Ο λόγος για την πλημμυρισμένη Θεσσαλία και το ζήτημα των αποζημιώσεων των κατεστραμμένων αγροτών και όχι οι «εκτιμήσεις» των τοπικών παραγόντων και της κυβέρνησης που ανεβάζουν το κόστος στα 3-4 δισ. € προκειμένου να ανατεθούν τα έργα αποκατάστασης στις γνωστές εταιρείες. Ο λόγος για μία απεγνωσμένη αγροτιά που περιμένει πώς και πώς, τρεις μήνες τώρα να εισπράξει τις αποζημιώσεις της καταστροφής σε στάρια, βαμβάκια, καλαμπόκια, μήλα, αμύγδαλα, χοιρινά, πρόβατα, γελάδια με όχι μονάχα θετικές αλλά και αποθετικές ζημιές για τις οποίες η κυβερνητική πολιτική σωπαίνει εκκωφαντικά.

Πρώτιστη υποχρέωση της κυβέρνησης είναι η άμεση καταβολή των ζημιών των κατεστραμμένων από τις πλημμύρες καλλιεργειών (καλαμπόκι, βαμβάκι, τριφύλλι, μήλα, αμύγδαλα και καρύδια), ζωοκομικών μονάδων (χοιρινά, πρόβατα, γελάδια), εισόδημα που περίμεναν να εισπράξουν φέτος οι αγρότες. Είναι επίσης και το κόστος αποθηκών, πάσης φύσεως οχημάτων, θερμοκηπίων, εγκαταστάσεων άντλησης, στάβλων, εξαρτημάτων, silos, μηχανημάτων και εργαλείων καθώς και εργοστασιακών εγκαταστάσεων που επίσης καταστράφηκαν από το νερό.
Οι αρχικές εκτιμήσεις για τις πλημμυρισμένες εκτάσεις ήταν 720.000 στρ. Από αυτές οι καλλιεργημένες εκτάσεις με στάρι, βαμβάκι, καλαμπόκι, τριφύλλι κ.ά. ήταν γύρω στα 600.000 στρ. Με ένα μέσο κόστος 300 €/στρ., έχουμε ένα συνολικό κόστος ζημιών των καλλιεργειών γύρω στα 180 εκατ. €. Οι δενδρώδεις καλλιέργειες (μήλα, αχλάδια, αμύγδαλα, καρύδια, κ.ά.) φθάνουν τις 80.000 στρ. με ζημιές που φθάνουν τα 120 εκατ. €. Για τις ζωοκομικές μονάδες και τα νεκρά ζώα το κόστος ανά μονάδα ποικίλει αναλόγως του είδους εκτροφής. Αυτά που δηλώθηκαν είναι: 49.050 αιγοπρόβατα (ζημιά περ. 3,5 εκατ. €), 19.295 χοίροι (ζημιά περ. 5,5 εκατ. €), 4.186 βοοειδή (ζημιά περ. 17 εκατ. €), 40.330 πτηνά (ζημιά περ. 1,5 εκατ. €). Σύνολο ζημιών ζωοκομικών μονάδων: 27,5 εκατ. €.

Δύσκολη ωστόσο είναι η αποτίμηση των ζημιών των αποθηκών, των πάσης φύσεως οχημάτων, των εγκαταστάσεων άντλησης, των στάβλων, των θερμοκηπίων, των εξαρτημάτων, των silos, των μηχανημάτων και εργαλείων καθώς και των εργοστασιακών εγκαταστάσεων και κτιρίων. Είναι πιθανό, ότι οι ζημιές στο πάγιο αγροτικό κεφάλαιο θα είναι ιδιαίτερα υψηλές, άγνωστο όμως πόσο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εκτιμήσεις. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι θα είναι καθοριστικές για τη συνέχιση της αγροτικής δραστηριότητας. Εδώ το κόστος -με μία πρόχειρη εκτίμηση- ξεπερνά τα 1 δισ. €.

Επομένως, το συνολικό κόστος των ζημιών υπολογίζεται γύρω στα 1,5 δισ. €. Γι’ αυτές τις ζημιές η Κομισιόν ενέκρινε, για την αντιστάθμιση ζημιών «λόγω φυσικών καταστροφών και δυσμενών κλιματικών φαινομένων», μόλις 80 εκατ. €! Όσον αφορά στην πρώτη κρατική αρωγή, δεν έχει ξεπεράσει τα 120 εκατ. € που έχουν διαταχθεί σε περισσότερους από 33.000 πλημμυροπαθείς. Παράλληλα, οι αυτοψίες συνεχίζονται, καθώς και οι διασταυρώσεις στοιχείων, με τις γνωστές γραφειοκρατικές καθυστερήσεις. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τις «διασταυρώσεις» και τις «ταυτοποιήσεις» των στοιχείων των αγροτών που έχουν υποβάλει δηλώσεις και τις ανάλογες εκτιμήσεις του ΕΛΓΑ. Κοντολογίς μέχρι στιγμής οι αγρότες δεν έχουν πάρει δεκάρα τσακιστή.

