Ο γενοκτονικός πόλεμος του ισραηλινού φασισμού στην Παλαιστίνη έχει επισκιάσει, εδώ και δύο μήνες, στην παγκόσμια ειδησεογραφία το άλλο μεγάλο πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία. Ωστόσο, η υποχώρηση του θέματος των ρωσοουκρανικών εξελίξεων από την πρώτη γραμμή της δημόσιας ενημέρωσης κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι έχει υποχωρήσει η ένταση της αιματηρής σύγκρουσης που διεξάγεται εκεί. Αντίθετα, σε όλο το μέτωπο διεξάγονται αδιάκοπα μάχες αλλά και ανταλλάσσονται πυραυλικά χτυπήματα, με τελευταίο, τη ρωσική πυραυλική επίθεση που έπληξε το Κίεβο.

Ο πόλεμος στην Παλαιστίνη, αναμφίβολα, έχει την επίδρασή του στα τεκταινόμενα στην Ουκρανία, καθώς οι ΗΠΑ και η ΕΕ πλέον έχουν να στηρίξουν δυο πολεμικά μέτωπα παγκόσμιας σημασίας, παρέχοντας τεράστια στρατιωτικοοικονομική βοήθεια στο Ζελένσκι και στο Νετανιάχου, αλλά και να αντιμετωπίσουν τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές επιπτώσεις από το άνοιγμά τους, που συνδέονται άμεσα με την αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία και την Κίνα, με τις αναταράξεις των σχέσεών τους με τις υπόλοιπες περιφερειακές δυνάμεις διεθνώς, αλλά και με εσωτερικές διαφωνίες και πιέσεις που δέχονται οι κυβερνήσεις της Δύσης, όσον αφορά την συνέχιση ή τη διαχείριση αυτών των πολέμων.

Το καθεστώς Ζελένσκι, αντιλαμβανόμενο τη μεταβολή που εισήγαγε στο παγκόσμιο σκηνικό ο πόλεμος στην Παλαιστίνη, γρήγορα εκδήλωσε τις ανησυχίες του για τις συνέπειες που θα έχει αυτή στη σύγκρουσή του με τη Ρωσία. Η απόλυτη εξάρτησή του από τη μεγάλη στρατιωτικοικονομική βοήθεια που θα πρέπει να συνεχίσουν να του δίνουν οι ΗΠΑ και τα κράτη της ΕΕ, για να μπορέσει να συνεχίσει τον πόλεμο, το έκαναν να δει ως διαγραφόμενο κρίσιμο κίνδυνο τον περιορισμό των στρατιωτικοοικονομικών κονδυλίων που λαμβάνει από τη Δύση, γιατί ΗΠΑ και ΕΕ μπορεί να του περικόψουν στρατιωτικοικονομική βοήθεια για να τη διοχετεύσουν στο Ισραήλ. Οι ανησυχίες του έχουν γίνει πιο έντονες καθώς, ήδη, μέσα στις ΗΠΑ αλλά και μέσα στην ΕΕ το θέμα της συνέχισης, του μεγέθους και του είδους της οικονομικής στήριξης του ουκρανικού καθεστώτος έχει γίνει σημείο διαμάχης.

Το θέμα αυτό δεν είναι ανεξάρτητο και από το πώς έχουν πορευθεί οι εξελίξεις στο πολεμικό πεδίο. Η αντεπίθεση που οργάνωσαν οι ουκρανικές δυνάμεις αυτή τη χρονιά, και που τόσο είχε διατυμπανιστεί από το καθεστώς Ζελένσκι και τα μέσα ενημέρωσης της Δύσης ότι θα αλλάξουν το πολεμικό τοπίο, όχι μόνο δεν έχει αποδώσει καρπούς αλλά οι πληροφορίες συγκλίνουν πως το αντίστροφο έχει συμβεί. Ακόμα και οι αμερικάνικοι New York Times έχουν γράψει πως η Ρωσία αύξησε από την αρχή του 2023 το στρατιωτικό έλεγχό της σε έκταση εδαφών υπερδιπλάσια από εκείνη που έλεγξαν οι ουκρανικές δυνάμεις και ότι η Ρωσία «άνετα κρατά τα εδάφη που ελέγχει». Ο ίδιος ο Ζελένσκι στη παρέμβασή του στην τελευταία διαδικτυακή σύνοδο Κορυφής του G7, απευθυνόμενος στους ηγέτες των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είπε πως ο ρωσικός στρατός «έχει αυξήσει σημαντικά την πίεση» και θα είναι «καταστροφικό» εάν δεν στηρίξουν την Ουκρανία.

Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μεγάλη πίεση στο ουκρανικό καθεστώς, καθώς έχει επείγουσα ανάγκη νέου πακέτου βοήθειας, τα πολεμικά και οικονομικά αποθέματα εξαντλούνται και διανύεται ο χειμώνας που προσθέτει μεγαλύτερες δυσκολίες στο στρατιωτικό και οικονομικό πεδίο. Έκφραση αυτής της πίεσης αποτελεί και η έξοδος του Ζελένσκι σε μια περιοδεία στο εξωτερικό για να εκλιπαρήσει την έγκριση οικονομικής στρατιωτικής βοήθειας.

