Στις 18 Γενάρη 1919 στο Παρίσι διεξάγονταν η λεγόμενη Συνθήκη της Ειρήνης, με πρωταγωνιστές τους πρωθυπουργούς της Αγγλίας Λόυντ Τζώρτζ, της Γαλλίας Κλεμανσώ και της Ιταλίας Ορλάντο. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για την προσπάθεια των Αγγλογάλλων να μοιράσουν τον κόσμο ύστερα από τη νίκη τους επί της Γερμανίας και με τους Ιταλούς να αλλάζουν στρατόπεδο σαν καθαροί οπορτουνιστές.
Είχαν προηγηθεί τα περίφημα «14 σημεία» του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, τα οποία απεικόνιζαν το πλασάρισμα των ΗΠΑ στη διεθνή κονίστρα και αναγνώριζαν το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, πριονίζοντας τα αυτοκρατορικά φτερά της Αγγλίας.
Είχε προηγηθεί βεβαίως η τιτάνια μπολσεβίκικη επανάσταση στη Ρωσία, που έβγαλε την τελευταία από τον φρικτό πόλεμο και εγκαθίδρυσε τον σοσιαλισμό στο 1/6 της γης.

Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν αποφασίσει τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παίρνοντας και τη ρεβάνς ύστερα από τη μεγάλη ήττα τους στα Δαρδανέλια από τους Τούρκους με την καθοδήγηση των Γερμανών.
Ο Ε. Βενιζέλος (πρωθυπουργός της Ελλάδας) είχε ταχθεί με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», αφού βρέθηκε στο πλάι των Αγγλογάλλων, διαφωνώντας με τον γερμανόφιλο βασιλιά Αλέξανδρο.
Στις 2 Μάη 1919 στη Σμύρνη αποβιβάζονταν Έλληνες στρατιώτες, σε μια περιοχή που κατοικούσαν 170.000 Έλληνες και 80.000 Οθωμανοί. Ο Βενιζέλος διορίζει αρμοστή με μεγάλα καθήκοντα στη Σμύρνη τον Αριστείδη Στεργιάδη, σκοτεινό, εγωπαθές πρόσωπο και -απ’ ό,τι γράφτηκε- πράκτορα των Άγγλων.

Στις 27 Νοέμβρη 1919 υπογράφεται στο προάστιο Νεϊγύ του Παρισιού η ομώνυμη συνθήκη και στις 20 Αυγούστου του 1920 η συνθήκη των Σεβρών (1). Η τελευταία δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι προχωράει η «Μεγάλη Ιδέα» της Ελλάδας των δύο ηπείρων (Ασία-Ευρώπη) και των πέντε θαλασσών (Μεσόγειος, Αδριατική, Εύξεινος, Αιγαίο, Ιόνιο), ενώ τα σύνορα της Ελλάδας φτάνουν 40χλμ έξω από την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά του Αιγαίου γίνονται ελληνικά.
Ωστόσο, στις εκλογές που γίνονται τον Νοέμβριο του 1920, ο λαός καταψηφίζει τον Βενιζέλο και ο Κωνσταντίνος επανέρχεται στο βασιλικό θρόνο. Ο λαός έχει κουραστεί από τους μακροχρόνιους πολέμους (Βαλκανικοί, Παγκόσμιος, εκστρατεία Μικράς Ασίας) και οσμίζεται ότι η Μεγάλη Ιδέα θα επιφέρει νέα δεινά.
Με αυτήν την άποψη, καταγγέλλοντας την απόβαση στη Σμύρνη ως τυχοδιωκτική, συντάσσεται το μόλις δημιουργημένο ΚΚΕ (γραμματέας Κ. Κορδάτος).

