Οι λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, πρόκειται να γίνουν τον Νοέμβριο του 2022 και ήδη Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι ακροβολίζονται για να επιτύχουν τους στόχους τους.
Ένα ζήτημα που αφορά τις εκλογές αυτές είναι η αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών, η οποία συνήθως συμβαίνει κάθε δέκα χρόνια. Η πρόφαση για αυτήν είναι η αντιστοίχιση της εκλογικής διαδικασίας με τις πληθυσμιακές αλλαγές εντός των πολιτειών οπότε και εντός των εκλογικών περιφερειών. Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει είναι ότι, κάθε ένα από τα δύο κόμματα πασχίζει να διατάξει τις εκλογικές περιφέρειες με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίσει την εκλογή περισσότερων υποψηφίων. Αυτή η διαδικασία αφορά τις εκλογές της Βουλής των Αντιπροσώπων, της οποίας το σύνολο των 435 εδρών είναι ανοικτό στην εκλογική αναμέτρηση, σε αντίθεση με τη Γερουσία όπου μόνο 34 από τις 100 έδρες θα κριθούν.

Δεν υπάρχει προκαθορισμένη διαδικασία για το πώς ανακαθορίζονται οι εκλογικές περιφέρειες, όπου συμβαίνει αυτό. Αλλού αποφασίζει το δικαστήριο, οπότε όποιος το ελέγχει έχει πλεονέκτημα, σε άλλη περίπτωση διακομματική επιτροπή. Σε κάποιες περιπτώσεις ο κυβερνήτης της πολιτείας έχει καθοριστικό ρόλο. Αυτό το χάος μάλλον αντανακλά εδραιωμένους από παλιά συσχετισμούς.
Οι Δημοκρατικοί μέσω του επικεφαλής για τις εκλογές της Βουλής, αντιπροσώπου Σιν Πάτρικ Μαλόνεϊ κοκορεύονται ότι τα έχουν πάει πολύ καλά μέχρι στιγμής και ότι διατηρούν ελπίδες για να μην παραδώσουν αμαχητί τον έλεγχό της στους Ρεπουμπλικάνους τον επόμενο Γενάρη. Οι Δημοκρατικοί φοβούνται δικαίως ότι, μετά τις ενδιάμεσες οι Ρεπουμπλικάνοι θα ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, οπότε αυτοί θα απομείνουν με τον γερασμένο πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, του οποίου η αποδοχή μειώνεται γοργά.

Γι’ αυτό, αν και κατηγορούσαν παλιότερα τους Ρεπουμπλικάνους για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, τώρα έχουν δώσει τα ρέστα τους για να αναδιατάξουν τον εκλογικό χάρτη μήπως και σωθεί η παρτίδα. Το ρίσκο που αναλαμβάνουν είναι ότι δίνουν προτεραιότητα στο πλήθος των εδρών, εις βάρος ωστόσο της διαφοράς με την οποία κερδίζουν παραδοσιακά κάποιες έδρες, μετατρέποντας κάποιες σίγουρες σε περισσότερο διεκδικούμενες.

Από τη μεριά του ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκινήσει τη δική του προεκλογική εκστρατεία με τίτλο… «Κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά, ξανά!» (MAGA, again!). Μέχρι στιγμής αναφέρεται ότι έχει συγκεντρώσει από χορηγούς 9.5 εκατομμύρια δολάρια. Το ποσό ωστόσο αυτό είναι μικρό σε σχέση με τα 125 εκατομμύρια που πρόσφερε ο γνωστός μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος σε διάφορες οργανώσεις των Δημοκρατικών, μια επένδυση που όπως λέει ο ίδιος, είναι μακράς πνοής και ξεπερνά τις ενδιάμεσες του 2022. Ενδιαφέρον έχουν και οι δηλώσεις του γιου του Αλεξάντερ Σόρος που αναφέρθηκε στην επίθεση στο Καπιτώλιο το 2021 και σε «…συνεχιζόμενες προσπάθειες υπονόμευσης της εκλογικής μας διαδικασίας, που φανερώνουν το μέγεθος της απειλής ενάντια στη δημοκρατία μας», προσθέτοντας ότι «πρόκειται για την απειλή της γενιάς μας, η οποία δε μπορεί να αντιμετωπισθεί σε έναν ή δύο εκλογικούς κύκλους». Η προτίμηση στους Δημοκρατικούς τουλάχιστο για την ώρα καθίσταται σαφής.

