Η περιοδεία του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, σε Γαλλία, Ιταλία, Μονακό, στα πλαίσια της προώθησης του μεγαλόπνοου στρατηγικού σχεδίου της Κίνας «Μια ζώνη- Ένας δρόμος», έχει πολυεπίπεδες προεκτάσεις που αποτυπώνονται στις σημαντικές συμφωνίες που υπογράφηκαν. Κυρίως το πρωτόκολλο συνεργασίας που υπέγραψε η ιταλική κυβέρνηση με την Κίνα, καθιστώντας την Ιταλία την πρώτη χώρα του G7, που συμμετέχει «στους νέους δρόμους του μεταξιού». Η Ιταλία εκχωρεί τα λιμάνια της Γένοβας και της Τεργέστης, στρατηγικής σημασίας στις θαλάσσιες διαδρομές που θέλει να εξασφαλίσει η Κίνα, συνάπτοντας παράλληλα τουλάχιστον 29 επενδυτικά πακέτα ύψους 20 δις ευρώ, που αφορούν τις τηλεπικοινωνίες, τη βιομηχανία, τον αγροδιατροφικό τομέα. Στις διμερείς συμφωνίες Γαλλίας – Κίνας που φτάνουν τα 40 δις ευρώ, περιλαμβάνεται η θηριώδης αγορά 300 αεροσκαφών Airbus, ύψους 30 δις ευρώ από την κρατική κινέζικη εταιρεία China Aviation Supplies Holding Company καθώς και συμβόλαια σε τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, των τροφίμων.
Η μονόπλευρη κίνηση της ιταλικής κυβέρνησης, παρά τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες και παρά τις διαβεβαιώσεις περί καλού κλίματος με τους Ευρωπαίους εταίρους, σχετίζεται με τις έντονες διαφωνίες της με τις Βρυξέλλες γύρω από τον Προϋπολογισμό και την οικονομική της πολιτική και αποτελεί σαφές μήνυμα διαφοροποίησης. Η πρωτοβουλία της Ιταλίας και η εκχώρηση σημαντικών υποδομών, θορύβησε Βερολίνο και Παρίσι με αποτέλεσμα, εκτός από τον Μακρόν, στο Μέγαρο των Ηλυσίων να παραβρεθούν η Μέρκελ και ο Γιούνκερ, σε μια τριμερή συνάντηση με τον Σι Τζιπινγκ.
Οι εκπρόσωποι των δύο ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών Μέρκελ και Μακρόν, αν και ουσιαστικά αποδυναμωμένοι, κατέβαλλαν προσπάθειες να αναδείξουν την ΕΕ συμπαγή, ικανή να επιβάλει τους δικούς της κοινούς όρους. Η ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στην επίσκεψη του Κινέζου προέδρου από πλευράς Μακρόν και Μέρκελ είχε σαν στόχο αφενός να τονιστεί η ενότητα της ΕΕ, ως ενιαίο μέτωπο με κοινά συμφέροντα, αφετέρου να υπογραμμιστεί η προσέγγιση με την Κίνα και η βαρύτητά της ως στρατηγικού εταίρου για τις ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ, η βούληση να συμμετάσχουν στους «νέους δρόμους του μεταξιού», το φαραωνικό σχέδιο της Κίνας. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις Γιούνκερ ότι «οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ίδια πρόσβαση στην Κίνα με αυτήν που έχουν οι κινέζικες στην Ευρώπη», αλλά και οι εκκλήσεις Μέρκελ και Μακρόν προς την κινέζικη πλευρά «να σεβαστεί την ενότητα της ΕΕ» -αμέσως μετά την κίνηση της Ιταλίας- που αντανακλούν την ανησυχία του γαλλογερμανικού άξονα να διασφαλίσει τα συμφέροντά του απέναντι στην πολύπλευρη και αυξανόμενη διείσδυση της Κίνας στην Ευρώπη, τις γεωπολιτικές της επιδιώξεις, από τα Βαλκάνια, κυρίως τη Σερβία, μέχρι τον έλεγχο σημαντικών υποδομών στις χώρες του Νότου και βέβαια τις επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η ΕΕ βρίσκεται στη δίνη της μεγαλύτερη κρίσης από την ίδρυσή της, μαστίζεται από φυγόκεντρες δυνάμεις που αμφισβητούν τη γερμανική ηγεμονία, σέρνει το αδιέξοδο του Brexit. Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, αναζητώντας ζωτικό χώρο, από τη μια επιχειρεί να εμφανίζεται με ενιαίο βηματισμό και επιδιώξεις απέναντι στους ανταγωνιστές του, από την άλλη τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών προβάλλονται και εκφράζονται μέσω των επιμέρους συμφωνιών που τελικά συνάπτουν.
Στην κοινή τους δήλωση, μετά από την τετραμερή συνάντηση και ενόψει και της Συνόδου ΕΕ-Κίνας, πέρα από τις κούφιες αναφορές για προσήλωση στις πολυμερείς συνεργασίες, στο θετικό ανταγωνισμό, παρά τις διαφορές και τις αντιθέσεις, τονίστηκαν οι συγκλίσεις Κίνας – ΕΕ που αφορούν κυρίως στη μεταρρύθμιση του ΠΟΕ και στη θέσπιση νέων κανόνων. Αμφισβητώντας την κυριαρχία των ΗΠΑ και τους όρους που θέτει.
Η πολιτική των ΗΠΑ, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σε όλη την περίοδο διακυβέρνησης Τραμπ κάτω από το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», προώθησε τον προστατευτισμό, καταργώντας συμφωνίες και αναθεωρώντας διεθνείς συμβάσεις. Ταυτόχρονα με την πολιτική υπόσκαψης και διάλυσης της ΕΕ, προκάλεσε σοβαρούς κλυδωνισμούς στις επί δεκαετίες διαμορφωμένες συμμαχίες και ισορροπίες του δυτικού ιμπεριαλισμού, όπως εκφράζονται από τις έντονες πλέον διαφοροποιήσεις της ΕΕ από την αμερικάνικη πολιτική σε σειρά ζητημάτων. Η ανάδειξη της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη, η τεράστια οικονομική της διείσδυση και η επεκτατική της πολιτική, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, ο αδυσώπητος ανταγωνισμός από την Ασία, τα Βαλκάνια μέχρι την Αφρική, απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, προκαλώντας σοβαρές ανακατατάξεις στους παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων.