Ξεκίνησαν στις 10 και 12 Γενάρη οι συνομιλίες της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αντίστοιχα, στη βάση των δύο προτεινόμενων από τη Μόσχα Συνθηκών για «εγγυήσεις ασφαλείας» από τη Δύση. Όπως σημειώναμε και στο προηγούμενο φύλλο του Λ.Δ. (8 Γενάρη 2022), «οι Διεθνείς Συνθήκες που επιδιώκει να προωθήσει η Ρωσία συνιστούν από μόνες τους μια ιδιαίτερα σοβαρή εξέλιξη στην παγκόσμια σκηνή και αντανακλούν τις σημαντικές αλλαγές που έχουν σημειωθεί στους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη».

Οι συνομιλίες, που διήρκεσαν σε πρώτη φάση 3-4 ημέρες, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν κατέληξαν πουθενά και εν μέσω αλληλοκαταγγελιών και διπλωματικών επιθέσεων η κάθε πλευρά υπερασπίστηκε τις θέσεις της, απέρριψε τις προτάσεις της άλλης και αλληλοκατηγορήθηκαν για το α­διέξοδο. Η Μόσχα απαίτησε να έχει, απέναντι στις συγκεκριμένες γραπτές προτάσεις της, τις συγκεκριμένες γραπτές απαντήσεις από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Το βασικό ζήτημα που θέτει η Ρωσία είναι να αποκλειστεί οποιαδήποτε νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ, να ματαιωθεί η εγκαθίδρυση αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στις χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου και να ανακληθούν οι σχετικές προσκλήσεις προς την Ουκρανία και τη Γεωργία για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα βέβαια, με το περιεχόμενο των προτάσεών της η Μόσχα έκανε σαφές πως δεν θα αποδεχθεί πλέον την τρέχουσα κατάσταση που αντιστοιχεί σε μια προηγούμενη περίοδο και πως η Ρωσία και η Δύση πρέπει να επανακαθορίσουν τις σχέσεις τους και να αρχίσουν να τις οικοδομούν εξαρχής, υπονοώντας ότι οι σχέσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται στη βάση των σημαντικών ανακατατάξεων που έχουν σημειωθεί και των νέων συσχετισμών δυνάμεων που έχουν πλέον διαμορφωθεί στον πλανήτη. Έτσι, σύμφωνα με τη Μόσχα, το περιεχόμενο των προτάσεων που απευθύνει προς τη Δύση αντανακλά τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων και έρχεται να αντιστοιχηθεί με αυτή τη νέα διεθνή πραγματικότητα. Από την άποψη αυτή, η Ρωσία προσήλθε στις συνομιλίες με ένα πρώτο πλεονέκτημα και ένα ισχυρό διαπραγματευτικό ατού, καθώς ήταν αυτή που έθεσε το ζήτημα της οικοδόμησης εξαρχής των σχέσεων με τις ΗΠΑ, απαιτώντας μια σειρά παραχωρήσεις, στις οποίες σπεύδουν να απαντήσουν οι Δυτικοί με έναν πυρετό διαπραγματεύσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη, διμερών, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και του ΟΑΣΕ, εκεί που το προηγούμενο διάστημα είχαν αχρηστεύσει το θεσμοθετημένο Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Μάλιστα, νέα συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας προγραμματιζόταν για το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, προφανώς για να εκτιμηθεί ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων και να καθοριστεί η όποια συνέχειά τους, ενώ στο μεταξύ εμβόλιμη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Γερμανίας και Ρωσίας πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα, περισσότερο -από ό,τι φάνηκε- για να διαπιστωθούν οι συμφωνίες και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία για την αντιμετώπιση της Ρωσίας.

Συνοψίζοντας από την πλευρά της Ρωσίας τα συμπεράσματα από τον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων, ο ρώσος υφυπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Ριαμπκόφ, επικεφαλής των συνομιλιών, δήλωσε: «Το κύριο πρόβλημα είναι ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ δεν είναι έτοιμοι για κανένα λόγο και υπό καμία μορφή να συζητήσουν τα βασικά μας αιτήματα για τη μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, τη μείωση των υποδομών της συμμαχίας και την επιστροφή της στα σύνορα του 1997. Και φυσικά και στο θέμα που αφορά τις δεσμευτικές νομικές εγγυήσεις για τη μη εγκατάσταση αντίστοιχων συστημάτων σε άμεση εγγύτητα με τα σύνορά μας». Ο Ριαμπκόφ είπε επίσης ότι «δεν βλέπει λόγο να οργανωθεί νέος γύρος συνομιλιών στο εγγύς μέλλον για τις εγγυήσεις ασφαλείας, καθώς ο διάλογος οδηγήθηκε σε αδιέξοδο». Ωστόσο επανέλαβε ότι «ο διάλογος δεν σταματάει· συνεχίζεται σε διάφορα επίπεδα και σε διάφορες κατευθύνσεις».

