Στο δίπολο της σύγκρουσης και της συνεργασίας κινείται το εκκρεμές των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας. Η Ουάσιγκτον με την τακτική του «μαστίγιου και του καρότου» επιδιώκει να περιορίσει τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Κίνας, να βάλει τρικλοποδιές στην ανάπτυξή της, να δημιουργήσει αντικινεζικούς συνασπισμούς, να συντηρεί την ένταση σε Ασία – Ειρηνικό, στην Κορέα και ειδικά στην Ταϊβάν. Από την άλλη, η Κίνα θέλει να κερδίσει χρόνο για να διευρύνει τις αγορές της, να ανοίξει περαιτέρω την καπιταλιστική της οικονομία σε νέες ξένες επενδύσεις, να ενισχύσει την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ, να φθείρει τις ΗΠΑ ώστε από καλύτερους όρους να διεκδικήσει την ιμπεριαλιστική πρωτοκαθεδρία.
Αυτή τη διαδικασία αποτύπωσε και η πρόσφατη επίσκεψη του Κινέζου ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, στις ΗΠΑ όπου συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, τον Αμερικανό ΥΠΕΞ, Άντονι Μπλίνκεν, και τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας, Τζέικ Σάλιβαν. Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε μετά τις αντίστοιχες Αμερικανών αξιωματούχων στο Πεκίνο από τον Ιούνιο και μετά. Με τον Μπλίνκεν, την υπουργό Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, την Υπουργό Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, και τον Ειδικό Απεσταλμένο για την Κλιματική Αλλαγή, Τζον Κέρι, να επισκέπτονται κατά σειρά το Πεκίνο. Ο πιο πρόσφατος ήταν ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Γκάβιν Νιούσομ, ο οποίος έτυχε θερμής υποδοχής στην Κίνα, καθώς εμφανίζεται υπέρμαχος της αμερικανο-κινεζικής συνεργασίας.

Στην ατζέντα των συζητήσεων ήταν και το ενδεχόμενο συνάντησης κορυφής Μπάιντεν – Σι στο περιθώριο του φόρουμ Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στο Σαν Φρανσίσκο (11 – 17 Νοέμβρη). Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να εμφανιστούν ως ηγέτιδα δύναμη στη συνεργασία των χωρών του Ειρηνικού και γι’ αυτό θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερη δημοσιότητα στη συνεδρίαση του Φόρουμ με μια συνάντηση των δύο ηγετών στο έδαφος των ΗΠΑ. Αυτές όμως οι προθέσεις προσκρούουν στη δυσπιστία του Πεκίνου όπως αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του Κινέζου ΥΠΕΞ, ο οποίος προειδοποίησε ότι «ο δρόμος προς τη σύνοδο του Σαν Φρανσίσκο δεν θα είναι ομαλός». Αν και σημείωσε πως οι δύο χώρες συμφώνησαν να εργαστούν από κοινού για τη συνάντηση των δύο ηγετών, ωστόσο διευκρίνισε πως αυτή δεν θα γίνει «στον αυτόματο πιλότο».

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας, Κίνα και ΗΠΑ θα πρέπει «να επιστρέψουν στο Μπαλί», αναφερόμενος στη προηγούμενη συνάντηση των δύο προέδρων στο περιθώριο της συνόδου του G20, στην Ινδονησία, τον Νοέμβριο του 2022. Οι κυβερνήσεις των δυο χωρών πρέπει να εφαρμόσουν όσα είχαν συμφωνήσει τότε, να «απαλείψουν τις επεμβάσεις, να ξεπεράσουν τα εμπόδια, να αυξήσουν τη συναίνεση και να εξασφαλίσουν αποτελέσματα» τόνισε ο Γι.

Κατά τη συνάντησή του με τον Αμερικανό πρόεδρο ο Κινέζος ΥΠΕΞ, που είναι επίσης διευθυντής του Γραφείου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της ΚΕ του ΚΚ Κίνας, δήλωσε ότι «η αρχή της μίας Κίνας και τα τρία κοινά ανακοινωθέντα μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ είναι τα πιο σημαντικά πολιτικά θεμέλια για τις διμερείς σχέσεις και πρέπει να διατηρούνται χωρίς παρεμβάσεις». Σημείωσε ακόμη ότι «όλα τα μέρη πρέπει να ενεργούν υπεύθυνα απέναντι στον κόσμο, την ιστορία και τους ανθρώπους και να προωθούν τη σταθερή και θετική ανάπτυξη των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ με βάση τις τρεις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού, της ειρηνικής συνύπαρξης και της win-win συνεργασίας που πρότεινε ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ». Ενώ τόνισε ότι «οι δύο πλευρές θα πρέπει να εργαστούν για να σταθεροποιήσουν τη σχέση Κίνας-ΗΠΑ από περαιτέρω επιδείνωση και να επαναφέρουν τις διμερείς σχέσεις σε τροχιά υγιούς και σταθερής ανάπτυξης».

