Πρόκληση ολκής αποτελούν τόσο οι όροι που θεσπίστηκαν για την προεκλογική προβολή των κομμάτων ενόψει των βουλευτικών της 21ης Μαΐου 2023 όσο και η κούφια και υποκριτική ρητορεία των αρμόδιων κρατικών οργάνων και κοινοβουλευτικών κομμάτων περί «εξασφάλισης» της ισοτιμίας των κομμάτων στην προβολή τους από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης.

Κατ’ αρχήν ένα εξωφρενικό καθεστώς προεκλογικής παρουσίασης αποκλειστικά των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ιδιαίτερα των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, σε όλες τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές έχει εγκαθιδρυθεί από πολύ καιρό, πολύ πριν την επίσημη προκήρυξη της προεκλογικής περιόδου, μέσα στο οποίο οι εκπροσωπήσεις μικρότερων κομμάτων είναι αποκλεισμένες. Και μόνο αυτό το γεγονός, συν το ότι το ίδιο γίνεται μόνιμα, χρόνια τώρα, σε όλη την τετραετή κοινοβουλευτική θητεία, είναι αρκετό για να δείξει το μέγεθος της ανισότητας στην προβολή των κομμάτων και ταυτόχρονα την αντιδημοκρατικότητα που επικρατεί σε αυτόν τον τομέα, απ’ όπου έχουν εξοβελιστεί κυριολεκτικά τα μικρά κόμματα και πολύ περισσότερο τα εξωκοινοβουλευτικά που δεν έχουν, ούτε κατ’ ελάχιστο, βήμα στις ειδήσεις και στις ραδιοτηλεοπτικές πολιτικές εκπομπές. Στην πραγματικότητα όχι ισότιμη, αλλά καμιά προβολή δεν υπάρχει για τα μικρότερα κόμματα στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, παρά ένας μονόλογος σε αυτά των μεγάλων αστικών κομμάτων, με την κυβερνητική προπαγάνδα να τα κατακλύζει και τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στην ηλεκτρονική και έντυπη προβολή των πολιτικών κομμάτων.

Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι μπροστά στις εκλογές -και ειδικά τις μόλις τέσσερις εβδομάδες της προεκλογικής περιόδου- τα πράγματα θα ήταν κάπως διαφορετικά -έστω τις λίγες αυτές μέρες- για τα κόμματα που είναι αποκλεισμένα επί μια τετραετία από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Όποιος το περίμενε θα μείνει γελασμένος διαβάζοντας τη σχετική κοινή υπουργική απόφαση (Αρ.Α/307 ­/29.4.2023) για τον «Καθορισμό των όρων, των προϋποθέσεων και του χρόνου προβολής, κατά την προεκλογική περίοδο, των πολιτικών κομμάτων και των συνασπισμών συνεργαζόμενων κομμάτων, που συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, από τους δημόσιους και ιδιωτικούς ενημερωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς επίγειας μετάδοσης ελεύθερης λήψης, και τους φορείς παροχής συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δορυφόρου».

Όταν κάθε μέρα σε όλες τις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα σε πολυάριθμες εκπομπές και σε όλες τις ειδήσεις παρουσιάζονται αδιάκοπα ομιλίες, εκδηλώσεις,συγκεντρώσεις και οργανώνονται συνεντεύξεις των αρχηγών και εκπροσώπων των κοινοβουλευτικών κομμάτων και προπαντός της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, που σημαίνει ότι σε όλη την προεκλογική περίοδο, χωρίς να λογαριάσουμε πριν απ’ αυτήν, αυτά τα κόμματα θα έχουν αναρίθμητες παρουσιάσεις στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης, στα υπόλοιπα κόμματα παραχωρεί μόνο τη μετάδοση ενός δεκάλεπτου κάθε προεκλογική εβδομάδα για την παρουσίαση θέσεων του κόμματος, μιας συνέντευξης διάρκειας 45 λεπτών, του αρχηγού ή εκπροσώπου του πολιτικού κόμματος, μίας συνέντευξης Τύπου 45 λεπτών με εκπροσώπους του κόμματος, κάλυψη από την ΕΡΤ δύο προεκλογικών συγκεντρώσεων και συμμετοχή σε μια από τις ομαδικές συζητήσεις που θα οργανώσουν ραδιοτηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί.

Ο περιορισμός προβολής των μικρότερων κομμάτων δεν εξαντλείται μόνο σε αυτόν τον ελάχιστο αριθμό παρουσιάσεων που προβλέπει η υπουργική απόφαση αλλά γίνεται ακόμα πιο ασφυκτικός καθώς η προβολή και αυτών των προβλεπόμενων, κατά πάγια πρακτική, γίνεται από τους σταθμούς μεταμεσονύκτιες ώρες, συχνά κοντά στα ξημερώματα, έτσι ώστε η παρακολούθησή τους να είναι αδύνατη και όσο το δυνατόν μικρότερη, ενώ οι ώρες μεγάλης θέασης και ακρόασης μονοπωλούνται από τις παρουσιάσεις των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων και των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Είναι κι αυτή μια «επεξεργασμένη» αντιδημοκρατική πρακτική για να μην ακούγονται τα μικρότερα κόμματα.