Ταυτόχρονα οι «σύμμαχοι», απογοητευμένοι από την παλινόρθωση του γερμανόφιλου βασιλιά, αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση Γούναρη και αφήνουν τον στρατό στο έλεος της αναδημιουργημένης Τουρκίας. Η κυβέρνηση Γούναρη διατάζει τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευ­όπουλο να προχωρήσει προς την Άγκυρα καταλαμβάνοντας το σιδηροδρομικό σταθμό του Εσκί Σεχίρ. Σημειώνουμε ότι πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι η δυτικότροπη Κωνσταντινούπολη, ενώ το νεοδημιουργημένο εθνικό κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ που στρέφεται ενάντια σε πασάδες -ξένους και Έλληνες- χρησιμοποιεί ως κέντρο του την Άγκυρα.
Η αποτυχία του ελληνικού στρατού στο Εσκί Σεχίρ δεν πτοεί την κυβέρνηση Γούναρη που αποφασίζει γενική εκστρατεία στην Μικρά Ασία (Ιούλιος 1921) που φτάνει στην γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ με το στρατό του Κεμάλ να υποχωρεί. Λίγο αργότερα στην Κιουτάχεια το πολεμικό συμβούλιο συνεχίζει το στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, θέλοντας να καταλάβει εδάφη που κατοικούνται μόνο από Οθωμανούς, επιδιώκοντας να φτάσει στην Άγκυρα.

Επρόκειτο -από στρατιωτική άποψη- για έναν τυχοδιωκτισμό και -από πολιτική- για τη μεγαλομανία στρατηγών και ανόητων πολιτικών που εμφορούνταν από το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας. Χωρίς τρόφιμα, χωρίς επιμελητεία, χωρίς στρατιωτικά εφόδια σ’ ένα εχθρικό έδαφος, η μάχη στον ποταμό Σαγγάριο αποδείχνεται τραγωδία. Μπορεί τακτικά να υποχώρησαν οι Τούρκοι, όμως η αρχή του τέλους είχε διαγραφεί. Οι λεγόμενοι σύμμαχοι μάς έχουν εγκαταλείψει, αγκαλιάζοντας το ισχυρό κίνημα του Κεμάλ, ο οποίος αναδιοργανώνει τον στρατό του χρησιμοποιώντας όμως και τμήματα πολιτοφυλακής (Τσέτες).
Στις πρώτες μέρες του Αυγούστου 1922 φαίνεται ότι επίκειται η τελική επίθεση. Το πρωί της 13ης Σεπτέμβρη 1922 ο τουρκικός στρατός συντρίβει τον ελληνικό και εισέρχεται στη Σμύρνη, σαράντα μήνες ύστερα από την έναρξη των εχθροπραξιών: Συμμορίες Τούρκων (οι Τσέτες), Ζεϊμπέκηδες και οργανωμένος στρατός μπαίνουν στην ιστορική πόλη καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους μ’ επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά. Στο στόχο τους Έλληνες, Αρμένηδες, Εβραίοι, πλούσιες συνοικίες. Σφαγές, εμπρησμοί, κλοπές, βιασμοί. Η Σμύρνη καίγεται και εγκαταλείπεται.

Ο απολογισμός του μεγαλοϊδεατισμού είναι δεκάδες χιλιάδες νεκροί και 1.500.000 πρόσφυγες. Η υγιής τάση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 αντικαταστάθηκε από την πρόσδεση στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με το σαθρό όραμα της Μεγάλης Ιδέας και τον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό στα ξένα εδάφη της Μικράς Ασίας, μακριά από την εθνική βάση της Σμύρνης. Στην αρχή κάτω από την ασφάλεια του «βρετανικού λέοντα». Έπειτα μόνοι κι αβοήθητοι, απέναντι σε μια ισχυρή αντιαποικιακή εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας μεταβλήθηκε σε υπηρέτη του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Το φιλελεύθερο τμήμα της με τον Βενιζέλο βρέθηκε στο πλευρό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία κλπ), οι παλαιοκομματικοί συνασπίστηκαν γύρω απ’ το βασιλιά και την «τετραπλή συμμαχία» (Γερμανία, Αυστροουγγαρια, Βουλγαρία, Τουρκία).