Όλ’ αυτά φυσικά αφορούν, όπως αναφέραμε, τις άμεσες θετικές ζημιές των παραγωγών. Γιατί αν υπολογιστούν και οι αποθετικές ζημιές (δηλ. το πόσες χρονιές θα μείνουν άσπαρτα τα χωράφια ή πόσο θα χρειαστούν οι ζωοκομικές μονάδες να εκθρέψουν ζώα για αναπαραγωγή ή για πούλημα ή πόσο καιρό θα χρειαστούν να χτιστούν οι αποθήκες, τα εργοστάσια, τα θερμοκήπια και οι σταβλικές εγκαταστάσεις ή να αγοραστούν νέα μηχανήματα και εργαλεία κ.ά.), τότε το κόστος αυξάνεται κατακόρυφα. Και όλα τα παραπάνω με την προϋπόθεση να παρθούν νέα δάνεια από τις τράπεζες με ακόμα πιο επώδυνους όρους ή και να μην παρθούν καθόλου (εάν υπάρχουν μη εξυπηρετούμενα προηγούμενα δάνεια) ή να επιδοτηθούν με κρατικά ποσά (που λέγεται ότι θα ξεκινήσουν να δίνονται από τον Ιούνη-Ιούλη 2024) κλπ. Στο μεταξύ οι αγρότες δεν έχουν πάρει στα χέρια τους παρά μονάχα υποσχέσεις!

Υπάρχει και ένας ακόμα σοβαρός παράγοντας που συνδέεται με την έλλειψη των αγροτικών προϊόντων τόσο στην εσωτερική αγορά, όσο και στις -έστω μικρές- εξαγωγές. Η κυβέρνηση καμώνεται πως όλα πάνε ρολόι. Η έλλειψη ωστόσο των αγροτικών προϊόντων θα ανεβάσει προφανώς τις τιμές σε βάρος του καταναλωτή, ενώ παράλληλα μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή μεσολαβούν οι κερδοσκόποι μεσάζοντες και οι χονδρέμποροι. Οι μεν πιέζουν τους παραγωγούς για φτηνότερες τιμές, οι δε τους λιανεμπόρους για ακριβότερες τιμές. Έτσι το μειωμένο ή αυξημένο κόστος μειώνει ανάλογα τόσο την τιμή πώλησης των παραγωγών-αγροτών όσο και την αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών, με αποτέλεσμα ένας φαύλος κύκλος, με ζημιωμένους του αγρότες-παραγωγούς και τους καταναλωτές.

Η κυβέρνηση και οι εταιρείες βιάζονται να εκταμιεύσουν χρήματα από τα γεωργικά Ταμεία της ΕΕ. Η πρόεδρος της Κομισιόν, ντερ Λάιεν, μετά την συνάντηση που είχε στο Στρασβούργο με το Μητσοτάκη (12/09), δήλωσε ότι: «…Η Ελλάδα θα μπορέσει να πάρει 2,2 δισ. ευρώ κονδύλια από την ΕΕ. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε χρήματα από την προηγούμενη περίοδο που δεν είχαν δαπανηθεί. Του χρόνου θα μπορούμε να σας διαθέσουμε 400 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον». Αυτά τα χρήματα και άλλα περίπου 4 δισ. € θα πάρουν οι ιδιώτες εργολάβοι (γνωστές ντόπιες και ξένες κατασκευαστικές εταιρείες) και από το «Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», το ΕΣΠΑ κ.ά. προκειμένου να ξεκινήσουν οι υποδομές (σχολεία, φράγματα, δρόμοι, ηλεκτρικές και υδροδοτικές εγκαταστάσεις, δίκτυα ύδρευσης, σιδηροδρομικές υποδομές, γέφυρες, υπόνομοι, ανυψώσεις κοιτών ποταμών, ταμιευτήρες νερού κλπ, κλπ) σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας.

Τα πρώτα έργα αποκατάστασης των ζημιών αναμένεται να ξεκινήσουν την άνοιξη στη Θεσσαλία, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Δήμος Νοτίου Πηλίου. Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ν. Παπαθανάσης, δήλωσε ότι: «…οι πόροι που πρέπει να διατεθούν, με μια πρώτη εκτίμηση, ανέρχονται στο ποσό των 3,3 δισ. €, για ολόκληρη την Περιφέρεια, εκ των οποίων 2,3 δισ. προορίζονται για τις υποδομές…». Ο χρόνος της πλήρους αποκατάστασης των έργων κυμαίνεται από 4-8 χρόνια, σύμφωνα με τον σεισμολόγο Ε. Λέκκα που παραβρέθηκε στην ημερίδα.