Κατά τη συνάντησή του με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μπλίνκεν, είπε ότι «ακούγονται συχνά ενοχλητικές φωνές για τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, αλλά η Κίνα είναι ήρεμη γι’ αυτές, επειδή η Κίνα πιστεύει ότι το κριτήριο του σωστού και του λάθους δεν καθορίζεται από το ποιος έχει περισσότερη θρασύτητα ή πιο δυνατή φωνή, αλλά από το αν κάποιος συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις διατάξεις των τριών κοινών ανακοινώσεων Κίνας-ΗΠΑ, με το διεθνές δίκαιο και τους βασικούς κανόνες των διεθνών σχέσεων και με την τάση των καιρών». Πιο αποκαλυπτικός ήταν κατά τη συνάντησή του με τον Σάλιβαν όπου έθεσε με σαφήνεια την κόκκινη γραμμή της Κίνας για την Ταϊβάν. Ξεκαθάρισε ότι «η απόσχιση της Ταϊβάν είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν και η μεγαλύτερη πρόκληση για τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ και πρέπει να αντιταχθεί σθεναρά σε συγκεκριμένες πολιτικές και ενέργειες».

Από τη μεριά του ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε τις επαφές με τον Κινέζο διπλωμάτη «ειλικρινείς» και σε «βάθος». Κάλεσε την κινεζική κυβέρνηση σε συνεργασία ώστε να διαχειριστούν με «υπεύθυνο τρόπο» τη σχέση τους, «να διατηρήσουν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας» και «να αντιμετωπίσουν μαζί παγκόσμιες προκλήσεις».

Παρά όμως τα καλέσματα για συνεργασία, ο πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικλ ΜακΚόλ, σε κοινή δήλωση με την επικεφαλής της υπο -επιτροπής για τον Ινδο-Ειρηνικό, Γιουνγκ Κιμ, τόνισε πως «η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν πρέπει να παρασυρθεί από εσφαλμένες υποσχέσεις αλλά να απαιτήσει αποτελέσματα» σε ζητήματα όπως «η διακοπή της στρατιωτικής επεκτατικότητας (της Κίνας) στον Ινδο-Ειρηνικό».

Ακόμη και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία των ΗΠΑ, Μιτς ΜακΚόνελ, κατά τη συζήτηση για την πρόταση του Μπάιντεν για χρηματοδότηση «πακέτο» Ουκρανίας, Ισραήλ και Ταϊβάν ήταν αποκαλυπτικός για το τι κρύβεται στο παρασκήνιο του πολέμου στην Παλαιστίνη. «Είναι μεγαλύτερο από κάποιες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ισραήλ. Τώρα έχουμε ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, με τους Κινέζους και τους Ρώσους», ξεκαθάρισε.

Συνέδριο Ασφαλείας στο Πεκίνο

Με τη συμμετοχή 1.800 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων 99 επίσημων αντιπροσωπειών, υπουργών Άμυνας από 19 χώρες, καθώς και στρατιωτικών αρχηγών, εκπροσώπων διεθνών οργανισμών, ειδικούς, μελετητές και παρατηρητές διαφόρων χωρών, πραγματοποιήθηκε το διήμερο 10ο φόρουμ «Σιανγκσάν» στο Πεκίνο.
Το θέμα του φετινού φόρουμ ήταν «Κοινή Ασφάλεια, Διαρκής Ειρήνη». Οι συμμετέχοντες συζήτησαν και αντάλλαξαν απόψεις σχετικά με μια σειρά θεμάτων, όπως η ευθύνη των μεγάλων χωρών και η παγκόσμια συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, ο ρόλος των αναπτυσσόμενων χωρών στην παγκόσμια ασφάλεια, η αρχιτεκτονική ασφάλειας Ασίας-Ειρηνικού, καθώς και η περιφερειακή ασφάλεια και ανάπτυξη.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις εργασίες του φόρουμ συμμετείχαν αντιπροσωπείες από το Ισραήλ και το Ιράν, οι οποίες είχαν απευθείας συζητήσεις, την ώρα που μαίνεται ο πόλεμος στην Παλαιστίνη και οι δύο χώρες είναι στα «χαρακώματα». Ακόμη και οι ΗΠΑ έστειλαν αντιπροσωπεία αν και όπως διαρρέουν οι Κινέζοι μάλλον τήρησαν στάση παρατηρητή χωρίς να εκφράζουν τις απόψεις τους ανοιχτά, αν και οι διοργανωτές τους έδωσαν τον λόγο.

