Όταν η πόλη της Αθήνας δεχόταν τις συνέπειες του καύσωνα, του επονομαζόμενου Κλέωνα, το Υπουργείο Πολιτισμού δήλωνε ότι «έχει λάβει όλα τα μέτρα για την προστασία των επισκεπτών». Συγχρόνως, η FedHATTA (Ομοσπονδία Ελληνικών Συνδέσμων Γραφείων Ταξιδίων και Τουρισμού) χαιρέτιζε την πρωτοβουλία της Υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, «να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση του χρόνου αναμονής για την είσοδο στο σημαντικότερο αρχαιολογικό μνημείο της χώρας μας, τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης».
Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη είναι ότι το Υπουργείο εγκατέστησε μια τέντα μπροστά από την είσοδο της Ακρόπολης, αρκετή ώστε να καλύψει έναν μικρό αριθμό επισκεπτών λίγο πριν μπούνε στον χώρο, και έβαλε κάποιους εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού να μοιράσουν μερικά μπουκαλάκια νερό σε όσους περίμεναν, με το μεγαλύτερο βάρος της διαχείρισης του κόσμου να πέφτει στους φύλακες και τους ξεναγούς. Όσο για τη μείωση του χρόνου αναμονής που ανέφερε ο πρόεδρος της FedHATTA, ήταν στην ουσία η παραχώρηση προτεραιότητας από πλαϊνή είσοδο μόνο στα οργανωμένα τουρ των κρουαζιερόπλοιων. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι υπόλοιποι επισκέπτες, που δεν έχουν πληρώσει τις έξτρα υπηρεσίες των εφοπλιστών (μεμονωμένοι των κρουαζιερόπλοιων ή όχι, γκρουπ ή πριβέ χερσαίων γραφείων), θα έπρεπε να περιμένουν τη σειρά τους, με συχνές διακοπές στη ροή μέχρι και 20 λεπτά.

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, δεν υπάρχει κανενός είδους πρόβλεψη για τα βρέφη-παιδιά, ηλικιωμένους. Από την άλλη, τα ΑΜΕΑ, ενώ μπορούν δικαιωματικά να χρησιμοποιήσουν τον ανελκυστήρα (αν και εφόσον λειτουργεί), δεν το κάνουν γιατί αποκόπτονται από την ομάδα τους, η οποία χρειάζεται περίπου 1,5-2 ώρες μέχρι να διανύσει λίγα μέτρα και να φτάσει στην κορυφή του βράχου, εκεί όπου καταλήγει ο ανελκυστήρας. Όσο για την «ετοιμότητα του Υπουργείου» εν όψει καύσωνα, είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ όλες οι εφορείες αρχαιοτήτων είχαν ανακοινώσει το κλείσιμο των χώρων τις μεσημεριανές ώρες τουλάχιστον δύο μέρες νωρίτερα, η Ακρόπολη παρέμενε ανοιχτή χωρίς ενημέρωση μέχρι τελευταία στιγμή, ελπίζοντας μάλλον ότι θα υποχωρήσει ο καύσωνας ξαφνικά και δεν θα χαθούν τα έσοδα….

Μπαίνοντας αισίως στο δεύτερο κύμα καύσωνα, η Ακρόπολη και οι άνθρωποί της εκπέμπουν SOS! Σε ενημερωτική συνάντηση της Υπουργού με τους τουριστικούς πράκτορες για την εφαρμογή των ζωνών επισκεψιμότητας και, κατά συνέπεια, της διαχείρισης του πλήθους κάτω από τρομακτικές θερμοκρασίες και χωρίς σκιά, ούτε λίγο ούτε πολύ μετέφερε την οριστική εφαρμογή του νέου συστήματος …τον Απρίλιο του 2024 (!) και την πιλοτική ίσως την 1η Σεπτεμβρίου 2023, αν τελικά συμφωνήσουν και οι πράκτορες. Δηλαδή, όλο το επόμενο διάστημα θα συνεχιστεί η κοσμοσυρροή χωρίς έλεγχο, χωρίς οργάνωση και, συνήθως, χωρίς νερά – οι αυτόματοι πωλητές δεν έχουν δείγμα νερού από τις 11:00 το πρωί, ενώ άνθρωποι βρέχουν τα κεφάλια τους, λιποθυμούν, κάνουν εμετό δίπλα στα ερείπια. Για όλους τους παραπάνω λόγους η Πανελλήνια Ένωση Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων (ΠΕΥΦΑ) αποφάσισε επαναλαμβανόμενες στάσεις εργασίας κατά τις ώρες αιχμής του θερμικού φαινομένου «για την προστασία της υγείας των αρχαιοφυλάκων, καθώς και των επισκεπτών». Την ίδια στιγμή, τα συνδικαλιστικά όργανα των ξεναγών τηρούν σιγή ασυρμάτου και αποδεικνύονται τουλάχιστον ανεπαρκείς, την ώρα που οι συνάδελφοί τους, που πρέπει να εργάζονται, να μιλούν, να συνοδεύουν επισκέπτες και φυσικά να μην δικαιούνται διάλειμμα ή αλλαγή βάρδιας, να διακινδυνεύουν την σωματική τους ακεραιότητα για να βγει το τουρ.

Απέναντί τους έχουν όλοι μια ανάλγητη ηγεσία στο Υπουργείο Πολιτισμού, που αν και διατείνεται ότι κόπτεται για την προστασία του μνημείου θέτοντας ένα θεωρητικό πλαφόν στα 20.000 εισιτήρια ημερησίως (για το 2024), στην πραγματικότητα παίρνει αποφάσεις με γνώμονα το κέρδος και όχι τον πολίτη, τον εργαζόμενο, τον επισκέπτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρόσφατη συνάντησή της με τους φορείς, έκανε λόγο για αύξηση της τιμής των εισιτηρίων ανάλογα με τη ζώνη επίσκεψης (όσο πιο νωρίς το πρωί τόσο πιο ακριβό!), καθώς και για άνοιγμα του χώρου σε βραδινές ώρες με υψηλό αντίτιμο! Με αυτά τα δεδομένα, όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να τα βγάλουν πέρα χωρίς προστασία, χωρίς οργάνωση, χωρίς πρόβλεψη για ζώνες επίσκεψης, χωρίς όριο αριθμού επισκεπτών – «πάμε κι όπου βγει!».