Στο μεταξύ, μετά το διάστημα παύσης πληρωμών των έξι μηνών που έδωσε η κυβέρνηση, ξεκινά και πάλι η επιβαλλόμενη φορολεηλασία της πλημμυροπαθούς αγροτιάς, με τα μύρια προβλήματα επιβίωσης. Η κατεστραμμένη αγροτιά δεν έχει παρά μόνον τα ρούχα που φοράει!
Απέναντι σε αυτή την τραγική συγκυρία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τις φιλολαϊκές κορώνες, εφαρμόζει στην πράξη τους αντιλαϊκούς εξοντωτικούς μνημονιακούς φορομπηχτικούς νόμους, χωρίς καμία παρέκκλιση για τους πλημμυροπαθείς. Μια πολιτική που επωφελείται από τη συγκυρία, συνεχίζοντας το έργο του εξοστρακισμού της φτωχομεσαίας αγροτιάς από τη γη της, μία πολιτική που οδηγεί στο ξεκλήρισμα χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά, μία πολιτική που ευνοεί τη συγκέντρωση της γης στα χέρια των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τραπεζών, μία πολιτική που -στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας»- καταστρέφει τους φτωχούς και επιτρέπει στο ντόπιο και ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο να δημιουργεί τις αυριανές κερδοσκοπικές υποδομές του.

Εξάλλου, η αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, μέσω της ΚΑΠ -που εφάρμοσαν με ιδιαίτερη σκληρότητα και αλαζονεία οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ πάνω από τέσσερις δεκαετίες- έχει συσσωρεύσει πλήθος προβλημάτων, που οδηγούν τις πληγείσες περιοχές στο σημερινό αδιέξοδο. Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση αποδέχεται σκόπιμα τους ληστρικούς όρους των τραπεζικών δανείων, την ασύδοτη κερδοσκοπία των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων γεωργικών εφοδίων και μηχανημάτων, την αποδοχή του αφερέγγυου συστήματος επιδοτήσεων και συνυπευθυνότητας, την παντελή έλλειψη σχεδιασμού όσον αφορά το είδος των καλλιεργειών και τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, την απαράδεκτη άρνηση εφαρμογής προγραμμάτων Εγγείων Βελτιώσεων και Ύδρευσης, την αθρόα εισαγωγή ξένων εργατών γης και τόσες άλλες αντιαγροτικές επιλογές. Η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί να καταλογίσει στις προηγούμενες κυβερνήσεις την ευθύνη για κακούς χειρισμούς στα αγροτικά ζητήματα, θεωρώντας το πρόβλημα διαχειριστικό!

Η προσπάθεια της ΕΕ προσανατολίζεται στο στόχο τού να ξεφορτωθεί από τους ώμους της το επικίνδυνο φορτίο που λέγεται φτωχομεσαία αγροτιά, προκειμένου να κάνει «πιο ανταγωνιστική» την Ευρωπαϊκή Γεωργία στην επικείμενη αντιπαράθεσή της με τους διεθνείς ανταγωνιστές της. Οι πλημμύρες στη Θεσσαλία -όπου και το μεγάλο φορτίο της ελληνικής αγροτικής παραγωγής- δίνει σοβαρό επιχείρημα για έναν τέτοιο προσανατολισμό.

Στη χώρα μας, τα φτωχομεσαία δανειοσυντηρούμενα και επιδοτούμενα αγροτικά νοικοκυριά που απομείνανε είναι ήδη νοικοκυριά μερικής απασχόλησης και άρα δεν πληρούν, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς και τις επιταγές των αγροδιατροφικών μονοπωλίων, ούτε τις ικανές ούτε τις αναγκαίες συνθήκες για να χαρακτηρισθούν ανταγωνιστικά. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την λογική της ΕΕ και της κυβέρνησης, θα πρέπει όσο το δυνατόν συντομότερα να εγκαταλείψουν την αγροτική δραστηριότητα. Γι’ αυτά τα πλημμυρισμένα νοικοκυριά που βρίσκονται ήδη βουτηγμένα στα χρέη, με υποθηκευμένη τη γη τους και τα μέσα παραγωγής τους στις τράπεζες, με τα πανωτόκια που επιβάλλει η ληστρική πολιτική των τραπεζών και των τοκογλύφων του χωριού, υπάρχει μπροστά τους ή το φάσμα της καταστροφής ή η αναγκαιότητα του αγώνα για την ανατροπή των κυβερνητικών επιλογών.