Πάψε με ευχές να ελπίζεις
οι θεοί πως θα λυγίσουν

Τουρίστες ή εκδρομείς του καλοκαιριού; Η Ελλάδα του τουρισμού σε πληγώνει. Το ανάγλυφο της γης βιασμένο από το τσιμέντο, την πρόχειρη κατασκευή. Μεράκι κανένα. Αγχωμένες οι κατασκευές για να προκάμουν τη «σεζόν» και τις εισπράξεις. Σκαρφαλωμένο στις πιο άβολες πλαγιές το τσιμέντο, παρατημένο άσπλαχνα, χωρίς κανένα δεντράκι κοντά του. Ποιος να το ποτίσει τον άλλο μισό χρόνο που το τουριστικό θαύμα μπαίνει στην άγρια μοναξιά της εγκατάλειψης. Στα παλιά ψαροχώρια οι δρόμοι το ίδιο στενοί, μα γεμάτοι με τουριστικά μπιχλιμπίδια, φτιαγμένα στην Κίνα του χαμηλότατου μεροκάματου. Να δεις Λεωνίδα made in China και να σιχαθείς και τους Σπαρτιάτες. Αυτούς του Κασιδιάρη, τους σιχαινόσουν ήδη. Οι παραλίες λες και δέχτηκαν επιδρομή από χιλιάδες κατσαρίδες – ξαπλώστρες που τις κατέλαβαν και στρογγυλοκάθισαν.

Η Ελλάδα άλλαξε ζώντας «το μύθο» της, που λέει και η διαφήμιση του υπουργείου. Το παραμύθι της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού. Της βιομηχανίας της άγριας εκμετάλλευσης των εργατών της. Των κρατικών συμφωνιών για εισαγωγή εργαζόμενων για τον τουρισμό, από φτωχότερες χώρες, (πχ Αίγυπτο), με ανύπαρκτες απαιτήσεις στη δουλειά. Της βιομηχανίας που έταζαν προεκλογικά την πρωτοφανή εκτίναξή της, για να προσγειωθεί, μετεκλογικά, από την ίδια φτώχεια που δέρνει όλους τους λαούς πάνω στη γη και τον τουρισμό των κρουαζιερόπλοιων και του «oλ ινκλούσιβ», δηλαδή του «όλα συμπεριλαμβάνονται».
Ο ήλιος δεν καταδέχτηκε να αλλάξει. Κάθε μέρα φρυγανίζει τη γη μαζί με τα τσιμέντα της, τις παραλίες της και τις ξαπλώστρες της. Μαζί και τους ξενομπάτες τουρίστες που αγωνιούν να πάρουν, στις λίγες μέρες των διακοπών τους, το χρώμα του τηγανισμένου μπέικον.

Η πολύχρονη μπάμπω, με το σκαμμένο πρόσωπο, σαν της χιλιόχρονης ελιάς τον κορμό, τρελαμένη στη στενεμένη κουζίνα της ταβερνούλας, προσπαθεί να «εξυπηρετήσει» τις παρέες των ανυπόμονων τουριστών που βιάζονται να φάνε. Ξέχασε τις παλιακές ιστορίες, τα ντοπιολαλίστικα γνωμικά και τις παροιμίες. Άλλωστε σε ποιον να τις πει. Και τα εγγόνια της γκαρσόνια γίνανε και τρέχουν με τους δίσκους, αφύσικη προέκταση του χεριού, μέσα-έξω.

Για τα βραδινά φαναράκια του ουρανού, μην το συζητάς. Χλωμιάσανε από τους λεντο-προβολείς των μπιτσόμπαρων και των παραθαλάσσιων ταβερνών, που κατ’ ευφημισμόν ονομάζονται tradisional tavern, σα να πούμε παραδοσιακές ταβέρνες. Τρομάξανε από την κακόφωνη μουσική, κάθε μαγαζί και το δικό του «χαβά», όσο πιο δυνατά γίνεται.
Το Αιγαίο. Εκεί που φιλάει τις ακρογιαλιές του, από «γαλάζιος θησαυρός σμαραγδοφόρος», κατάντησε λίμνη αντηλιακών και πολύβουων ταχύπλοων παιχνιδιών – σπορ «θαλάσσης».

Τα πολύκαρπα αμπέλια όσα δεν ξεράθηκαν, κατάντησαν στην καλύτερη περίπτωση σκίαστρα για την παραδοσιακή ταβέρνα. Και λίγο πιο πέρα η γη, χέρσα και άκαρπη με τις βραγιές της σβησμένες, ιερό σφάγιο στους μεγαλοεισαγωγείς τροφίμων. Ακόμα λίγο πιο πέρα, βουβά τα εγκαταλελειμμένα χωριά με τα σπίτια στοιχειωμένα, να αφηγούνται για τα πανηγύρια του καλοκαιριού που δεν χρειάζονταν ηχεία και μικρόφωνα για να γλυκολαλήσει το κλαρίνο, το βιολί και η λύρα. Εκεί που, όταν χορεύαν στην πλατεία, …κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια και ο βασιλικός, αρχηγός, μοσκοβολούσε.

Η Ελλάδα της βαριάς τουριστικής βιομηχανίας. Μια χώρα που αγωνιά και αγχώνεται να κερδίσει τα προς το ζην όλου του χρόνου μέσα στη «σεζόν». Σεζόν, η «εποχή», του 14ωρου εργασίας, των σπασμένων αγγλικών και των σπασμένων οσφύων. Και ποιας ποιότητας ζην τον υπόλοιπο χρόνο; Μα ήταν φτωχότεροι οι άνθρωποι τότε. Ναι ήταν φτωχότεροι από το 40% των σημερινών που βρίσκονται κοντά στο όριο της φτώχειας. Μα το καλοκαίρι τους άφησε πολιτισμικά διαμάντια πίσω του.

Είτε πάτε, είτε δεν πάτε διακοπές, μη γίνετε «τουρίστες». Αρνηθείτε το πολιτισμό της ξαπλώστρας. Βγείτε και μιλήστε με τον διπλανό σας. Μιλήστε για αυτά που σας οργίζουν και για αυτά που σας ημερεύουν. Τραγουδήστε και χορέψτε, χωρίς ηχεία, πιάνοντας το νήμα των καλοκαιριών που έκοψε ο μαζικοποιημένος, διεθνοποιημένος τουρισμός.

Τάνια