Με μια βαρυσήμαντη δήλωση, κατά την αναχώρησή του από τη Μόσχα, αποχαιρέτησε ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ τον πρόεδρος της Ρωσίας Πούτιν: «Τώρα γίνονται αλλαγές που δεν είχαν συμβεί εδώ και 100 χρόνια. Όταν είμαστε μαζί, καθοδηγούμε αυτές τις αλλαγές». «Συμφωνώ» απάντησε ο Πούτιν, ενώ ο Σι τον προσκάλεσε να επισκεφτεί σύντομα το Πεκίνο «όταν θα μπορεί».

Ο προμελετημένος και προβαρισμένος αυτός διάλογος, με τις διαπεραστικές λέξεις που τις επαληθεύουν οι εξελίξεις (όπως τώρα στη Μέση Ανατολή αλλά και σε όλο τον κόσμο) συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και έγινε εύλογα αντικείμενο διεθνούς σχολιασμού.
Πριν από την επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα, τα όσα μεσολάβησαν υποδήλωναν ήδη την κατεύθυνση αυτή.
«Η Ρωσία ήταν η πρώτη χώρα που επισκέφτηκα μετά την εκλογή μου ως Πρόεδρος πριν από 10 χρόνια. Την τελευταία δεκαετία, έκανα οκτώ επισκέψεις στη Ρωσία. Ερχόμουν κάθε φορά με υψηλές προσδοκίες και επέστρεφα με καρποφόρα αποτελέσματα, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Κίνας-Ρωσίας, μαζί με τον Πρόεδρο Πούτιν», δήλωσε ο Σι σε υπογεγραμμένο άρθρο του που δημοσιεύθηκε σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης. Σε αντίστοιχο άρθρο του σε κινεζική εφημερίδα, ο Πρόεδρος Πούτιν εκτίμησε ότι «οι σινορωσικές σχέσεις έχουν φτάσει στο καλύτερο σημείο της ιστορίας τους».

Η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου πραγματοποιήθηκε λίγα μόλις 24ωρα μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης σε βάρος του Βλ. Πούτιν, από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), δίνοντάς του διεθνή στήριξη. Απαντώντας στην αντιρωσική «υστερία» των δυτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, ο Σι υπογράμμισε στις δηλώσεις του πως Ρωσία και Κίνα «είμαστε εταίροι σε μια παγκόσμια στρατηγική συνεργασία». Στην κοινή συνέντευξη τύπου τόνισε πως «οι σχέσεις Κίνας-Ρωσίας ξεπερνούν πολύ το διμερές πεδίο εφαρμογής και είναι κρίσιμες για τον κόσμο και το μέλλον της ανθρωπότητας». Κάλεσε δε τον Πούτιν να επισκεφτεί την Κίνα «όταν θα μπορέσει» φέτος, κουρελιάζοντας επί της ουσίας το ένταλμα του ΔΠΔ.

Στο φόντο της ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης των αμερικανονατοϊκών και των συμμάχων τους με τη Ρωσία αλλά και την όξυνση του ανταγωνισμού στον Ινδο-Ειρηνικό, οι δύο ηγέτες υπέγραψαν «Κοινή Δήλωση για την εμβάθυνση της περιεκτικής Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης Συντονισμού για τη Νέα Εποχή». Στη Δήλωση αποτυπώνεται η ανησυχία των δύο δυνάμεων για τη στρατιωτική κινητικότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή της Ευρώπης και του Ινδο-Ειρηνικού. Λίγες μέρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής της AUKUS, οι δύο πλευρές αναφέρθηκαν στις «συνέπειες και τους κινδύνους(…) στην περιφερειακή στρατηγική σταθερότητα (…) και τα προγράμματα που αφορούν στη συνεργασία για πυρηνοκίνητα υποβρύχια ανάμεσα σε ΗΠΑ, Βρετανία και Αυστραλία». Κάλεσαν επίσης τις τρεις αυτές χώρες «να εκπληρώσουν αυστηρά τις υποχρεώσεις τους για τη μη εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής και μέσων παράδοσής τους και να διαφυλάξουν την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην περιφέρεια».

Ως προς το ΝΑΤΟ εξέφρασαν τη σοβαρή τους ανησυχία για την ενίσχυση των δεσμών του με τις χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού. Το κάλεσαν «να σεβαστεί την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα συμφέροντα αλλά και την ποικιλία των πολιτισμών, της ιστορίας και της κουλτούρας άλλων χωρών και να αντιμετωπίσει την ειρηνική τους ανάπτυξη με αντικειμενικό και δίκαιο τρόπο».

Στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού αντιτάχθηκαν στη δημιουργία «κλικών» και στη αντιπαράθεση «μπλοκ». Σε ό,τι αφορά την Ταϊβάν, η ρωσική πλευρά ξεκαθάρισε πως στηρίζει τις κινεζικές θέσεις μένοντας σταθερή στην αρχή της «μίας Κίνας». Αναγνωρίζει το νησί ως τμήμα της κινεζικής επικράτειας και εναντιώνεται στην «ανεξαρτησία» του στηρίζοντας «σθεναρά τα μέτρα της Κίνας να διαφυλάξει την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα». Σε ό,τι αφορά την Κορεατική χερσόνησο, οι δύο ηγέτες εξέφρασαν την ανησυχία τους για την αμερικανική επιθετικότητα ζητώντας από «την αμερικανική πλευρά να ανταποκριθεί στις έννομες και λογικές ανησυχίες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας με πρακτικές δράσεις» καλώντας τη «να διαμορφώσει συνθήκες για την επανάληψη του διαλόγου». Στη Δήλωση ξεχωρίζει η αναφορά στη συντονισμένη αντιμετώπιση των «έγχρωμων επαναστάσεων» που αποδίδονται σε παρέμβαση «ξένων παραγόντων», αναδεικνύοντας το θέμα της εσωτερικής ασφάλειας σε κρίσιμο ζήτημα των σινορωσικών σχέσεων.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών, οι ηγέτες υπέγραψαν Κοινή Δήλωση για το «Σχέδιο Ανάπτυξης των προτεραιοτήτων στην Οικονομική Συνεργασία Κίνας – Ρωσίας έως το 2030». Διακηρυγμένος στόχος των δύο πλευρών για φέτος είναι να φθάσουν τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Ο Βλ. Πούτιν δήλωσε μάλιστα πως η χώρα του είναι έτοιμη να βοηθήσει τις κινεζικές επιχειρήσει να αντικαταστήσουν τις δυτικές που διέκοψαν τη λειτουργία τους στο πλαίσιο των αντιρωσικών κυρώσεων. Από τη μεριά του ο Πρόεδρος Σι είπε ότι οι δύο χώρες πρέπει να προωθήσουν την ποιότητα και τον όγκο της οικονομικής συνεργασίας, ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας, των πρώτων υλών και των ηλεκτρονικών.

Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή συνεργασία, συζητήθηκε ιδιαίτερα η δημιουργία του αγωγού φυσικού αερίου «Power of Siberia 2», που θα παραδίδει ετησίως 50 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) φυσικού αερίου, λίγο λιγότερο από το Nord Stream 1, στην Κίνα μέσω της Μογγολίας. Σήμερα η «Gazprom» προμηθεύει αέριο στην Κίνα μέσω του πρώτου αγωγού «Power of Siberia» στο πλαίσιο μιας συμφωνίας 30 ετών, που τέθηκε σε ισχύ στα τέλη του 2019 και η αξία της υπολογίζεται σε 400 δισ. δολάρια. Φέτος αναμένεται πως θα προμηθεύσει 16 δισ. κυβικά μέτρα αερίου και θα παραδίδει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες πριν φτάσει την πλήρη χωρητικότητα των 38 bcm ως το 2025. Oι εξαγωγές όμως αυτές προς την Κίνα υπολείπονται σημαντικά των 177 bcm που παραδόθηκαν στην Ευρώπη από τη Ρωσία το 2018-19 και οι οποίες έχουν πέσει στα 62 bcm μετά την εισβολή στην Ουκρανία.

Στη Δήλωση γίνεται ακόμη αναφορά στην ανάπτυξη της Βόρειας Θαλάσσιας Διαδρομής, της ναυτικής οδού στις βόρειες ακτές της Ρωσίας στον Αρκτικό Ωκεανό. Προτείνεται η δημιουργία κοινού σώματος εργασίας. Με το λειώσιμο των πάγων και την ανακάλυψη σημαντικών ενεργειακών πόρων η περιοχή αυτή αναδεικνύεται σε ένα ακόμη πεδίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την καταλήστευση των πόρων του πλανήτη και τη διασφάλιση γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων.

