Από προειδοποιήσεις, απειλές, στρατιωτικές κινήσεις και διπλωματικούς ελιγμούς χαρακτηρίζεται το μέτωπο του αμερικανοκινεζικού ανταγωνισμού το τελευταίο διάστημα. Αποκορύφωμα η απειλή που εκτόξευσε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προς τον Κινέζο ομόλογό του για «απόσυρση» των αμερικανικών εταιρειών από την Κίνα, παραλληλίζοντας την ενέργεια αυτή με την αντίστοιχη απομάκρυνση 600 αμερικανικών εταιρειών από τη Ρωσία στο πλαίσιο των αντιρωσικών κυρώσεων.

Μιλώντας στο CNN κατηγόρησε την Κίνα πως επιδιώκει να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως η χώρα με τη μεγαλύτερη οικονομική και στρατιωτική ισχύ στον πλανήτη. Υποστήριξε πως «υπάρχει ένας τρόπος να λυθεί» αυτό το ζήτημα: «Να διαμορφωθεί μια σχέση εργασίας με την Κίνα που θα ωφελήσει και εκείνους και εμάς» επιδιώκοντας να διατηρήσει μια «απόσταση ασφαλείας», για την οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ, από τον βασικότερο διεκδικητή. Αποκάλυψε πως μετά τη συνάντηση που είχε ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, με τον Ρώσο ομόλογό του, κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Μόσχα, τον κάλεσε για να του επισημάνει πως «από τη στιγμή που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, 600 αμερικανικοί όμιλοι αποσύρθηκαν από τη Ρωσία. Και εσείς μου είπατε ότι η οικονομία σας εξαρτάται από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Άρα, να προσέχετε. Να προσέχετε. Δεν πρόκειται για απειλή. Πρόκειται για διαπίστωση». Απαντώντας στην ερώτηση για το ποια ήταν η αντίδραση του Κινέζου προέδρου, ο Μπάντεν είπε ότι «άκουσε και δεν διαφώνησε. Και, αν προσέξετε, δεν έχει πάει πλήρως με τη Ρωσία. Επομένως, νομίζω ότι υπάρχει τρόπος να βρεθεί άκρη».

Μπορεί, σύμφωνα με τον Μπάιντεν, ο Σι να μην διαφώνησε με την παρατήρησή του για τη στάση της Κίνας σε σχέση με τη Ρωσία, υποδεχόμενος όμως στο Πεκίνο τη Βαλεντίνα Ματβιένκο, πρόεδρο του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας (Άνω Βουλή) της Ρωσίας, τάχθηκε υπέρ της διαμόρφωσης μιας «συνολικής στρατηγικής εταιρικής σχέσης συνεργασίας» μεταξύ των δύο χωρών. Ανταπαντώντας η Ματβιένκο τόνισε πως «μπορούμε να υπολογίζουμε ότι θα ακουμπήσουμε στον σταθερό και αξιόπιστο ώμο ενός φίλου, στην Κίνα». Επιπλέον η Μόσχα ανακοίνωσε ότι το αμέσως επόμενο διάστημα προγραμματίζεται επίσημη επίσκεψη του Ρώσου προέδρου, Βλ. Πούτιν, στην Κίνα. Σύμφωνα με τον Σι Τζινπίνγκ η επίσκεψη θα γίνει τον Οκτώβρη, χωρίς να έχει καθοριστεί η ακριβής ημερομηνία.

Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμ. Πεσκόφ, υπογράμμισε πως «τώρα είναι η κατάλληλη ώρα για να επιβεβαιωθούν οι καλές σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου». Διευκρίνισε ότι τα θέματα που θα συζητήσουν οι δύο άντρες είναι αρκετά εκτεταμένα, από τη διμερή εμπορική και οικονομική συνεργασία μέχρι την ανταλλαγή απόψεων για την κατάσταση σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

Την ίδια στιγμή έντονη είναι η κινητικότητα υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων στο Πεκίνο. Μετά την επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠΕΞ, Α. Μπλίνκεν, ήταν η σειρά της Αμερικανίδας υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, να επισκεφτεί την κινεζική πρωτεύουσα, ενώ το Πεκίνο επισκέφθηκε και ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για το κλίμα, Τζον Κέρι. Αίσθηση προκάλεσε στα διεθνή ΜΜΕ η τριπλή υπόκλιση της Γέλεν προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Κίνας, Χε Λιφένγκ, χωρίς ανταπόδοση, που θεωρήθηκε ένα σοβαρό «λάθος πρωτοκόλλου» και από κάποιους αναλυτές ερμηνεύτηκε ως ένδειξη αμερικανικής αδυναμίας.

