Τα όσα διαμείφθηκαν με αφορμή την κηδεία του Γλύξμπουργκ έφεραν ξανά στον αφρό τις σχέ­σεις πολιτικών χώρων και των ανοιχτών λογαριασμών του αστικού συστήματος με τους μεσαιωνικούς θεσμούς και τα παράσιτά τους. Η ΝΔ του Μητσοτάκη, ακροβατώντας ανάμεσα στο θεσμικό κοινοβουλευτικό της ρόλο από τη μια και τις αντιδραστικές ιδέες και τα φιλομοναρχικά κατάλοιπα στο εσωτερικό της από την άλλη, μπορεί τυπικά να πήρε αποστάσεις από τις τιμές «πρώην αρχηγού κράτους», ουσιαστικά όμως με κάθε τρόπο φρόντισε να εξωραΐσει την «βασιλική οικογένεια» και το ρόλο της.

Ήταν όλοι εκεί. Ως επίσημοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ο αντιπρόεδρος Πικραμένος και η υπουργός πολιτισμού Λ. Μενδώνη. Ανεπίσημα, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, τιμές απέδωσαν οι Α. Σαμαράς, Μ. Βορίδης, Θ. Πλεύρης, (ο Γεωργιάδης δήλωσε ότι αν δεν έλειπε στο εξωτερικό θα ήταν εκεί), Ζ. Ράπτη, Μ. Χρυσομάλλη, Π. Μαντάς, Δ. Βαρτζόπουλος, Α. Ασημακοπούλου, Γ. Πατούλης, Θ. Δαβάκης, Γ. Κουμουτσάκος. Όλοι αυτοί, οι υμνητές του κοινοβουλευτισμού και της αστικής «δημοκρατίας», αισθάνθηκαν την ανάγκη να αποδώσουν τιμές σε ένα μεσαιωνικό παράσιτο, που σαν το τελευταίο κακομαθημένο, ακόμη και μετά τον τερματισμό της μοναρχίας στην Ελλάδα επεδίωκε την επαναφορά του στα πολιτικά πράγματα και διεκδικούσε ως περιουσία του τον ιδρώτα του ελληνικού λαού. Τον ιδρώτα που αυτός και οι προκάτοχοί του έκλεβαν επί αιώνες, από τότε που σαν βδέλλες με την επιβολή των ξένων εντολέων τους φυτεύτηκαν στο σώμα του. Απέδωσαν τιμές οι «δημοκράτες» τής ΝΔ σε ένα πρόσωπο και ένα θεσμό που πολέμησε όσο λίγοι την αστική δημοκρατία στην Ελλάδα. Που εκτός από την εμπλοκή του ίδιου σε πραξικοπήματα και απόπειρες, κανένα πρό­βλημα δεν είχε να ορκίσει τη χούντα των συνταγματαρχών.

Μαζί με αυτούς, ένας εσμός από τηλεοπτικά μέσα, δημοσιογραφικούς «αστέρες», εφοπλιστές, ιερατεία, μονάρχες των «ευρωπαϊκών δημοκρατιών», αναλυτές, «ιστορικούς», φιλοβασιλικούς και πάσης φύσεως μαϊν­τανούς, έδωσαν στην κηδεία του Γλύξ­μπουργκ έναν κάθε άλλο παρά ιδιωτικό χαρακτήρα. Η κηδεία μπορεί να μην έγινε δημοσία δαπάνη, αλλά έγινε σίγουρα με πλήρη τηλεοπτική κάλυψη, με τέτοια δημόσια διάσταση και με σαφή την επιδίωξη εξωραϊσμού του ιστορικού ρόλου του παλατιού. Είναι κάτι παρά πάνω από σαφές ότι το πολιτικό κόμμα που πρω­τοστάτησε σε αυτό ήταν η ΝΔ, που διατηρεί σταθερά ιστορικούς και πολιτικούς δεσμούς με την μοναρχία, την ιστορία της και το ακροατήριό της.

Καμία δουλειά δεν είχε η κυβέρνηση ενός αστικού κράτους με Σύνταγμα και κοινοβούλιο στην κηδεία των γαλαζοαίματων. Ούτε επίσημα, ούτε ανεπίσημα. Κανένας από αυτούς που υποτίθεται παρουσιάζονται ως «θιασώτες» του κοινοβουλευτισμού δεν έχει λόγο να τιμά τους ορκισμένους εχθρούς του. Ήταν όλοι εκεί όμως. Όπως ακριβώς στέκονται οι ομογάλακτοί τους σε όλη την Ευρώπη. Την πνιγμένη ακόμα στους βασιλιάδες, τα παράσιτα και τα μεσαιωνικά πρωτόκολλα. Γιατί διατηρούν δεσμούς με αυτούς και τα καθυστερημένα κοινωνικά ακροατήριά τους. Γιατί έχουν κάθε λόγο να κρατούν ανοιχτά παράθυρα στην ιδεολογική και πολιτική οπισθοδρόμηση. Γιατί αυτή είναι που ευνοεί και τη δική τους πολιτική διατήρηση και ενίσχυση. Οι αστείες «εξηγήσεις» και δικαιολογίες, όπως αυτές που διατύπωσαν ο Βορίδης περί κοινωνικών υποχρεώσεων και ο Κουμουτσάκος περί εκλογικού ακροατηρίου της γαλάζιας παράταξης, είναι το λιγότερο επικίνδυνες. Από κοντά και ο νεόκοπος φιλοβασιλικών καταβολών Π. Μα­ντάς που μίλησε για μια «δυνατή εμπειρία», αφού -όπως είπε ως νέος βουλευτής- «δεν έχει βιώματα από την περίοδο της βασιλείας». Όπως είπε, παρότι ακάλεστος, τον οδήγησαν να πάρει μέρος στην τελετή «τα ερεθίσματα τα οποία εισέπραξε το τελευταίο διάστημα από την περιοχή στην οποία πολιτεύεται, τη Μεσσηνία».

Έχουν ευθύνες. Υποκλίνονται στην μοναρχία. Την εξωραΐζουν. Την βγάζουν από το χρονοντούλαπο και την επιδεικνύουν ξανά στους λαούς. Αυτό κάνουν σε όλη τη «δημοκρατική» Ευρώπη άλλωστε, με όλο και μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία χρόνια. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα τυπικά η μοναρχία και ο ολέθριος ρόλος της τελείωσε το 1974, η επιμονή της ΝΔ να την τιμά, με τόσες επίσημες και ανεπίσημες παρουσίες μόνο αθώα δεν είναι.