Προώθηση του κινεζικού σχεδίου για την Ουκρανία, με το βλέμμα στην Ευρώπη

Αν από τη μια, η πρόθεση της κινεζικής ηγεσίας ήταν η ενίσχυση των διμερών σχέσεων με τη Μόσχα, απ’ την άλλη, μετά και τη συμφωνία Ιράν -Σαουδικής Αραβίας, ήταν η ανάδειξη του διαμεσολαβητικού ρόλου του κινέζικου ιμπεριαλισμού στις διεθνείς συγκρούσεις.
Διακηρύσσοντας το Πεκίνο ότι τηρεί μια «αμερόληπτη» στάση στην Ουκρανική σύγκρουση, στηρίζοντας την ειρήνη και τον διάλογο, ο Κινέζος Πρόεδρος προσήλθε κραδαίνοντας ανά χείρας τις προτάσεις του για την διευθέτηση της κρίσης. Με το βλέμμα στις ευρωπαϊκές ανησυχίες και τη δυσφορία για τη συνέχιση του πολέμου, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις Μακρόν, ο Σι επιδιώκει ακόμη να βάλει σφήνα στον σφιχτό εναγκαλισμό της Ευρώπης με την Ουάσιγκτον. Να δώσει μια θετική προοπτική στις ευρωκινεζικές σχέσεις και να δημιουργήσει προσκόμματα στο χτίσιμο του αντικινεζικού και αντιρωσικού «μετώπου των δημοκρατιών» του Μπάιντεν.

Αναφερόμενος στο ζήτημα της Ουκρανίας, ο Σι τόνισε πως «οι φωνές για ειρήνη και ορθολογισμό χτίζονται. Οι περισσότερες χώρες υποστηρίζουν τη χαλάρωση των εντάσεων, υποστηρίζουν ειρηνευτικές συνομιλίες και είναι κατά της προσθήκης λαδιού στη φωτιά. Μια ανασκόπηση της ιστορίας δείχνει ότι οι συγκρούσεις, τελικά, πρέπει να διευθετηθούν μέσω διαλόγου και διαπραγματεύσεων», ανέφερε το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua. Ο Κινέζος Πρόεδρος είπε ακόμη ότι είχε μια σε βάθος ανταλλαγή απόψεων για το ουκρανικό ζήτημα με τον Πούτιν και πως «η Κίνα είναι έτοιμη να συνεχίσει να διαδραματίζει εποικοδομητικό ρόλο στην προώθηση της πολιτικής διευθέτησης της ουκρανικής κρίσης». Από τη μεριά του ο Πούτιν δήλωσε ότι οι κινεζικές προτάσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τη διευθέτηση της σύγκρουσης, όταν το Κίεβο και οι δυτικοί σύμμαχοί του είναι έτοιμοι.

Βιτριολικές δηλώσεις της Ουάσιγκτον για την επίσκεψη Σι

Φυσικά η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στη Μόσχα δεν έμεινε ασχολίαστη από την Ουάσιγκτον και άλλες δυτικές πρωτεύουσες. Η αμερικανική κυβέρνηση σχολίασε πικρόχολα ότι «ο κόσμος δεν πρέπει να ξεγελαστεί από οποιαδήποτε τακτική απόφαση της Ρωσίας, με την υποστήριξη της Κίνας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, να παγώσει τη σύγκρουση με τους δικούς της όρους», στέλνοντας σαφές μήνυμα σε όσους ευελπιστούν στις κινεζικές πρωτοβουλίες για παύση του πολέμου. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, έθεσε εν αμφιβόλω την προθυμία της Κίνας να διατηρηθούν «η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα» της Ουκρανίας, κατηγορώντας το Πεκίνο πως «επιδιώκει να διευκολύνει ένα άδικο αποτέλεσμα». Επανερχόμενος στο θέμα πρόσθεσε ότι «το διακύβευμα στην Ουκρανία υπερβαίνει κατά πολύ την Ουκρανία (…) Νομίζω ότι έχει βαθύ αντίκτυπο στην Ασία, για παράδειγμα» και συμπλήρωσε πως «αν η Κίνα το βλέπει αυτό – και το βλέπει πολύ προσεκτικά – θα αντλήσει διδάγματα για το πώς η διεθνής κοινότητα συσπειρώνεται, ή όχι, για να αντισταθεί σε αυτήν την επιθετικότητα».

Στο ίδιο μήκος κύματος η Γερμανίδα ΥΠΕΞ, Αναλένα Μπέρμποκ, των φιλοαμερικανών Πρασίνων είπε ότι η επίσκεψη Σι στη Μόσχα ήταν «χαμένη ευκαιρία». Απαξιώνοντας το «ειρηνευτικό» σχέδιο της Κίνας, τόνισε ότι «κατατέθηκε δυστυχώς μόνο ένα έγγραφο θέσεων, στο οποίο δεν κατονομάζονται ο επιτιθέμενος και το θύμα και το οποίο δεν μπορεί να συνεισφέρει πραγματικά στην ειρήνη».
Σε εντελώς άλλη γραμμή ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμ. Μακρόν, ο οποίος θα επισκεφτεί την Κίνα στις αρχές Απριλίου, εν μέρει και για να συζητήσει για τον τερματισμό της κρίσης στην Ουκρανία, δήλωσε πως «το γεγονός ότι η Κίνα συμμετέχει σε ειρηνευτικές προσπάθειες είναι καλό».