Μπορεί τα φώτα της ελληνικής δημοσιογραφικής επικαιρότητας να επικεντρώνονται στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό της Δύσης με τη Ρωσία, στην ανατολική Ευρώπη, όμως με αμείωτη ένταση συνεχίζεται και η αντιπαράθεση στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Ενδεικτική της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και της αποφασιστικότητας του Πεκίνου είναι η δήλωση του κινέζου ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, ότι «αν υπάρχει αντιπαράθεση, η Κίνα δεν θα τη φοβηθεί και θα πολεμήσει μέχρι τέλους». Αν και στη συνέχεια ο κινέζος αξιωματούχος δήλωσε πως θα καλωσόριζε τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών αν αυτή είναι αμοιβαία. Εκτίμησε ακόμη ότι τα προβλήματα στη σχέση ΗΠΑ – Κίνας οφείλονται σε «εσφαλμένες στρατηγικές εκτιμήσεις» της άλλης πλευράς και ότι το Πεκίνο επιδιώκει τη «σταθερή πρόοδο» ώστε «η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα να επιστρέψει στη λογική».

Στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, εξέφρασε την αυτοπεποίθηση του κινέζικου ιμπεριαλισμού στον δρόμο προς την ηγεμονία λέγοντας ότι «ο κόσμος στρέφει το βλέμμα του προς την Κίνα και η Κίνα είναι έτοιμη». Με τον χρόνο να κυλάει υπέρ της Κίνας και με δεδομένη την επιδίωξη των ΗΠΑ να ανακόψουν αυτή την πορεία τόνισε ότι: «Πρέπει να έχουμε πάντα τον νου μας μακροπρόθεσμα, να παραμένουμε προσεκτικοί με τους πιθανούς κινδύνους, να διατηρούμε το στρατηγικό μας επίκεντρο και την αφοσίωσή μας στους στόχους» καταλήγοντας ότι «με το πέρασμα των χρόνων έχουμε δει και βιώσει μια αξιόπιστη και δυναμική Κίνα».

Σε δηλώσεις του σε αμερικανικά ΜΜΕ για τη νέα χρονιά ο πρέσβης της Κίνας στην Ουάσιγκτον, Κιν Γκανγκ, κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι βλέπουν ανταγωνιστικά τη σχέση με την Κίνα και ότι «αυτό θα αυξήσει τον κίνδυνο της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης». Κατήγγειλε ότι «ο ανταγωνισμός σήμερα δεν είναι δίκαιος. Η αμερικανική πλευρά χρησιμοποιεί τον ανταγωνισμό για να αναχαιτίσει την ανάπτυξη της Κίνας» και πως η Ουάσιγκτον «προσπαθεί να κινητοποιήσει συμμάχους για να εκδιώξει την Κίνα από το διεθνές σύστημα». Τόνισε πως «η Κίνα υφίσταται αυτήν τη στιγμή διωγμούς παγκοσμίως, όχι μόνο μέσα στις ΗΠΑ, όσον αφορά τη γραμμή της βιομηχανικής παραγωγής, της εφοδιαστικής αλυσίδας και της υψηλής τεχνολογίας».

Σταθερό σημείο έντασης μεταξύ των δύο χωρών αναδεικνύεται η Ταϊβάν, με τις ΗΠΑ να την χρησιμοποιούν ως όργανο πίεσης προς την κινεζική πλευρά. Ο Μα Σιαογκουάνγκ, εκπρόσωπος του Γραφείου Ταϊβανέζικων Υποθέσεων της κινεζικής κυβέρνησης, ξεκαθάρισε πως «αν οι αποσχιστικές δυνάμεις στην Ταϊβάν επιδιώξουν να προκαλέσουν ανεξαρτησία, να χρησιμοποιήσουν βία ή ακόμα και να υπερβούν την “κόκκινη γραμμή”, εμείς θα πρέπει να λάβουμε δραστικά μέτρα». Κατήγγειλε «εξωτερική παρέμβαση» στην Ταϊβάν και εκτίμησε ότι «τον επόμενο χρόνο, η κατάσταση στο Στενό της Ταϊβάν θα γίνει ακόμα πιο σύνθετη και σοβαρή».
Από τη μεριά της η Πρόεδρος του νησιού, Τσάι Ινγκ Βεν, κάλεσε τις «αρχές του Πεκίνου να μην κρίνουν λανθασμένα την κατάσταση και να εμποδίσουν την εσωτερική επέκταση του στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού».