Πρώτος σταθμός του οι ΗΠΑ, όπου τον κάλεσε ο Μπάιντεν σε μια χρονική στιγμή όπου στο Κογκρέσο Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί βρίσκονται σε διαξιφισμό όσον αφορά την έγκριση ενός πακέτου αξίας 106 δισ. δολαρίων, που περιλαμβάνει περίπου 61 δισ. δολάρια για την «άμυνα» της Ουκρανίας, 14 δισ. δολάρια για στρατιωτική στήριξη του Ισραήλ, κονδύλια για την «ασφάλεια» στην Ταϊβάν και για περισσότερα μέτρα καταστολής στα σύνορα με το Μεξικό. Οι Ρεπουμπλικάνοι αρνούνται να ψηφίσουν το προτεινόμενο από την κυβέρνηση πακέτο, επικαλούμενοι ότι χρειάζεται διάθεση περισσότερων χρημάτων για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης και την ασφάλεια των συνόρων και ότι η Ουκρανία παίρνει πολλά χρήματα, ενώ οι Αμερικανοί έχουν πιο σημαντικά ζητήματα να αντιμετωπίσουν.

Αυτή η αντιπολιτευτική στάση πατάει και πάνω σε εσωτερικές δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ που δείχνουν το 60% να μη θέλει κι άλλη βοήθεια στην Ουκρανία και συνδέεται με την προοπτική των προεδρικών εκλογών που θα γίνουν στις ΗΠΑ το 2024. Στηρίζεται ακόμα περισσότερο σε αυτό που που γνωρίζουν καλά και οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι: πως η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία θα επηρεάσει τις εκλογές του 2024. Ο Μπάιντεν ξέρει ότι θα έχει πάνω του αντίκτυπο το «αν δεν πάει καλά» ο πόλεμος. Στο βαθμό που ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαρτάται από την αμερικάνικη στρατιωτικοικονομική στήριξη, η εξέλιξή του γίνεται και προεκλογικό παιχνίδι στα χέρια Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων και ρυθμιστής στην τοποθέτησή τους για το πακέτο βοήθειας προς την Ουκρανία.

Με το θέμα της έγκρισης του νέου μεγάλου πακέτου «ασφάλειας της Ουκρανίας» να παραμένει εκκρεμές, η κυβέρνηση Μπάιντεν ζήτησε να δοθεί βοήθεια 200 εκατ. δολαρίων προς την Ουκρανία από παλιότερο πακέτο που έχει εγκρίνει το Κογκρέσο, το οποίο σύμφωνα με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Αντ. Μπλίνκεν, «θα είναι ένα από τα τελευταία πακέτα ασφαλείας που θα μπορέσουμε να παράσχουμε στην Ουκρανία, αν το Κογκρέσο δεν λάβει μέτρα για να εγκρίνει πρόσθετη βοήθεια». Διαφαίνεται πως, πηγαίνοντας προς τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2024, κάπως έτσι, μέσα από πορεία εσωτερικών τριβών στις ΗΠΑ θα συντηρηθεί η στήριξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Το πώς θα συνεχίσουν οι ΗΠΑ τη χρηματοδότησή τους προς την Ουκρανία ανησυχεί το καθεστώς Ζελένσκι για ένα επιπλέον λόγο: Το ενδεχόμενο να υπάρξει μείωσή της φοβάται ότι μπορεί να συμπαρασύρει σε μια παρόμοια στάση και άλλες δυτικές δυνάμεις, όπου και εκεί εκδηλώνονται παρόμοιες αντιθέσεις. Η δήλωση του ουκρανού υπουργού Εξωτερικών ότι θα είναι «καταστροφικό» εάν οι ηγέτες της ΕΕ δεν δώσουν στη χώρα του το «πράσινο φως» για ενταξιακές συνομιλίες έδειξε την εμφανή αγωνία του για το τι θα πει η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, που άρχισε προχθές, για το αν θα ανοίξει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία, για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του Κιέβου με 50 δισ. ευρώ έως το 2027, καθώς και με 20 δισ. ευρώ για τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.

Είναι φανερό πως το καθεστώς της Ουκρανίας περιβάλλεται από αυξημένες δυσκολίες για να αντεπεξέλθει πόλεμο, καθώς για την συνέχισή του είναι εντελώς έρμαιο από το ποια βοήθεια θα συνεχίσει να του δίνει η Δύση. Αυτό του έχει οξύνει και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ουκρανίας και δοκιμάζεται η σταθερότητά του, όπως φαίνεται και από μια πληροφόρηση που κυκλοφόρησε από έγγραφα του Πενταγώνου που διέρρευσαν και αναφέρουν ότι η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ καθώς και ανώτατοι αξιωματούχοι του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, έχουν συζητήσει την αντικατάσταση του Ζελένσκι. Αλλά, επίσης, και από τη δήλωση του Ζελένσκι πως το Κίεβο καλείται να «κερδίσει τη μάχη» της ενότητας «τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό»…