Οι Αγγλογάλλοι φούσκωσαν τα μυαλά και τα πανιά της φιλελεύθερης αστικής τάξης και της άνοιξαν το δρόμο για μια τυχοδιωκτική εκστρατεία. Το αποτέλεσμα ήταν ο ξεριζωμός των ελληνικών πληθυσμών, χιλιάδες νεκροί και ανείπωτη οικονομική αφαίμαξη.
Σημειώνουμε, επειδή πολλά γρά­φονται, ότι η νεαρή κυβέρνηση των μπολσεβίκων, στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης των λαών, της ειρηνικής συνύπαρξης και της διάθεσης για διακανονισμό, κατήγγειλε τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, παραιτήθηκε από τη ρωσική συμμετοχή στο Διεθνή Οργανισμό Ελέγχου στην Ελλάδα, δεν προσπάθησε να επωφεληθεί από τις συγκρούσεις στην περιοχή (2).

Το «κεμαλικό» κίνημα πέρασε δια πυρός όχι μόνο τους Έλληνες, τους Αρμένιους, τους Πόντιους, αλλά και τους πραγματικούς επαναστάτες στην Τουρκία στο όνομα της εθνικής αναγέννησης. Η αδυναμία της εργατικής τάξης στην Τουρκία να μπει επικεφαλής της αντιαποικιακής επανάστασης (ούσα αριθμητικά αδύναμη) άφησε στην Τουρκία μια ρωγμή. Αυτήν εκμεταλλεύτηκαν μερίδες της αστικής τάξης, φιλογερμανικής στάσης, καθώς και εκπρόσωποι της διανόησης και τμήματα του στρατού που μπήκαν επικεφαλής του κεμαλικού κινήματος. Αντικομμουνιστές, στρέ­φονταν ενάντια στη διαφθορά των πασάδων του Χαλιφάτου και, για να αποκρούσουν τους ιμπεριαλιστές, στηρίχτηκαν στη βοήθεια του Σοβιετικού κράτους που δέχονταν την στρατιωτική επέμβαση 14 χωρών για να πνίξουν το πρώτο εργατοαγροτικό κράτος.
Όπως και να το δει κανείς, η εκστρατεία του 1919-1922 ήταν ένας πόλεμος των ιμπεριαλιστών για να κατακτήσουν τους δρόμους του πετρελαίου προς τη Μέση Ανατολή, το δρόμο του μεταξιού προς Ινδία-Κίνα και για την περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης.
Η αντιβενιζελική πτέρυγα της αστικής τάξης, ενώ βρέθηκε στην κυβέρνηση με το σύνθημα της παύσης του πολέμου (οίκαδε: οι φαντάροι στα σπίτια τους), γρήγορα μέθυσε από τις πρώτες νίκες του στρατού στη Μ. Ασία και διόλου δεν κατάλαβε τη στροφή της αγγλικής αλεπούς, ακόμα και όταν η Γαλλία και η Ιταλία αναγνώριζαν την κυβέρνηση του Κεμάλ (1921).

Επίλογος
Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και θ’ αναβιώσουν πάλι μυθεύματα, παραποιήσεις κι αποσιωπήσεις. Στα τραχιά εδάφη της Μικράς Ασίας ηττήθηκε στρατιωτικά ο τυχοδιω­κτισμός της ελληνικής άρχουσας τάξης, που δεν κατάλαβε καν πως είχε αλλάξει ο αέρας με την έλευση του γερμανόφιλου βασιλιά, την αποχώρηση του Βενιζέλου και τον εναγκαλισμό του Κεμάλ από τους δυτικούς.
Εκατό χρόνια μετά το 1922 μέχρι τις μέρες μας, είχαμε ως σημαντικά γεγονότα με τους γείτονες: Τη συνθήκη της Λωζάνης (1923), την ανταλλαγή των πληθυσμών, τα πραξικοπήματα στην Τουρκία, την εφτάχρονη δικτατορία στην Ελλάδα, την επέμβαση και καταστροφή της Κύπρου, την κούρσα των εξοπλισμών και την πασαρέλα των δύο αρχουσών τάξεων για το ποια θα γίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο πιο χρήσιμη στους ιμπεριαλιστές.