Κατά τη διάρκεια της τετραήμερης επίσκεψης της Γέλεν δεν προέκυψαν συγκεκριμένες συμφωνίες. Ουάσιγκτον και Πεκίνο σημείωσαν ότι οι επαφές απέδωσαν καρπούς χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες. Το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων, Xinhua, ανέφερε ότι η συνάντηση της Αμερικανίδας ΥΠΟΙΚ με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης κατέληξε σε συμφωνία για την «ενίσχυση της επικοινωνίας και της συνεργασίας για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων». Η ίδια, σε συνέντευξη Τύπου, είπε ότι οι συνομιλίες της βοήθησαν να τεθούν οι δεσμοί σε «ασφαλέστερη βάση». Αναφέρθηκε στην «υποχρέωση που έχουν τα δύο έθνη να διαχειρίζονται αυτήν τη σχέση με υπεύθυνο τρόπο: Να βρουν τρόπο να συμβιώσουν και να μοιραστούν την παγκόσμια ευημερία», προσθέτοντας ότι «ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος ώστε και οι δυο χώρες μας να μπορέσουν να ευημερήσουν».

Παρά όμως αυτά τα ευχολόγια εξέφρασε τις ανησυχίες της «όσον αφορά την πρόσφατη αναζωπύρωση των εξαναγκαστικών μέτρων σε βάρος αμερικανικών εταιρειών». Παράλληλα υπερασπίστηκε τους περιορισμούς των ΗΠΑ στην εξαγωγή ημιαγωγών για τον εφοδιασμό κινεζικών εταιρειών εντάσσοντας τους στο πλαίσιο της «εθνικής ασφάλειας». «Δεν τις χρησιμοποιούμε για να αποκτήσουμε οικονομικό πλεονέκτημα», πρόσθεσε. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα χρησιμοποίησε το Πεκίνο, παραμονές τις επίσκεψης Γέλεν, για να επιβάλει έλεγχο εξαγωγών σε κρίσιμα μέταλλα (γάλλιο και γερμάνιο) τα οποία χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ημιαγωγών και σε μια σειρά τεχνολογικές εφαρμογές αιχμής.
Το κινεζικό υπουργείο Οικονομικών σε ανακοίνωσή του ζήτησε από τις ΗΠΑ «να σταματήσουν την καταπίεση των κινεζικών εταιρειών, να άρουν τους περιορισμούς για προϊόντα που συνδέονται με τη Σιντζιάνγκ και να λάβουν συγκεκριμένα βήματα για την αντιμετώπιση των σοβαρών ανησυχιών της Κίνας» και πως η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ είναι «μια ρεαλιστική ανάγκη» και «σωστή επιλογή για τις δύο χώρες».

Η Κίνα επιδιώκει «ήρεμα νερά» στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες, ώστε να διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική, μέσα σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και όξυνση των ανταγωνισμών. Επιδιώκει να κερδίσει χρόνο ώστε με καλύτερους όρους να διεκδικήσει την παγκόσμια ιμπεριαλιστική ηγεμονία από τις ΗΠΑ, αν και την ίδια στιγμή προετοιμάζεται για τους «ισχυρούς ανέμους», τις «φουρτουνιασμένες θάλασσες».

Η στάση της Γερμανίας απέναντι στην Κίνα

Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η γερμανική κυβέρνηση παρουσίασε και ενέκρινε τη στρατηγική της Γερμανίας προς την Κίνα. Κινείται στην ίδια ρότα με τη στρατηγική της ΕΕ για τη μείωση του κινδύνου για τα γερμανικά και ευρωπαϊκά μονοπώλια και τη διατήρηση μια σχετικής αυτονομίας στον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας. Σύμφωνα με τον καγκελάριο Σόλτς η νέα στρατηγική της Γερμανίας «έρχεται ως απάντηση σε μια μεταβαλλόμενη, πιο δυναμική Κίνα» προσθέτοντας πως «στόχος δεν είναι η αποσύνδεση. Θέλουμε όμως να αποφύγουμε κρίσιμες εξαρτήσεις στο μέλλον».