Με φόντο την αμερικανόπνευστη, αντι-κινεζική σύνοδο των «δημοκρατιών» και το «διπλωματικό μποϊκοτάζ» των Χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων του Πεκίνου, που εξήγγειλαν οι ΗΠΑ (και συμμετέχουν ήδη Βρετανία και Αυστραλία), ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κάλεσμα του Καναδού πρωθυπουργού, Τζ. Τριντό, για «ενωμένο μέτωπο» της Δύσης και των συμμάχων της απέναντι στην Κίνα.
Σε συνέντευξή του, ο Καναδός πρωθυπουργός ανέφερε ότι «η Κίνα σε διάφορες φάσεις παίζει πολύ έξυπνα μεταξύ μας και μας χειρίζεται με έναν τρόπο ανταγωνιστικό και με βάση την ελεύθερη αγορά. Χρειάζεται να βελτιώσουμε τον συντονισμό μας και να δυναμώσουμε ώστε η Κίνα να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τις διαφωνίες μας και να στρέψει τον έναν ενάντια στους άλλους».
Στις δηλώσεις αυτές αντέδρασε έντονα ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ, Ζάο Λιζιάν, τονίζοντας ότι «είναι η Κίνα που στην πραγματικότητα αποτελεί θύμα της επιθετικής διπλωματίας των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών». Επέκρινε τον Καναδά, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους για «ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας» προσπαθώντας «να επιβάλουν τους δικούς τους “κανόνες” στην Κίνα». Ζήτησε δε από την Οτάβα να ξεκαθαρίσει «αν βλέπει την Κίνα ως εταίρο ή αντίπαλο» καθώς «η σχέση Κίνας – Καναδά βρίσκεται σε σταυροδρόμι».

Οι καναδο-κινεζικές σχέσεις είχαν διαταραχθεί έντονα το 2018 μετά τη σύλληψη, από τις καναδικές αρχές, της οικονομικής διευθύντριας της Huawei, Μενγκ Ουάνγκζου (κόρη του ιδρυτή της εταιρείας), κατόπιν απαίτησης της Ουάσιγκτον. Το Πεκίνο είχε απαντήσει με τη σύλληψη δύο καναδών πολιτών για κατασκοπία. Η Ουάνγκζου αφέθηκε ελεύθερη τον περασμένο Σεπτέμβριο και το Πεκίνο ακολούθως απελευθέρωσε τους δύο καναδούς πολίτες.

Τηλεφωνική επικοινωνία Σι Τζινπίνγκ – Όλαφ Σολτς

Τηλεφωνική επικοινωνία είχε ο Σι Τζινπίνγκ με το νέο Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς καθώς η Κίνα αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γερμανίας και της Ε.Ε. και τη σημαντικότερη αγορά για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Όπως ανακοίνωσε το Βερολίνο, συζητήθηκε η εμβάθυνση των διμερών σχέσεων, η οικονομική συνεργασία των δύο χωρών, αλλά και οι εξελίξεις στις σχέσεις ΕΕ – Κίνας και άλλα διεθνή ζητήματα.
Σύμφωνα με το κινεζικό δίκτυο CCTV, ο κινέζος Πρόεδρος δήλωσε ότι οι δύο χώρες, που αποτελούν την 2η και 4η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, πρέπει να διερευνήσουν νέους τομείς συνεργασίας, όπως η ενέργεια, η «πράσινη» οικονομία, η ψηφιοποίηση και το εμπόριο.