Είναι μακριά το όραμα για ειρήνη και φιλία των λαών; Είναι τόσο μακριά όσο και η δύναμη ή αδυναμία των απλών ανθρώπων ένθεν κακείθεν του Αιγαίου να την εφαρμόσουν. Μέχρι τότε, το μακρινό 1922 θα γράφεται και θα διαβάζεται κάτω από τα παραμορφωτικά πρίσματα των ιθυνουσών τάξεων και τα παιδιά στα σχολεία θα δηλητηριάζονται από τον εθνικισμό και τον σωβινισμό.
Είναι στο χέρι μας, κυρίως των εκπαιδευτικών, να σκάψουν βαθιά με την αξίνα του ιστορικού υλισμού και να διδάξουν τα γεγονότα, τις αιτίες και τ’ αποτελέσματα με την ψυχρότητα της μεθόδου και τη θέρμη προς τους ανθρώπους, ώστε η νέα γενιά να ξέρει ποιους να μισεί και ποιους ν’ αγαπάει.

Είπαμε πως η ιστορία είναι σαν βράχος. Ή ανεβαίνεις πάνω και βλέπεις μακρύτερα ή τον κουβαλάς και λυγάς από το βάρος του.
Αν θα προσπαθούσε να βρει κάποιος θετικά στοιχεία από την καταστροφή, το προσφυγικό ρεύμα και την ανταλλαγή των πληθυσμών, αυτό είναι η έλευση 1.500.000 προσφύγων, βασικά στη βόρειο Ελλάδα και στην Αθήνα, που πύκνωσαν το εθνικό πληθυσμιακό στοιχείο. Μετέφεραν στη χώρα μας ένα έμπειρο εργατολαϊκό δυναμικό, με γνώσεις ισχυρές, που ανέπτυξε γοργά τις παραγωγικές δυνάμεις. Μετέφεραν έναν ολόκληρο πολιτισμό (ήθη-έθιμα) που αναζωογόνησε τον γερασμένο πολιτιστικό κορμό και έδωσε ισχυρή ανάσα ανάτασης και προοπτικής. Δυνάμωσαν το προοδευτικό και αριστερό κίνημα, τροφοδοτώντας το με ιδέες και ανθρώπους ευρείας δράσης, με προοδευτικές, ριζοσπαστικές ιδέες. Αυτό ήταν το τίμημα της καταστροφής, που σημάδεψε τη χώρα μας για πολλά χρόνια και αποτέλεσε τη μήτρα ζυμώσεων, αναζητήσεων και εξελίξεων.

Σημειώσεις
Στις 10-8-1920 υπογράφτηκε στις Σέβρες (προάστιο του Παρισιού) συνθήκη ανάμεσα στη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Ελλάδα, την Αρμενία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία από τη μια πλευρά και την Οθωμανική κυβέρνηση από την άλλη. Η Οθωμανική αυτοκρατορία μειωνόταν στο 1/5. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαιρναν Συρία, Παλαιστίνη και Αραβία. Η Αίγυπτος γινόταν προτεκτοράτο της Αγγλίας, όπως το Σουδάν και η Κύπρος. Η Γαλλία έπαιρνε το Μαρόκο και την Τυνησία και η Ιταλία τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα. Επρόκειτο για μια σφαγιαστική συμφωνία, όχι μόνο ενάντια στην Τουρκία, αλλά και σ’ όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής.

«Η Ρωσική κυβέρνηση δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να καταδικάσει την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό γιατί ανέλαβε το βάρος του πολέμου που επιβλήθηκε στους ασθενείς ώμους της από μέρους της Ευρώπης. Οι συναλλακτικές προσπάθειες της Ρωσίας (σ.σ ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία) αποδείχτηκαν άκαρπες και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος αφέθηκε να ακολουθήσει την πορεία του… Δυστυχώς η πολιτική των Ατλαντικών δυνάμεων δεν παρείχε τις εγγυήσεις ότι αυτές σκέπτονται σοβαρά να διακανονίσουν ειρηνικά τις συρράξεις στην Εγγύς Ανατολή και να βάλουν τέρμα στην τελευταία φάση του παγκοσμίου πολέμου που εξαντλεί Ελλάδα και Τουρκία».