Από την πλευρά της, η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Γουέντι Σέρμαν, επικεφαλής στις συνομιλίες, δήλωσε ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αποφασισμένες να απορρίψουν τις προτάσεις ασφαλείας που δεν έχουν αποτέλεσμα και να μην επιτρέψουν σε κανέναν να ακυρώσει την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ».

Την ίδια στιγμή τα πολιτικά και προπαγανδιστικά επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ξεσηκώνουν παγκόσμιο θόρυβο για επικείμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τη ρωσική πλευρά να καταγγέλλει το γεγονός σαν αντιρωσική υστερία και να δηλώνει πως καμιά εισβολή δεν πρόκειται να κάνει στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή βέβαια έχει συγκεντρώσει χιλιάδες στρατεύματα στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, όπου πραγματοποιεί στρατιωτικές ασκήσεις, ενώ προετοιμάζει και με την Λευκορωσία στρατιωτικές ασκήσεις τον επόμενο μήνα στα βόρεια σύνορα της Ουκρανίας.

Είναι φανερό πως με τις στρατιωτικές κινήσεις αυτές η Ρωσία συντηρεί μια «πιστευτή απειλή εισβολής» και στέλνει το μήνυμα ότι αν προχωρήσουν οι Δυτικοί στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, τα ρωσόφωνα τμήματά της στις ανατολικές περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ θα έχουν την τύχη της Κριμαίας. Τίποτε δεν αποκλείει βέβαια να προχωρήσει η Μόσχα σε «εισβολή μικρής κλίμακας» όπως είπε, ο Μπάιντεν, για να αποσπάσει με πόλεμο αυτά που δεν της δίνουν στις διαπραγματεύσεις.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αδιεξόδου και αποτυχίας μετά τον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων, ξεκίνησε η κάθε πλευρά να εκτοξεύει απειλές και να ασκεί εκβιασμούς, είτε για να επιρρίψει ο ένας στον άλλο την ευθύνη της αποτυχίας, είτε για να αποσπάσει ο καθένας διαπραγματευτικά ατού σε ένα ενδεχόμενο νέο γύρο διαπραγματεύσεων.

Μέχρι να φανεί το αποτέλεσμα και η κατάληξή τους, οι συνομιλίες αυτές θα περάσουν μέσα από διάφορες φάσεις, επεισόδια και διακυμάνσεις. Είμαστε μπροστά σε ένα κομβικό ζήτημα, που ξεπερνά κατά πολύ την υπόθεση της Ουκρανίας, μπροστά σε μια μεγάλη διαπραγμάτευση που αφορά στις σχέσεις των ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας- ΕΕ και την προοπτική τους και δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα. Με μια έννοια αφορά την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί ο πλανήτης την επόμενη περίοδο.


Η ηγεσία του ρώσικου ιμπεριαλισμού επανεκτιμά τη νέα διεθνή πραγματικότητα, σταθμίζει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ για την ανάσχεση της Κίνας και θεωρεί πως οι «ρυθμίσεις» και οι συμφωνίες που διέπουν τις σχέσεις της με τη Δύση πρέπει και μπορούν να αναθεωρηθούν και να επαναπροσδιοριστούν με βάση το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα αξιοποιεί τις δυνατότητες που απέκτησε τα τελευταία χρόνια και ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την αναγκαστική στροφή της Ουάσιγκτον στην Ασία-Ειρηνικό, επιδιώκοντας να ανατρέψει τις προηγούμενες «ρυθμίσεις» και συμφωνίες που της επιβλήθηκαν και να επιβάλει νέες, περισσότερο επωφελείς για την ίδια, αποσπώντας όσες περισσότερες παραχωρήσεις και «εγγυήσεις ασφαλείας» μπορεί από τις ΗΠΑ.

