Κυβερνητική κρίση ξέσπασε στην Ιταλία με επίδικο τον τρόπο κατανομής των 223 δισ ευρώ του ταμείου ανάκαμψης. Ο πρώην πρωθυπουργος, Μ. Ρέντσι, επικεφαλής του κόμματος VI που συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό με το Δημοκρατικό Κόμμα και το κόμμα των Πέντε Αστέρων, τάχθηκε υπέρ της αξιοποίησης των πόρων για “εμβληματικές” επενδύσεις σε υποδομές κά., εκφράζοντας τη βούληση των μεγαλοβιομηχάνων τύπου Μπερλουσκόνι. Aπό την πλευρά του ο εδώ και δεκαεφτά μήνες πρωθυπουργός, Κόντε, προσανατολίζεται στη χρησιμοποίηση του πακέτου για την κάλυψη του τεράστιου δημοσιονομικού χρέους της χώρας σύμφωνα με τις υποδείξεις του ιερατείου των Βρυξελλών.

Ως γνωστόν, το δυσθεώρητο ιταλικό χρέος αποτελεί εδώ και χρόνια βραδυφλεγή βόμβα για τα θεμέλια της ευρωζώνης, φέρνοντας στο πρόσφατο παρελθον την ιταλική οικονομία σε εξαιρετικά δεινή θέση, με το κοινοτικό διευθυντήριο να επισείει την απειλή μνημονίων, επεμβαίνοντας ωμά στις εσωτερικές υποθεσεις και αναζωπυρώνοντας τις ενδοαστικές αντιθέσεις στο ούτως ή άλλως παραδοσιακά εύθραυστο ιταλικό πολιτικό σκηνικό. Στη συγκυρία ο Ρέντσι, ο οποίος βλεπει συρρικνωμένα τα δημοσκοπικά του ποσοστά μετά την αποχώρησή του από το Δημοκρατικό Κόμμα, επιχειρώντας να διαδραματίσει και πάλι ρόλο ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων, προχώρησε στην απόσυρση των δύο υπουργών του από το κυβερνητικό σχήμα με στόχο να χάσει ο Κόντε, “που δεν είναι το μόνο όνομα για την πρωθυπουργία της χώρας”, την πλειοψηφία.

Ακολούθησε μπαράζ φανερών και υπόγειων διεργασιών με τον Μ. Γκρίλο να τάσσεται υπέρ του τεχνοκράτη Κόντε, που επιδίωξε την πολιτική του επιβίωση ως πρωθυπουργός ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και τη Γερουσία. Τελικά ο Κόντε έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 18/1 και μια μέρα αργότερα και από τη Γερουσία, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να συγκεντρώσει τις 161 ψήφους που θα του χάριζαν την απόλυτη πλειοψηφία. Αξίζει να σημειωθεί πως δύο από τους 156 γερουσιαστές που ψήφισαν υπέρ του Κόντε προέρχονταν από το κόμμα του Μπερλουσκόνι και διαγράφτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.