Εδώ και τρία χρόνια, το εκπαιδευτικό κίνημα δίνει με ενότητα, αποφασιστικότητα και μαζικότητα τη μάχη ενάντια στην αξιολόγηση. Χιλιάδες νεοδιόριστοι σε όλη τη χώρα συμμετέχουν στην απεργία-αποχή, στον αγώνα ενάντια στην ατομική αξιολόγηση, την ιδιωτικοποίηση και την επιχειρηματική λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης, ενάντια στον ανταγωνισμό και την κατηγοριοποίηση των σχολείων, την πειθάρχηση και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών, ενάντια στην υποδούλωση της ζωντανής εκπαίδευσης και στη μετάλλαξη κάθε δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου. Δίπλα σε αυτούς βρίσκονται και συνυπογράφουν δεκάδες χιλιάδες μόνιμοι και αναπληρωτές, καθώς συντριπτικά είναι τα ποσοστά στην απεργία-αποχή από ολόκληρους τους συλλόγους διδασκόντων.

Η κυβέρνηση έχοντας πιεσθεί από τον αξιόλογο και μακρόχρονο αυτόν αγώνα των εκπαιδευτικών και αποτυγχάνοντας να εφαρμόσει άλλη μια αντιδραστική μεταρρύθμιση, που άλλωστε αποτελεί και ένα από τα σημεία αναφοράς της, επιδίδεται με μανία στην προσφιλή της τακτική αυτή της τρομοκράτησης και του εκφοβισμού των εργαζομένων, μέσω αλλεπάλληλων δικαστικών προσφυγών, οι οποίες κρίνουν παράνομη την απεργία-αποχή. Παράλληλα με εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, παρατείνει την προθεσμία της αξιολόγησης που έχει παρέλθει στις 11-3-2024 σε 22-3-2024, απειλώντας εμμέσως πλην σαφώς για ενδεχόμενη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού παραπτώματος (!) σε περίπτωση μη συμμετοχής.

Μόνο για την απεργία-αποχή της ΑΔΕΔΥ από την αξιολόγηση στο Δημόσιο, η κυβέρνηση έχει προσφύγει 5 φορές τη φετινή χρονιά και σε όλες τις περιπτώσεις η απεργία κρίθηκε παράνομη. Η τελευταία ήταν πρόσφατα στις 6 Μαρτίου, όταν η υπουργός Εσωτερικών, Νίκη Κεραμέως, κατέθεσε αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας να κριθεί παράνομη και καταχρηστική η απεργία-αποχή που έχει κηρύξει η ΑΔΕΔΥ από τις διαδικασίες αξιολόγησης-στοχοθεσίας στο Δημόσιο. Η απόφαση έκρινε ξανά τη απεργία-αποχή παράνομη.

Συγκεκριμένα όπως καταλήγει: «…Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη απεργιακή κινητοποίηση συνιστά «πολιτική» απεργία, η οποία είναι παράνομη, αφού επιχειρεί να καταλύσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας να νομοθετεί επί ζητημάτων που ανήκουν στην αποκλειστική ρυθμιστική εξουσία της…». Καμιά απολύτως έκπληξη βεβαίως, καθώς τόσο η κυβέρνηση, όσο και η «τυφλή» δικαιοσύνη, δεν έχουν αφήσει καμιά απεργιακή κινητοποίηση τα τελευταία χρόνια, με όπλο και τον νόμο Χατζηδάκη, απέναντι στην οποία να μην έχει γίνει προσφυγή και στη συνέχεια η απόφαση να μην την κρίνει παράνομη. Απώτερος στόχος της κυβέρνησης δεν είναι άλλος από το να καταργήσει τελικά το δικαίωμα της απεργίας, με ευθεία βολή ενάντια σε άλλο ένα άρθρο του Συντάγματος, το άρθρο 23 που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην απεργία.

Για την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ στη συνεδρίασή της, 14/03/2024, αποφάσισε, να μην επαναπροκηρύξει, προς το παρόν, την απεργία-αποχή και να καλέσει όλες τις ομοσπονδίες του Δημοσίου, των οποίων οι υπάλληλοι υπάγονται στον Ν.4940/22, να συνεκτιμήσουν όλα τα παραπάνω δεδομένα και να εξετάσουν τη δυνατότητα επαναπροκήρυξης της απεργίας -αποχής από τις ίδιες. Θυμίζουμε πως η ίδια απόφαση για απεργία-αποχή από την αξιολόγηση στο προηγούμενο διάστημα υπήρχε και από τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών ΟΛΜΕ και ΔΟΕ και είχε επίσης κριθεί παράνομη.

Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πως ο μηχανισμός της αξιολόγησης που έχει στήσει η κυβέρνηση είναι ένα ακόμη αντεργατικό μέτρο. Περιλαμβάνοντας ρυθμίσεις που μεταθέτουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν σε προϊσταμένους και υπαλλήλους και έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα. Η άμεση σύνδεση της αξιολόγησης με τη μισθολογική εξέλιξη και τον βαθμό επίτευξης στόχων που προωθείται θα οδηγήσει στη συρρίκνωση μισθών, ανοίγοντας τον δρόμο στην εντατικοποίηση της εργασίας, με εργαζόμενους σιωπηλούς και φοβισμένους. Είναι χαρακτηριστικό πως αξιοποιήθηκαν τα λεγόμενα «κίνητρα απόδοσης – bonus» του ν. 4940/2022 σε πολλά Υπουργεία ως εργαλεία περαιτέρω κατηγοριοποίησης και μισθολογικής διαφοροποίησης υπαλλήλων της ίδιας υπηρεσίας και του ίδιου φορέα που εργάζονται κάτω από τις ίδιες απαράδεκτες συνθήκες με πενιχρά μέσα, πόρους και προσωπικό.

Ταυτόχρονα, οι αφηρημένες, αόριστες και υποκειμενικές έννοιες για δεξιότητες, όπως «ακεραιότητα», «ηγετικότητα», «προσαρμοστικότητα», «ευελιξία και ανθεκτικότητα του υπαλλήλου στις αλλαγές», δημιουργούν ένα αόριστο πλαίσιο αξιολόγησης, με κριτήρια υποκειμενικά και μη μετρήσιμα. Ενώ βέβαια κανένα σύστημα αξιολόγησης δεν θέτει η κυβέρνηση σε σχέση με την υποστελέχωση των σχολείων και την έλλειψη εξοπλισμού.