρους ο Σκορσέζε.

Και ενώ η συντριπτική πλειονότητα των θεατών στοιχημάτιζε υπέρ του “The zone of inte­rest” (“Ζώνη ενδιαφέροντος”, το οποίο απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο) του 58χρονου Βρετανού Τζόναθαν Γκλέιζερ (“Γέννηση” – 2004, “Κάτω από το δέρμα” – 2013), την κινηματογραφικά αποστασιοποιημένη εξιστόρηση των ημερών της οικογένειας του διοικητή του Άουσβιτς Ρούντολφ Ες που διήγε βίον αδιατάρακτο και εν πολλοίς ειδυλλιακό ακριβώς δίπλα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, ο Χρυσός Φοίνικας απονεμήθηκε τελικά στη 44χρονη Γαλλίδα Ζυστίν Τριέ (“Βικτώρια & Αμπντούλ” – 2016, “Sibyl” – 2019), για το “Ανατομία μιας πτώ­σης”• ένα «καλοζυγισμένο δικαστικό δρά­­μα γεμάτο απανωτές πει­στικές ανατροπές και μια ασυν­αγώνιστη Σάντρα Χιλέρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο», κατά τον Χρήστο Μήτση. Κορυφαία στιγμή της βρά­βευσης, η θαρραλέα τοποθέτηση της Τριέ, δευτερόλεπτα μόλις μετά την απονομή του βραβείου, πλαισιωμένης από τους συνεργάτες και τον σύντροφό της, συν-σεναριογράφο της ταινίας, Αρθούρ Χαραρί, εν μέσω ζωηρών χειρο­κρο­τημάτων• ένα δριμύ “κατη­γορώ” προς την κυβέρνηση Μα­κρόν, με την παράλληλη επι­σή­μανση πως ο ξεσηκωμός των Γάλλων υπήρξε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Η Τριέ είναι η τρίτη μόλις γυναίκα, που βραβεύεται με Χρυσό Φοίνικα, μετά τη Νεοζηλανδή Τζέην Κάμπιον (1993) και την επίσης Γαλλίδα Ζουλιά Ντικουρνό (2021). Ας σημειωθεί για την ιστορία πως με πρώτο βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες είχε τιμηθεί η Σοβιετική Γιούλια Σόλντσεβα το 1961 για την ταινία της “Το χρονικό των φλεγόμενων χρόνων”.

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστώνουν τη βράβευση της Τριέ στον πρόεδρο της κριτικής Επιτροπής του φετινού φεστιβάλ, τον “αιρετικό” 49χρονο Σουηδό Ρούμπεν Έστλουντ, βραβευμένο δις με Χρυσό Φοίνικα για τις ανατρεπτικές ταινίες του “Το τετράγωνο” (2017), και “Το τρίγωνο της θλίψης” (2022). Στην κριτική Επιτροπή συμμετείχαν επίσης η προπέρσινη νικήτρια, η Μαροκινή σκηνοθέτρια Μαριάμ Τουζανί (“Το μπλε καφτάνι” – 2022), οι ηθοποιοί Ντενί Μενοσέ, Μπρι Λάρσον, Πολ Ντάνο και οι σκηνοθέτες Ρουνγκάνο Νιόνι και Νταμιάν Σζιφρόν.

Η επίμαχη τοποθέτηση της Τριέ:
«Αυτήν τη χρονιά, η χώρα συγκλονίστηκε από μια ιστορική, εξαιρετικά ισχυρή και ομόφωνη διαμαρτυρία κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης.
Αυτή η διαμαρτυρία αγνοήθηκε και καταπνίγηκε με σοκαριστικό τρόπο. Κι αυτό το σχήμα ολοένα και πιο απελευθερωμένης (αυθαίρετης) αυταρχικής εξουσίας (διακυβέρνησης), ξεσπά σε πολλούς τομείς.
Στο κοινωνικό πεδίο είναι βέ­βαια πολύ πιο σοκαριστικό, αλλά μπορούμε να το δούμε αυτό και σε άλλα κοινωνικά πεδία, κι ο κινηματογράφος δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η εμπορευματοποίηση του πολιτισμού που η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση υπερασπίζεται, καταστρέφει (υπονομεύει) τη γαλλική πολιτιστική εξαίρεση. Αυτήν τη γαλλική πολιτιστική εξαίρεση χωρίς την οποία δεν θα ήμουν εδώ μπροστά σας σήμερα».


Σε συνέντευξή της σε βρετανικό περιοδικό λίγες μόλις μέρες μετά τη βράβευσή της, η Τριέ καταθέτει, μεταξύ άλλων: «[…] Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ήθελα να είμαι “καθαρή” ως προς τις προθέσεις μου, τυπικά μιλώντας. [….] Θέλησα να συλλάβω μια σημαντική στιγμή στη ζωή ενός παιδιού, σε μια ηλικία όπου γίνεται περισσότερο αυτόνομο, και όπου η απόλυτη εμπιστοσύνη προς τη μητέρα του μεταμορφώνεται σταδιακά σε αμφιβολία. […] Καθ’ όλη τη διάρκεια του γραψίματος και του μοντάζ, επαναλάμβανα πως έπρεπε ν’ αποφύγουμε να κάνουμε μια ταινία που να μοιάζει με αμερικάνικο δικαστικό θρίλερ. […] Στην “Ανατομία μιας πτώσης”, δεν κρίνουμε επί της ουσίας το έγκλημα αλλά την ελευθερία μιας γυναίκας. […]».