Εν τω μεταξύ, ο Τραμπ επιδίδεται σε μια προσπάθεια να ελέγξει βαθύτερα το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα, υποστηρίζοντας υποψηφίους που δεν ανήκουν στον εδραιωμένο κομματικό μηχανισμό, μέρος του οποίου αποστασιοποιήθηκε από τον ίδιο, μετά τις εκλογές του 2020 και ειδικά μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο. Αυτό έχει οδηγήσει σε σφοδρές αντιδράσεις τόσο κομματικών στελεχών, όσο και προβεβλημένων υποστηρικτών του. Το ζήτημα τώρα είναι αν θα καταφέρουν να το νικήσουν στις εκλογές για το χρίσμα των εκλογών του 2024.
Ίσως όμως το πιο σημαντικό ζήτημα έγινε γνωστό στις αρχές του περασμένου Γενάρη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα οι Δημοκρατικοί εξετάζουν το ενδεχόμενο μιας νομικής προσπάθειας να αποκλεισθεί ο πρώην πρόεδρος από τις εκλογές του 2024.

Για να το πετύχουν αυτό, βασίζονται σε μια συνταγματική διάταξη (άρθρο 3, διάταξη 14) της αμέσως μετά τον εμφύλιο εποχής, σύμφωνα με την οποία αξιωματούχοι που έχουν συμμετάσχει σε εξέγερση εναντίον της ίδιας της θέσης τους, αποκλείονται από το να βρεθούν ξανά στην ίδια θέση. Προφανώς τα γεγονότα στο Καπιτώλιο θα αξιοποιηθούν για αυτήν την πρωτοβουλία.

Επιθετική αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών, τεράστιες χορηγίες από μεγιστάνες, νομικές πρωτοβουλίες αποκλεισμού από τις εκλογές, αποκλεισμός από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλα τα όπλα χρησιμοποιούν οι υποτιθέμενα προοδευτικοί Δημοκρατικοί για να ξορκίσουν το φάντασμα του Τραμπισμού, με το οποίο ισχυρίζονταν ότι είχαν ξεμπερδέψει. Το μόνο που δε μπορούν να χρησιμοποιήσουν είναι το πολιτικό τους πρόγραμμα, το οποίο είναι γεμάτο ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, που αντικαταστάθηκαν από αντιλαϊκές πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως, είναι ακριβώς αυτό, η εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική, που μόλις δυο χρόνια μετά έχει φουσκώσει πάλι τα πανιά του Τραμπ με αποτέλεσμα οι Δημοκρατικοί να τρέμουν μπροστά στις ενδιάμεσες εκλογές.

Πάντως, η πολιτική αυτή πραγματικότητα και η αντοχή που επιδεικνύει ο Τραμπ, πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη διαχρονική πλέον αντιπαράθεση που εκτυλίσσεται εντός των κυριάρχων κύκλων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στη βάση της διαρκούς υποχώρησης της ισχύος του και της ανάδυσης νέων «αναθεωρητικών» δυνάμεων που απειλούν να τον εκθρονίσουν, φαίνεται πως μια μερίδα Αμερικάνων ιμπεριαλιστών εξακολουθούν να βλέπουν στον Τραμπ και σε ό,τι εκπροσωπεί, μια αναζωογονητική λύση, για να αποφύγουν το αδιέξοδο στο οποίο απειλούνται να βρεθούν.