Την κλιμάκωση της ρωσικής αντεπίθεσης ανακοίνωσε δημόσια ο υπουργός Άμυνας της Ρωσίας, Σεργκέι Σοϊγκού. Αναφερόμενος στις περιοχές Λουχάνσκ, Χερσώνα, Ντονέτσκ και Ζαπορίζια τις οποίες η Ρωσία έχει προσαρτήσει, αλλά ελέγχει μερικώς, υποστήριξε ότι από την αρχή του χρόνου «403 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους νέων περιοχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας έχουν περάσει υπό τον έλεγχό μας». Ο Σοϊγκού δήλωσε πως οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εξακολουθούν «να ωθούν τις ουκρανικές δυνάμεις δυτικά».

Το αμερικανικό ινστιτούτο για τη μελέτη του πολέμου (ISW) εκτίμησε πως η Ρωσία έχει καταλάβει 505 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους στην Ουκρανία από τον περασμένο Οκτώβριο. Το ινστιτούτο παραδέχεται ότι ο ουκρανικός στρατός είναι «ευάλωτος», καθώς έχει ξεμείνει από πυρομαχικά που τον εμποδίζουν να διεξαγάγει «αποτελεσματικές αμυντικές επιχειρήσεις». Με δεδομένες της πολιτικές διαφωνίες σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες για τη στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, το ISW υπογράμμισε πως «οι ευκαιρίες εκμετάλλευσης της ουκρανικής ευαλωτότητας» θα διευρύνονται όσο η χώρα αντιμετωπίζει ελλείψεις εξοπλισμού και θα δυσκολεύεται να στρατολογήσει νέους στρατιώτες.

Η υπηρεσία πληροφοριών του βρετανικού υπουργείου Άμυνας σε ενημέρωσή της παραδέχεται ότι «η Ρωσία διατηρεί μεγάλο ποσοτικό πλεονέκτημα στον πόλεμο, υπερτερώντας της Ουκρανίας ως προς τα πυρομαχικά και τον εξοπλισμό(…). Στρατολογεί κατά προσέγγιση 30.000 νεοσύλλεκτους τον μήνα, και έτσι πιθανότατα μπορεί να συνεχίσει να αντεπεξέρχεται στις απώλειες και να εξακολουθεί τις επιθέσεις για να φθείρει τις ουκρανικές δυνάμεις».
Στο αμερικανικό Κογκρέσο, ένα πακέτο 60 δισ. δολαρίων παραμένει μπλοκαρισμένο εδώ και μήνες από τη ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση, με τον Ζελένσκι να εκλιπαρεί για αυτή τη χρηματοδότηση.