Παρουσιάζοντας την έκθεση στο ινστιτούτο κινεζικών μελετών Μερκατόρ, στο Βερολίνο, η Γερμανίδα ΥΠΕΞ, Αν. Μπέρμποκ, ξεκαθάρισε πως η Γερμανία θέλει να διαφοροποιήσει τους οικονομικούς της δεσμούς, αλλά όχι σε βάρος της Κίνας. Στην έκθεση η Κίνα χαρακτηρίζεται «εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος». Αναφέρεται επίσης πως «οι οικονομικές σχέσεις αποτελούν σημαντική διάσταση της διμερούς μας ανταλλαγής. Η Κίνα θα παραμείνει σημαντική αγορά για τη γερμανική οικονομία. Η Γερμανία είναι επίσης σημαντική αγορά πωλήσεων για τις κινεζικές εταιρείες».Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται πως «όσο περισσότερο η Κίνα απομακρύνεται από τους κανόνες της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες, τόσο πιο κρίσιμες εξαρτήσεις μεμονωμένων βιομηχανιών ή εταιρειών στην κινεζική αγορά θα μπορούσαν να αποδειχθούν πρόβλημα. Ταυτόχρονα, η κινεζική αγορά παραμένει μεγάλης σημασίας για πολλές εταιρείες».

Εγείρονται ακόμη αιτιάσεις για τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές εταιρείες στην κινεζική αγορά, καθώς και την «πρόσβαση των ευρωπαϊκών εταιρειών στο σύστημα δημοσίων συμβάσεων της Κίνας» που «χαρακτηρίζεται από σημαντικούς περιορισμούς», ενώ οι κινεζικές εταιρείες έχουν σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση στη γερμανική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό θα απαιτηθούν από τη μεριά του Βερολίνου συνολικές διαρθρωτικές βελτιώσεις στο περιβάλλον αγοράς της Κίνας, ενώ μπαίνει σε πρώτη γραμμή η επέκταση των επενδύσεων και των εμπορικών σχέσεων με άλλα κράτη της Ασίας και του Ειρηνικού.

Για την αποφυγή μακροπρόθεσμων «κινδύνων ασφαλείας» σε τεχνολογίες αιχμής η γερμανική κυβέρνηση θα προσαρμόσει τον κατάλογο ελέγχου των εξαγωγών νέων βασικών τεχνολογιών και θα τροποποιήσει τον νόμο για τον επενδυτικό έλεγχο. Το Βερολίνο θέτει ζήτημα εξάρτησης σε σημαντικούς τομείς, όπως οι σπάνιες γαίες και οι πρώτες ύλες που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση όταν αυτές συγκεντρώνονται σε «λίγες ή μόνο μια χώρα προέλευσης», όπως έδειξε και η περίπτωση της Ρωσίας.

Ταυτόχρονα τονίζεται η προσέγγιση Κίνας-Ρωσίας, η ασυνέπεια του Πεκίνου στην υπεράσπιση της Ουκρανίας και η «κινεζική προπαγάνδα» που «ενισχύει τις αφηγήσεις της Ρωσίας» και γι’ αυτό απαιτούνται «αντίμετρα» σε όλα τα επίπεδα συμπεριλαμβανομένου και του ευρωπαϊκού. Σύμφωνα με την έκθεση η απόφαση του Πεκίνου να επεκτείνει τη σχέση του με τη Μόσχα έχει άμεσες επιπτώσεις στην ασφάλεια της Γερμανίας.

Στο μεταξύ Γερμανοί στρατιώτες αναχώρησαν προκειμένου να πάρουν μέρος για πρώτη φορά σε άσκηση στην Αυστραλία, στην οποία θα συμμετάσχουν δυνάμεις συνολικά 12.000 ατόμων από 12 διαφορετικές χώρες. Ο επικεφαλής των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, Αλφόνς Μάις, τόνισε πως «πρόκειται για περιοχή με εξαιρετικά υψηλή σημασία για εμάς στη Γερμανία, όπως και για την ΕΕ, εξαιτίας των οικονομικών αλληλεξαρτήσεων».

Εκατέρωθεν πολεμικά σενάρια στον Ειρηνικό – Νέα όξυνση στην Κορεατική χερσόνησο

Εντείνεται η στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους με την Κίνα στον Ειρηνικό Ωκεανό με επίκεντρο τα στενά της Ταϊβάν και την Κορεατική χερσόνησο.
Από τις 7 Ιούλη πραγματοποιήθηκαν μεγάλα αεροπορικά γυμνάσια στον Ειρηνικό με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, του Καναδά, της Βρετανίας, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Ιαπωνίας και της Γαλλίας. Στην ετήσια αυτή άσκηση με την κωδική ονομασία «Mobility Guardian» συμμετείχαν φέτος επταπλάσιες δυνάμεις από αυτές του 2021. Στελέχη της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας δήλωσαν ότι η άσκηση θα λειτουργήσει ως «συνεκτική κόλλα» για μια σειρά και άλλων ασκήσεων που θα γίνουν αυτό το καλοκαίρι στον Ινδο-Ειρηνικό.
Επίσης αμερικανικό αεροπλάνο περιπολίας πέταξε μέσα από τα Στενά της Ταϊβάν με την Ουάσιγκτον να αναφέρει πως αυτή η διέλευση «καταδεικνύει τη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό. Ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών πετά, πλέει και επιχειρεί οπουδήποτε το επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο». Πριν λίγες μέρες η Κίνα ολοκλήρωσε νέες ασκήσεις στην περιοχή της Ταϊβάν με τη συμμετοχή πάνω από 30 αεροσκαφών.

