Με όχημα την «έκθεση Πισσαρίδη»

Η κυβέρνηση προετοιμάζει το δεύτερο βήμα στο συνολικό σχέδιο επίθεσης ενάντια στο Ασφαλιστικό Σύστημα. Άλλωστε, αποτέλεσε προεκλογική δέσμευση για τον Μητσοτάκη και προμετωπίδα της νεο-φιλελεύθερης πολιτικής του, η περαιτέρω αντιδραστική “μεταρρύθμιση” του Ασφαλιστικού.

Το πρώτο βήμα έγινε τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν ψηφίστηκε ο νόμος Βρούτση, ο οποίος στην ουσία θωράκισε τον προηγούμενο νόμο (Κατρούγκαλου), εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του ακόμα πιο αποτελεσματικά, απέναντι και στα όποια νομικά «κωλύματα» και αμφισβητήσεις προέκυψαν από τότε που ψηφίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως είχε τονίσει η αρθρογραφία του ΛΔ, τότε που ψηφίστηκε ο νόμος Βρούτση, εκτός από τις ανατροπές που περιελάμβανε αυτός και τις ψευδώς και παραπλανητικά εμφανιζόμενες αυξήσεις στις συντάξεις που θα επέφερε, στην ουσία άνοιγε τον δρόμο στο επόμενο αντι-ασφαλιστικό χτύπημα, την πλήρη ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων.

Αυτό ετοιμάζει τώρα η κυβέρνηση και ανοίγει εκ νέου το θέμα του Ασφαλιστικού με πρόφαση την έκθεση Πισσαρίδη, της ομώνυμης επιτροπής στην οποία ο Μητσοτάκης ανέθεσε να δώσει τα «φώτα» της σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση του πακέτου των 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης που αναμένονται και στην οποία προτείνεται ως μια από τις απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις» η παρέμβαση στο Ασφαλιστικό.

Στο πλαίσιο αυτό, ως ένας από τους κεντρικούς στόχους του «Σχεδίου Ανάπτυξης» της έκθεσης παρουσιάστηκε η «εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στον δεύτερο πυλώνα Κοινωνικής Ασφάλισης». Αν και δεν δημοσιεύτηκε το πλήρες κείμενο της έκθεσης, δε χωρά αμφιβολία πως κινείται σταθερά στην πορεία προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης και βέβαια κινείται σε απόλυτη ταύτιση με το αντίστοιχο πόρισμα που συνέταξε η άλλη «επιτροπή σοφών», όταν προπαρα­σκευαζόταν ο προηγούμενος νό­μος.
Όλες οι επιτροπές που συστήνει η κυβέρνηση και όλοι οι «σοφοί» που επιστρατεύει για να δώσουν τις πολύτιμες επιστημονικές συμβουλές τους κινούνται στην ίδια ρότα με τους δικούς της σχεδιασμούς. Απώτερος στόχος δεν είναι άλλος από το Ασφαλιστικό Σύστημα των 3 πυλώνων:

Ο πρώτος πυλώνας είναι η κύρια εθνική σύνταξη που θα έχει δημόσιο και υποχρεωτικό χαρακτήρα και άρα το κράτος εγγυάται για αυτή, ο δεύτερος είναι η λεγόμενη ανταποδοτική σύνταξη, που θα καθορίζεται από τις εισφορές των εργαζομένων που μπορεί να έχει δημόσια ή και ιδιωτικά χαρακτηριστικά, όπου -όπως και στα επαγγελματικά ταμεία- δεν υπάρχει κρατική εγγύηση και όπου ο ασφαλισμένος γνωρίζει μόνο τις εισφορές που δίνει άλλα όχι τι σύνταξη θα πάρει και ο τρίτος αφορά αμιγώς την ιδιωτική ασφάλιση.

Όπως προβλέπεται στο προηγούμενο πόρισμα, όλοι οι πρωτο-ασφαλιζόμενοι μετά την 1/1/2021, ακόμα και από κατηγορίες επαγγελμάτων που δεν διαθέτουν επικουρική ασφάλιση, θα υπάγονται υποχρεωτικά στο νέο ιδιωτικό ασφαλιστικό σύστημα (ασφαλιστικές εταιρείες) και θα καταβάλλουν το 6,5% επί των αποδοχών τους για επικουρική ασφάλιση, στο νέο κλάδο «ιδιωτικής επικουρικής ασφάλισης» του ΕΤΕΑΕΠ (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών), που θα δημιουργηθεί στο μεταξύ. Οι επικουρικές συντάξεις των νέων ασφαλισμένων δεν θα είναι εγγυημένες, καθώς το ύψος τους θα εξαρτάται από την «απόδοση» του ρίσκου -κανονικό τζογάρισμα- που αναλαμβάνει ο κάθε ασφαλισμένος και μάλιστα με ατομική του ευθύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι γίνεται λόγος για «επιλογή» ανάμεσα σε «τρία επενδυτικά πακέτα», «χαμηλού», «μεσαίου» και «υψηλού επενδυτικού κινδύνου». Στην πρόταση ως εναλλακτικοί πάροχοι διαχείρισης υποδεικνύονται οι Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕ∆ΑΚ), οι Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), τα Πιστωτικά Ιδρύματα και οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις».

Παρά τις σκόπιμες ασάφειες για το «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, μετά τα πρώτα δέκα χρόνια, η διακοπή ροής εισφορών στο ΕΤΕΑΕΠ από τους νέους ασφαλισμένους θα προκαλέσει ελλείμματα, τα οποία με τη σειρά τους, χωρίς αμφιβολία, θα φορτωθούν σε παλιούς συνταξιούχους και ασφαλισμένους. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 55 δισ. ευρώ. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση προσανατολίζεται να καλύψει αυτό το κόστος μέσα από το «Σχέδιο Ανάκαμψης» με κεφάλαια που θα κατευθυνθούν εκεί, υλοποιώντας με δημόσιο χρήμα την ιδιωτικοποίηση του 2ου πυλώνα Ασφάλισης, με τον τελικό λογαριασμό βέβαια να φορτώνεται για ακόμη μια φορά στις πλάτες του λαού, μέσω της γενικής φορολογίας και των άλλων αντιλαϊκών επιβαρύνσεων.