Το ζήτημα είναι ποια απάντηση θα δώσουν οι ΗΠΑ στις προτάσεις της Μόσχας και γενικότερα ποια στάση θα υιοθετήσουν απέναντι στη Ρωσία, καθώς φαίνεται ότι, τα τελευταία χρόνια, αποτελεί ένα μεγάλο δίλημμα που απασχολεί και διχάζει τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως φάνηκε ήδη από την περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι αν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα κλιμακώσει τυχοδιωκτικά την αντιπαράθεσή του ταυτόχρονα και στα δύο μέτωπα, και με την Κίνα και με τη Ρωσία, ή θα παίξει το ρωσικό «χαρτί» -προσφέροντας μια σειρά ανταλλάγματα στη Μόσχα, πάνω και κάτω από το τραπέζι, προσφεύγοντας σε φανερές ή μυστικές συμφωνίες για να μην τη σπρώξει σε συμμαχία με το Πεκίνο- και θα επικεντρωθεί βασικά στο μέτωπο της Κίνας που απειλεί προοπτικά να τον εκθρονίσει από την παγκόσμια κορυφή.

Το επόμενο διάστημα θα διαφανούν οι προθέσεις της ηγεσίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όσο χρονοβόρες και αν αποδειχθούν οι διαπραγματεύσεις και όσες παρελκυστικές τακτικές χρησιμοποιηθούν. Θα διαπιστωθεί, δηλαδή, αν οι συνομιλίες θα οδηγηθούν σε κατάρρευση ή θα καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό στη βάση των ιδιαίτερων επιδιώξεων της κάθε πλευράς. Αν οι συνομιλίες οδηγηθούν σε οριστικό ναυ­άγιο, αν δηλαδή αρνηθούν οι ΗΠΑ να ικανοποιήσουν σε κάποιο βαθμό τις απαιτήσεις της Ρωσίας και σκληρύνουν τη στάση τους γενικότερα απέναντί της, τότε σταδιακά η σημερινή συνεννόηση Κίνας-Ρωσίας δεν μπορεί παρά να μετασχηματιστεί σε συμμαχία των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό θα σημάνει την κυριαρχία τους προοπτικά στην Ευρασία, μέσα από μεγάλες συγκρούσεις και αναστατώσεις, διαμορφώνοντας μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα, αφού όποιος κυριαρχεί στην Ευρασία κυριαρχεί στον πλανήτη, επιφέροντας μεγαλύτερη εξασθένηση και παρακμή των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης.

Η στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού -όπως διαμορφώνεται και μέσα από τις αντιπαραθέσεις που ξέσπασαν στο εσωτερικό του, τις αντιφάσεις και τα διλήμματα των τελευταίων χρόνων- είναι να φρενάρει την ορμητική άνοδο της Κίνας και τη σταθερή επάνοδο της Ρωσίας, αποτρέποντας με κάθε τρόπο μια συμμαχία ανάμεσά τους και με την εξαπόλυση απειλών και τη δραστήρια προετοιμασία στρατιωτικών μετώπων (AYKUS) να εξαναγκάσει όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ευρώπη και την Ασία να ευθυγραμμιστούν μαζί του σ’ αυτή την αντιπαράθεση, προλαβαίνοντας διαφοροποιήσεις (πχ Γερμανία, Γαλλία) και ρήγματα. Αυτή η στρατηγική θα υπαγόρευε «λογικά» από την πλευρά των ΗΠΑ την αναζήτηση ενός συμβιβασμού με την Ρωσία, δίνοντας είτε πάνω, είτε κάτω από το τραπέζι και διασώζοντας τα προσχήματα, αυτό που θα ικανοποιούσε τη Μόσχα και θα της έφραζε το δρόμο για το Πεκίνο. Η στρατηγική όμως των ΗΠΑ δοκιμάζεται και βρίσκεται σε κρίση, καθώς μπήκαν σε μια φθίνουσα πορεία, οπότε δεν είναι βέβαιο πως οι κινήσεις μιας υπερφίαλης και αλαζονικής δύναμης σε παρακμή, που θεωρεί τον εαυτό της θεόπεμπτη δύναμη για τη «σωτηρία» του κόσμου, θα έχουν αυτό τον «ορθολογικό» χαρακτήρα.