Σε μια νέα κλιμάκωση της κρίσης στην Κορεατική χερσόνησο, ως συνέπεια της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ και των λακέδων της Σεούλ, η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε νέα πυραυλική δοκιμή με την εκτόξευση διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου «Hwasong-18». Η Πιονγιάνγκ είχε προειδοποιήσει πως είναι έτοιμη να καταρρίψει αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροσκάφη εφόσον παραβιάσουν τον εναέριο χώρο της. Κατήγγειλε πως οι ΗΠΑ έχουν «εντείνει τις κατασκοπευτικές τους δραστηριότητες πάνω από το επίπεδο του πολέμου».

Οι κινήσεις αυτές ήταν απάντηση στο μπαράζ κοινών στρατιωτικών ασκήσεων μεταξύ ΗΠΑ και Νότιας Κορέας με τη συμμετοχή του αμερικανικού πυρηνοκίνητου υποβρυχίου «USS Michigan», το οποίο είναι ικανό να φέρει πυρηνικό βαλλιστικό πύραυλο. Το υποβρύχιο ελλιμενίστηκε στο νοτιοκορεατικό λιμάνι Μπουσάν. Τον πυρηνικό εκβιασμό των ΗΠΑ προς τη Β. Κορέα εντείνει η πρώτη συνεδρίαση της νέας «Ομάδας Διαβούλευσης για τα Πυρηνικά» που συνέστησαν Ουάσιγκτον και Σεούλ κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης του Νοτιοκορεάτη Προέδρου στην αμερικανική πρωτεύουσα.

Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η νοτιοκορεατική προεδρία για τη συνεδρίαση ανέφερε ότι στόχος είναι η «ανάπτυξη ισχυρών, από κοινού ικανοτήτων, περιλαμβανομένων των πυρηνικών, ως μέρος της διευρυμένης αποτροπής».

Υπογραφή «στρατηγικής εταιρικής σχέσης» Κίνας και Νήσων Σολομώντα

Σε μήλον της έριδος, μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, έχουν μετατραπεί οι νησιωτικές χώρες του Ειρηνικού, ο οποίος εξελίσσεται σε σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης των δύο ιμπεριαλιστών.
Πριν λίγο καιρό είχε προκαλέσει αίσθηση η «αμυντική συμφωνία» της Κίνας με τις Νήσους Σολομώντα, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις στη Δύση. Τώρα ο Κινέζος πρόεδρος και ο πρωθυπουργός των Νήσων, Μανασέχ Σογκαβάρε, υπέγραψαν επίσημα, στο Πεκίνο, τη δημιουργία της «Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης» μεταξύ των δύο χωρών, εμβαθύνοντας τη συνεργασία σε όλους του τομείς.
Ο Σι Τζινπίνγκ δήλωσε πως η συνεργασία αυτή αποτελεί βάση για την ανάπτυξη αντίστοιχων συνεργασιών με άλλες χώρες του Ειρηνικού.
Σε απάντηση οι ΗΠΑ υπέγραψαν στα τέλη Μάη στρατιωτική συμφωνία με τη γειτονική Παπούα Νέα Γουινέα με την οποία οι ένοπλες δυνάμεις τους αποκτούν πλήρη και ανεμπόδιστη πρόσβαση στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της νησιωτικής χώρας.

Σύνοδος των ΥΠΕΞ του ASEAN

Συνάντηση του Αμερικανού ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, με τον Γουάνγκ Γι, υπεύθυνο του κινεζικού κυβερνώντος κόμματος για τις διεθνείς σχέσεις, πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της συνόδου.
Σύμφωνα με την αμερικανική πλευρά «η συνάντηση ήταν στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων προσπαθειών να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, προκειμένου να διασαφηνιστούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και να υπάρξει υπεύθυνη διαχείριση του ανταγωνισμού, μειώνοντας τον κίνδυνο παρανοήσεων και λανθασμένων κρίσεων».
Ο Κινέζος διπλωμάτης συναντήθηκε επίσης με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, Λαβρόφ, επιβεβαιώνοντας την στρατηγική εταιρική σχέση των δύο πλευρών.