Στις 8 Μαρτίου ψηφίστηκε το νομοσχέδιο-έκτρωμα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη επίθεση απέναντι στη δημόσια δωρεάν παιδεία και κανονική βόμβα στο άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο ουσιαστικά καταργεί. Στόχος του είναι όχι μόνο η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων που αυτόματα θα σημάνει υποβάθμιση των δημοσίων, αλλά και η περαιτέρω εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και στα δημόσια πανεπιστήμια. Τέτοιος θα είναι ο «ανταγωνισμός» δημοσίων-ιδιωτικών που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση της ΝΔ, ένας ανταγωνισμός για το ύψος του αποκλεισμού των παιδιών του λαού. Κύριος στόχος του νομοσχεδίου δεν είναι φυσικά η αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Είναι η όξυνση των ταξικών φραγμών. Να γίνουν ακόμα περισσότεροι αυτοί που δεν θα μπορούν να σπουδάσουν. Φροντιστήρια, εξετάσεις, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής που κάθε χρόνο αποκλείει χιλιάδες παιδιά και, στο τέλος, πανεπιστήμια ιδιωτικά και δημόσια με δίδακτρα απλησίαστα για τον λαό. Δεύτερον, έτσι υποβαθμίζεται η παρεχόμενη γνώση. Μετατρέπεται κυριολεκτικά σε εμπόρευμα, την ποιότητα μάλιστα της οποίας θα καθορίζουν με άμεσο τρόπο οι ολιγάρχες των ιδιωτικών.

Το φοιτητικό κίνημα, δύο μήνες τώρα, με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη πανεκπαιδευτική διαδήλωση της Παρασκευής 8/3, ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου, δίνει έναν δίκαιο αγώνα, υπερασπιζόμενο τη δημόσια δωρεάν παιδεία και το δικαίωμα όλων των παιδιών του λαού σε αυτή. Οι φοιτητές, συσπειρωμένοι στους Φοιτητικούς Συλλόγους, έστειλαν το μήνυμα της αντίστασης, έσπασαν την ηττοπαθή και μοιρολατρική λογική που καλλιεργείται από την κυβέρνηση, τα ΜΜΕ και τους συμμάχους τους μέσα στις σχολές, προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν προβλήματα στην προώθηση της κυβερνητικής πολιτικής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να φέρει το νομοσχέδιο μέσα σε γιορτές και εξεταστική για να αποφύγει τις αντιδράσεις. Μετά έφερε τις απειλές περί «χαμένης εξεταστικής και χαμένου εξαμήνου». Έβαλε τη ΔΑΠ στις συνελεύσεις, η οποία ηττήθηκε αποφασιστικά. Το ίδιο και η ΠΑΣΠ που δεν είχε να πει τίποτα άλλο παρά: «ανοιχτές σχολές». Στη συνέχεια, επιστράτευσε την καταστολή, με την αστυνομία κάθε εβδομάδα σχεδόν να πραγματοποιεί εφόδους πότε στο ΕΜΠ και πότε στο ΑΠΘ. Η τηλεξεταστική και η τηλεκπαίδευση αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται ως μέσα καταστολής του αγώνα, αποκλείουν χιλιάδες φοιτητές από την εκπαιδευτική διαδικασία και αποτελεί ζήτημα για τους Φοιτητικούς Συλλόγους να διεκδικήσουν την πραγματοποίηση εμβόλιμων εξεταστικών δια ζώσης για όλους τους φοιτητές.

Από την άλλη, πρέπει να σταθούμε στον διαλυτικό ρόλο που παίζουν οι κυρίαρχες δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά στο φοιτητικό κίνημα. Η ΚΝΕ/ΠΚΣ αποδέχθηκε την τηλεξεταστική, ενώ από την τρίτη κιόλας εβδομάδα των κινητοποιήσεων, η ΚΕ του ΚΚΕ δήλωνε πως «η κυβέρνηση έχει ήδη ηττηθεί», καλλιεργώντας στους φοιτητές ένα κλίμα επανάπαυσης και εφησυχασμού. Τώρα, και ενώ καλά-καλά δεν έχει στεγνώσει το μελάνι από την ψήφιση του νομοσχεδίου, οι ίδιες δυνάμεις, με τα γνωστά αφηγήματα για «τις μορφές πάλης που πρέπει να εναλλάσσονται», για «τους φοιτητές που είμαστε ήδη νικητές», προχώρησαν -πότε ανοιχτά και πότε συγκαλυμένα- στην πρόταση να ανοίξουν οι σχολές και οι φοιτητές να επιστρέψουν στην ακαδημαϊκή «κανονικότητα». Αλήθεια, τι μήνυμα στέλνει στο φοιτητικό κίνημα και σε όλο τον λαό που όλη αυτή την περίοδο αντλεί δύναμη κι ελπίδα από τον δίκαιο αγώνα του, ο τερματισμός των κινητοποιήσεων, των διαδηλώσεων και των καταλήψεων λίγες μόλις μέρες αφού ψηφίστηκε το νομοσχέδιο; Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ δεν είχαν εξαρχής την πεποίθηση ότι ο αγώνας αυτός μπορεί να κερδίσει, ότι το φοιτητικό κίνημα μπορεί να αναγκάσει την κυβέρνηση να αποσύρει το αντιεκπαιδευτικό της έκτρωμα, γι’ αυτό βάζει πλώρη για τις ευρωεκλογές του Ιούνη.

Οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ αρνήθηκαν να δώσουν σοβαρή μάχη απέναντι στην τηλεξεταστική ή όπου το έκαναν το έκαναν με όρους τυχοδιωκτικούς, μακριά και έξω από τους συλλόγους και τις διαδικασίες τους, ενώ παράλληλα με τις ενέργειες και την πολιτική τους στένεψαν το περιεχόμενο του αγώνα με τα πολυσέλιδα «πολιτικά πλαίσιά» τους, έφτιαξαν συντονιστικά χωρίς σε αυτά να εκλέγεται κανείς, αλλά να αποτελούν βασικά πεδίο ανταγωνισμού τόσο ανάμεσά τους, όσο και με τις δυνάμεις της ΠΚΣ, καλούσαν κάθε τόσο σε κινητοποιήσεις που αντικειμενικά λειτουργούσαν διασπαστικά απέναντι στις κεντρικές κινητοποιήσεις της Πέμπτης, η συνθηματολογία τους για «λευκές εξεταστικές» τροφοδότησε την αντιδραστική προπαγάνδα και τους φορείς της, ενώ οι πρακτικές των ξυλοδαρμών και των τραμπουκισμών των δυνάμεων αυτών αμαύρωσαν και αμαυρώνουν τις ιδέες της αριστεράς και αξιοποιούνται από την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της για να λοιδορούν τον αγώνα των φοιτητών.

Δύο μήνες τώρα, οι δύο αυτές δυνάμεις προκαλούν διάσπαση στο φοιτητικό κίνημα. Δύο «συντονιστικά», δύο «πλαίσια», οι ίδιοι φοιτητικοί σύλλογοι σε δύο διαφορετικά πανό, δύο διαδηλώσεις, με αποτέλεσμα αντικειμενικά να αποδυναμώνουν τον αγώνα. Ακόμα και όταν υποχρεώθηκαν, κάτω από την πίεση του κόσμου που μαζικά μπήκε στις συνελεύσεις και κατέβηκε στους δρόμους, να κατεβάσουν κοινά πλαίσια και κοινά πανό, οι μικροηγεμονίστικες και σεχταριστικές αντιλήψεις που διαπνέουν τους δύο αυτούς χώρους οδήγησαν και οδηγούν στην αναπαραγωγή μιας σειράς εκφυλιστικών και διαλυτικών πρακτικών στις συνελεύσεις και τις κινητοποιήσεις. Έφτασαν στο σημείο να ανοίγουν ο ένας τα κεφάλια του άλλου (πρακτικές που δεν έχουν καμία σχέση με την αριστερά και το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα και αποτελούν βούτυρο στο ψωμί των ΜΜΕ για τη συκοφάντηση του αγώνα) με επίδικο…το ποιος θα είναι στην πρώτη θέση στις διαδηλώσεις!

Ανάγκη ο αγώνας μέχρι τη νίκη
Η Φοιτητική Πορεία εξαρχής κάλεσε τους φοιτητές να παλέψουν συσπειρωμένοι στους συλλόγους τους. Με πραγματική ενότητα πάνω στο παλλαϊκό αίτημα της υπεράσπισης της δημόσιας δωρεάν παιδείας. Στάθηκε απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα και την τρομοκρατία των «χαμένων εξαμήνων». Έδωσε με συνέπεια τη μάχη απέναντι στην ηλεκρονική εξεταστική, καταγγέλλοντάς την ως μηχανισμό καταστολής του αγώνα.

Το φοιτητικό κίνημα υποχρέωσε την κυβέρνηση να μεταθέσει την ψήφιση του νομοσχεδίου ενάμιση μήνα μετά, ενώ ταυτόχρονα οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να «συρθούν» στην καταψήφισή του. Το αίτημα από εδώ και πέρα δεν μπορεί να είναι ούτε «ο νόμος να μείνει στα χαρτιά», ούτε «να μην εφαρμοστεί», όπως διακηρύσσουν οι δυνάμεις του ρεφορμισμού. Αμετάθετος στόχος του φοιτητικού κινήματος πρέπει να είναι το νομοσχέδιο αυτό να παρθεί πίσω και να καταργηθεί και ο αγώνας για δημόσια και δωρεάν παιδεία, για μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα να συνεχιστεί.