Εξέφρασε επίσης την ελπίδα ότι και η Γερμανία θα διασφαλίσει ένα δίκαιο επιχειρηματικό περιβάλλον για τους Κινέζους επενδυτές και κάλεσε τις γερμανικές εταιρείες να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που δημιουργεί το «άνοιγμα» της Κίνας
Τόνισε επίσης την αναγκαιότητα να τεθεί σε εφαρμογή η επενδυτική συμφωνία ΕΕ – Κίνας, η επικύρωση της οποίας «πάγωσε» μετά την επιβολή εκατέρωθεν κυρώσεων. Την ίδια στιγμή η ΕΕ εξήγγειλε την επενδυτική πρωτοβουλία της «Παγκόσμιας Πύλης» (Global Gateway) η οποία σκοπεύει να αντιπαρατεθεί, σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, στην αντίστοιχη κινέζικη «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI). Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία έρχεται να «συμπληρώσει» την αντίστοιχη πρωτοβουλία του G7 «Build Back Better World» (B3W) στην οποία οι ΗΠΑ παίζουν τον πρώτο ρόλο.

Πούτιν – Σι Τζινπίνγκ είχαν τηλεδιάσκεψη με ατζέντα τον διεθνή ανταγωνισμό

Με τις χώρες τους να εμπλέκονται σε εντεινόμενους και πολυεπίπεδους ανταγωνισμούς με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλ. Πούτιν και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, είχαν τηλεδιάσκεψη για τον συντονισμό και τη συνεργασία των δύο χωρών.
Σύμφωνα με το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων «Σίνχουα», ο Σι υποστήριξε ότι οι δύο χώρες έχουν μετατραπεί σε «βασικό πυλώνα της πολυμέρειας» και διαφύλαξης της «διεθνούς ισότητας και δικαιοσύνης» στο πλαίσιο της δράσης τους ως «υπεύθυνων μεγάλων χωρών».

Σύμφωνα με το πρακτορείο «Reuters», φέρεται να τόνισε ότι είναι αναγκαίο να γίνουν περισσότερες κοινές προσπάθειες για να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα των δύο χωρών στην ασφάλεια.
Από τη μεριά του, ο Βλ. Πούτιν περιέγραψε τις διμερείς σχέσεις ως «υπόδειγμα διακρατικής συνεργασίας στον 21ο αιώνα», βασισμένης στη «μη ανάμειξη» και τον «σεβασμό των συμφερόντων του καθενός».

Στο περιεχόμενο της συνομιλίας αναφέρθηκε ο σύμβουλος του Ρώσου Προέδρου, Γ. Ουσάκοφ, ο οποίος διευκρίνισε πως ο Βλ. Πούτιν εξασφάλισε την κινέζικη υποστήριξη στις απαιτήσεις του, για εγγυήσεις ασφάλειας από τους Δυτικούς στην Ανατολική Ευρώπη.
Σχετικά με την πρόσφατη διαδικτυακή «Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία» που συγκάλεσε ο Μπάιντεν, είπε ότι Πούτιν και Σι την χαρακτήρισαν «αντιπαραγωγική», με τον δεύτερο να κάνει λόγο για «αρνητική φόρτιση της αμερικανικής ιδέας, που προφανώς επικεντρώθηκε στην επιβολή νέων διαχωριστικών γραμμών».

Πρόσθεσε επίσης ότι «εκφράστηκαν ανησυχίες σχετικά με τη δραστηριότητα των ΗΠΑ για την αναμόρφωση της κατάστασης στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού» και «αξιολογήθηκε αρνητικά η δημιουργία νέων συμμαχιών – της τετραμερούς QUAD και της AUKUS».
Οι δύο ηγέτες ανανέωσαν το ραντεβού τους σε διά ζώσης συνάντηση τον Φλεβάρη με αφορμή τη Χειμερινή Ολυμπιάδα, κόντρα στο διπλωματικό εμπάργκο των αγώνων στο οποίο έχουν καλέσει οι ΗΠΑ.