***

Η ανισότητα στην προβολή των κομμάτων γίνεται ακόμα πιο σκανδαλώδης και στο πολύ σημαντικό τμήμα της ραδιοτηλεοπτικής προεκλογικής προβολής των κομμάτων που καλύπτεται με τα προεκλογικά διαφημιστικά μηνύματα τους. Τις μέρες αυτές τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, ιστοσελίδες, διαδίκτυο βομβαρδίζονται ασταμάτητα από τα προεκλογικά διαφημιστικά μηνύματα των κοινοβουλευτικών κομμάτων και προπαντός της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα προεκλογικά διαφημιστικά μηνύματα γίνονται με πληρωμή και στηρίζονται κυρίως στη χρηματοδότηση που διατίθεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα και ιδίως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ αντλούν τεράστια ποσά για την προεκλογική εκστρατεία τους από την κρατική χρηματοδότηση, η οποία κατανέμεται με τέτοιο τρόπο που κάνει ακόμα πιο σκανδαλώδη την άνιση προβολή των κομμάτων στις εκλογές.

Για να γίνει πιο απτά αντιληπτό αυτό, σημειώνουμε πως με την απόφαση Αριθμ. 36491/28.4.2023 του Υπ. Εσωτερικών για την «κατανομή ποσοστού 50%+10% της εκλογικής χρηματοδότησης στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς κομμάτων για τη διενέργεια των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου 2023» χορηγείται στα κόμματα ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ, ΜέΡΑ25 συνολικό ποσό κρατικής εκλογικής χρηματοδότησης ύψους 2.940.000 ευρώ, το 77% του οποίου το παίρνουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Με την απόφαση (Αρ. Α/307/29.4.2023) για τον «Καθορισμό των όρων, των προϋποθέσεων και του χρόνου προβολής, κατά την προεκλογική περίοδο, των πολιτικών κομμάτων…» χορηγείται στα ίδια κόμματα για την μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων στην ΕΡΤ Α.Ε., στους ιδιωτικούς ενημερωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς επίγειας μετάδοσης ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέ­λει­ας καθώς και στους αδειοδοτημένους φορείς παροχής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών μέσω δορυφόρου, κρατική χρηματοδότηση 4.988.821 ευρώ, το 77% του οποίου το παίρνουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αθροιστικά για την προεκλογική εκστρατεία τους τα παραπάνω κόμματα έχουν κρατική χρηματοδότηση 7.928.821 ευρώ. Το 86% το μοιράζονται η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ( ΝΔ 3.454.712 ευρώ, ΣΥΡΙΖΑ 2.656.389 ευρώ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ 733.442ευρώ), το ΚΚΕ παίρνει 489.399 ευρώ, η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ 355.723 ευρώ, το ΜέΡΑ25 208.316 ευρώ.

Τα ποσά της κρατικής χρηματοδότησης αυτών των κομμάτων είναι ακόμα μεγαλύτερα αν λάβουμε υπόψη ότι παίρνουν επιπλέον ετήσια τακτική κρατική χρηματοδότηση, που είναι ίση με το «0,5‰ επί των πραγματοποιηθέντων καθαρών εσόδων του ετήσιου κρατικού Απολογισμού του προηγούμενου οικονομικού έτους».

Μέσω μιας παχυλής κρατικής χρηματοδότησης τα κυρίαρχα αστικά κόμματα έχουν παγιώσει ένα σύστημα προκλητικά άνισης προβολής των κομμάτων στις εκλογές, έτσι ώστε να μονοπωλούν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και να διεξάγουν δαπανηρές προεκλογικές εκστρατείες, μάλιστα, με χρήματα που πληρώνει με τους φόρους του ο ελληνικός λαός. Αυτό το αντιδημοκρατικό σύστημα στηρίζει και η ηγεσία του ΚΚΕ με την ενσωμάτωσή της σε αυτό και με την πολιτική τού να αποδέχεται την κρατική χρηματοδότηση που οδηγεί και σε ανάλογη εξάρτηση από το αστικό κράτος, που κατά το άλλα το καταγγέλλει με βροντερά λόγια.
Αυτό το αντιδημοκρατικό σύστημα, που πνίγει τις φωνές των μικρότερων κομμάτων, το καταγγέλλει χρόνια τώρα το κόμμα μας, το Μ-Λ ΚΚΕ, που αρνείται να πάρει κρατική χρηματοδότηση.

Στηριγμένο στις δικές του οικονομικές δυνατότητες, που προέρχονται από τις ενισχύσεις των μελών και φίλων του, δίνει μια σκληρή μάχη για να ξεπεράσει τους φραγμούς και τους αποκλεισμούς που θέτει το θεσμοποιημένο σύστημα άνισης προβολής των πολιτικών κομμάτων.
Οι φραγμοί αυτοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη μεγάλη δυσκολία να έχει πρόσβαση η φωνή του Μ-Λ ΚΚΕ στα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης άλλα και με τα εμπόδια που θέτουν κρατικές απαγορεύσεις σε άλλα πιο απλά μέσα διάδοσης των θέσεων των πολιτικών κομμάτων, όπως οι αφίσες και τα πανό. Σε εμπόδια, όπως αυτό που συναντήσαμε αυτές τις μέρες, για μια απλή τοποθέτηση αφίσας του εκλογικού συνδυασμού του Μ-Λ ΚΚΕ σε βιτρίνες σε στάσεις λεωφορείων που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων, για την οποία ζητήθηκε μια πρωτοφανής τιμή από συνεργαζόμενη εταιρεία του Δήμου.

Ενάντια σε όλα αυτά τα εμπόδια το Μ-Λ ΚΚΕ καλεί τους φίλους και τους οπαδούς του να δυναμώσουν την κινητοποίησή τους για να διαδοθούν οι πολιτικές θέσεις του Μ-Λ ΚΚΕ και για να κερδηθεί η στήριξη σε αυτές και με την ψήφο στον συνδυασμό του στις 21 Μαΐου 2023 και, πάνω απ’ όλα, με τη συστράτευση στους αγώνες που έχουμε να δώσουμε μπροστά μας για τα προβλήματα της εργατικής τάξης και του λαού μας.