Αυτός που άστραψε και βρόντηξε από το βήμα του συνεδρίου ήταν ο Ρώσος υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού. Κατηγόρησε τη Δύση ότι αφού «προκάλεσε οξεία κρίση στην Ευρώπη» τώρα «προσπαθεί να επεκτείνει το ενδεχόμενο κρίσης στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού». Κατηγόρησε το ΝΑΤΟ πως κρύβει τη συσσώρευσή του στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού με μια «επιδεικτική επιθυμία για διάλογο» και ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα χρησιμοποιήσουν τις ανταλλαγές πληροφοριών με το Τόκιο και τη Σεούλ σχετικά με τις εκτοξεύσεις πυραύλων για να αποτρέψουν τη Ρωσία και την Κίνα. Ανέφερε ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την κλιματική αλλαγή και τις φυσικές καταστροφές ως δικαιολογία για «ανθρωπιστικές παρεμβάσεις» και επέκρινε τη δράση συμμαχιών όπως οι «Quad» και AUKUS, λέγοντας ότι υπονομεύουν τον ρόλο της Ένωσης Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN). Είπε ακόμα ότι η Δύση επιδιώκει να προκαλέσει «την στρατηγική ήττα» της Ρωσίας σε έναν «υβριδικό πόλεμο» και πρόσθεσε ότι «η δυτική γραμμή της συνεχούς κλιμάκωσης της σύγκρουσης με τη Ρωσία ενέχει την απειλή μιας άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, κάτι που θα είχε καταστροφικές συνέπειες». Σε ό,τι αφορά το μοντέλο των ρωσο-κινεζικών σχέσεων το χαρακτήρισε «υποδειγματικό».

Τα πρώτα κοινά γυμνάσια ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας

Οι ΗΠΑ, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία πραγματοποίησαν τα πρώτα κοινά εναέρια γυμνάσιά τους. Η άσκηση πραγματοποιήθηκε στα ανοιχτά της Κορεατικής Χερσονήσου και προέβλεπε την αντιμετώπιση υποτιθέμενης πυρηνικής πυραυλικής επίθεσης από τη Βόρεια Κορέα. Οι ασκήσεις αφορούσαν τουλάχιστον ένα αμερικανικό στρατηγικό βομβαρδιστικό B-52 Stratofortress με πυρηνική ικανότητα, καθώς και νοτιοκορεατικά και ιαπωνικά μαχητικά αεροσκάφη συνοδείας.

Την ίδια περίοδο η Βόρεια Κορέα καταδίκασε την ανάπτυξη ενός αμερικανικού βομβαρδιστικού με πυρηνική ικανότητα στον Νότο. Το αεροσκάφος θα γίνει μεταξύ των «πρώτων στόχων για καταστροφή» σε περίπτωση που ξεσπάσει μια πλήρης σύγκρουση στην Κορεατική Χερσόνησο, προειδοποίησε η Πιονγκγιάνγκ.
Το κρατικό Κορεατικό Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων (KCNA) μετέδωσε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να αγνοούν το γεγονός ότι η Κορεατική Χερσόνησος είναι νομικά σε εμπόλεμη κατάσταση και ότι τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που συμβάλλουν στο έδαφος του εχθρού θα είναι οι πρώτοι στόχοι για κατα­στροφή».

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, ισχυρίστηκαν ότι η ανάπτυξη του αεροσκάφους είχε σκοπό να επιδείξει τη «δέσμευση της Ουάσιγκτον στην σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού», καθώς και για την ενίσχυση των δεσμών με τους περιφερειακούς συμμάχους της.

Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Γιουν Σουκ Γεόλ, και τον Ιάπωνα πρωθυπουργό, Φούμιο Κισίντα, στο Καμπ Ντέιβιντ. Κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής, ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε να εμβαθύνει τους στρατιωτικούς δεσμούς μεταξύ των χωρών, ενώ οι τρεις ηγέτες επιτέθηκαν στην Πιονγκγιάνγκ και καταδίκασαν την «επικίνδυνη και επιθετική συμπεριφορά» που φέρεται να επιδεικνύει η Κίνα στην περιοχή.

Επίσης οι τρεις χώρες δεσμεύτηκαν να διεξάγουν κοινές στρατιωτικές εκπαιδευτικές ασκήσεις ετησίως και να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό ανταλλαγής δεδομένων σε πραγματικό χρόνο για εκτοξεύσεις βορειοκορεατικών πυραύλων, μέχρι το τέλος του έτους.