Με τίτλο «Μέτρα για τη διαφύλαξη και την ανάδειξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, την προστασία και ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της ορχηστρικής μουσικής απόδοσης του ελληνόφωνου τραγουδιού και την προστασία και διάχυση της ελληνικής γλώσσας, στο πλαίσιο της διαφύλαξης και ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς», πέρασε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού στη Βουλή. Ο νόμος αυτός προβλέπει υποχρεωτική ποσόστωση αναπαραγωγής ελληνόφωνου τραγουδιού σε χώρους σταθμών και αποβάθρες επιβίβασης και αποβίβασης επιβατών του μετρό, των τρένων και των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων, σε χώρους υποδοχής και αναμονής ξενοδοχείων, καζίνο, και εμπορικών κέντρων. Ταυτόχρονα προβλέπει πριμοδότηση με επιπλέον διαφημιστικό χρόνο τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που θα αυξήσουν το ποσοστό αναπαραγωγής ελληνόφωνου τραγουδιού, καθώς και υποχρεωτική ποσόστωση σε επιδοτούμενες από το υπουργείο οπτικοακουστικές παραγωγές.

Με άλλα λόγια το υπουργείο πολιτισμού μιλάει για ενίσχυση του ελληνόφωνου τραγουδιού και της πολιτιστικής κληρονομιάς χωρίς να διαθέτει στην πραγματικότητα ούτε ένα ευρώ σε αυτή την κατεύθυνση! Η υποχρεωτική ποσόστωση ελληνόφωνου τραγουδιού, καθώς και η πριμοδότηση ραδιοφωνικών σταθμών με διαφημιστικό χρόνο καμία σχέση δεν έχουν με την ενίσχυση του καλλιτεχνικού έργου και της πολιτιστικής κληρονομιάς! Οι μόνοι κερδισμένοι από έναν τέτοιο νόμο είναι οι οργανισμοί διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων οι οποίοι εκπροσωπούν Έλληνες καλλιτέχνες (δηλαδή όλοι) και εκ των πραγμάτων θα αυξήσουν αυτόματα τα έσοδά τους, καθώς και τα μεγάλα ονόματα που γεμίζουν πίστες μαγαζιών και μεγάλους συναυλιακούς χώρους και είναι εγγεγραμμένοι σε αυτούς τους οργανισμούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτοί οι οργανισμοί έτρεξαν να χειροκροτήσουν το νομοσχέδιο Μενδώνη.

Τι ρόλο παίζουν αυτοί οι οργανισμοί, με ποιο τρόπο εισπράττουν πνευματικά δικαιώματα, πώς τα αποδίδουν και ποια είναι τελικά η σχέση τους με την πολιτιστική κληρονομιά, τους καλλιτέχνες και το καλλιτεχνικό έργο;

Μιλάμε για τις ιδιωτικές εταιρείες-οργανισμούς είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων οι οποίες με έγκριση του Υπουργείου πολιτισμού αναλαμβάνουν τον ρόλο του μεσάζοντα, δηλαδή εισπράττουν από τους χρήστες μουσικής π.χ. καφετέριες, μουσικές σκηνές, εστιατόρια, ξενοδοχεία, ραδιοφωνικούς σταθμούς κλπ χρηματικά ποσά για τη μουσική την οποία αναπαράγουν και για λογαριασμό των καλλιτεχνών οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στην εκάστοτε εταιρεία-οργανισμό, προκειμένου να τους αποδώσουν στη συνέχεια αυτά τα ποσά έναντι πνευματικών δικαιωμάτων.

Ο τρόπος είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων στον τόπο μας σημαδεύτηκε από το οικονομικό σκάνδαλο που ξέσπασε το 2017 και αφορούσε την εταιρεία είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων ΑΕΠΙ. Η εταιρεία αυτή λειτουργούσε για πολλές δεκαετίες συγκεντρώνοντας στα ταμεία της άφθονο χρήμα από τα ποσά που εισπράχθηκαν από τη χρήση μουσικών έργων και τραγουδιών. Μόνο για το διάστημα 1991-2012, η ΑΕΠΙ εισέπραξε τόκους 9 εκατ. από τη διαχείριση κεφαλαίων των δημιουργών. Το πόρισμα των ελεγκτών διαπίστωσε ότι τα χρήματα αυτά δεν αποδόθηκαν στους δημιουργούς και μέλη της.

Σύμφωνα με το πόρισμα μάλιστα, τα χρήματα αυτά θεωρείται ότι τα καρπώθηκαν οι ιδιο­κτήτες. Το 2017 κατόπιν ελέγχων προέκυψαν -μεταξύ άλλων- πνευματικά δικαιώματα της τάξης των 42 εκατ. ευρώ τα οποία δεν διανεμήθηκαν στους δικαιούχους, παρακράτηση προμηθειών σε αδελφές εταιρείες και οργανισμούς του εξωτερικού, υπέρογκες αμοιβές μελών του διοικητικού συμβουλίου (καθώς και συγγενών τους) και δάνεια της εταιρείας σε μέλη του ΔΣ, τα οποία είχαν εγκριθεί από το ίδιο το συμβούλιο.

Η ΑΕΠΙ, χρησιμοποιούσε την Αστυνομία για να εισπράττει, από καταστήματα εστίασης, κομμωτήρια, ακόμα και περίπτερα και φούρνους, που είχαν ανοιχτά ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις και οι οποίοι κατήγγειλαν τη συμπεριφορά της εταιρείας ως παράνομη και καταχρηστική.

Η ΑΕΠΙ έκλεισε το 2018 και στη θέση της ξεφύτρωσαν άλλοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Οι ιδιωτικοί αυτοί οργανισμοί οι οποίοι αδειοδοτούνται από το υπουργείο πολιτισμού συνεχίζουν να λειτουργούν με ένα νομικό πλαίσιο που τους δίνει τη δυνατότητα να εισπράττουν από τους χρήστες (καταστήματα εστίασης, ιδιώτες, περίπτερα κλπ) με τον ίδιο αυθαίρετο και καταχρηστικό τρόπο αμοιβές οι οποίες, για την συντριπτική πλειοψηφία, μικρών ατομικών επιχειρήσεων, συνεργατικών καφενείων, μικρών μαγαζιών εστίασης, κλπ είναι, ως επί το πλείστον, υπέρογκες και αδικαιολόγητες.

Στην πραγματικότητα οι ιδιωτικοί αυτοί οργανισμοί δεν λειτουργούν σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ χρηστών μουσικής (δηλαδή καταστημάτων) και του εκάστοτε οργανισμού διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων. Αντιθέτως διεκδικούν χρήματα και μάλιστα αναδρομικά, πατώντας πάνω σε ισχυρισμούς και όχι σε αποδείξεις ή στη συναίνεση του χρήστη.

Με άλλα λόγια ένας υπάλληλος μπαίνει μία τυχαία μέρα πχ σε έναν φούρνο ή σε ένα καφέ και αφήνει ένα χαρτί που αναγράφει οφειλές αναδρομικά από 1000 έως και 4000 ευρώ. Δεν διαθέτουν κανέναν ελεγκτικό μηχανισμό που να μπορεί πραγματικά να βεβαιώσει ότι στο εκάστοτε κατάστημα αναπαράγεται μουσική καλλιτεχνών τους οποίους εκπροσωπούν, ή ότι αναπαράγεται οποιαδήποτε μουσική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ίδιος υπάλληλος μπορεί να υπογράφει ότι διενέργησε έλεγχο σε κατάστημα της Πάρου και κατάστημα της Αθήνας την ίδια ημερομηνία και την ίδια ώρα!

Ταυτόχρονα κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς διανέμονται αυτά τα χρήματα, δηλαδή σε πόσους και ποιους καλλιτέχνες-δημιουργούς καταβάλλονται αμοιβές. Είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μουσικών, των στιχουργών, συνθετών και ερμηνευτών αμείβονται στην καλύτερη περίπτωση με ποσά της τάξης των 50, 150, 200 ευρώ ετησίως! Αμείβονται δηλαδή με ψίχουλα τα οποία πέφτουν από το μοίρασμα της πίτας που στην πραγματικότητα γίνεται μεταξύ του εκάστοτε οργανισμού και ελάχιστων μεγάλων εμπορικών ονομάτων.

Είναι επίσης γεγονός ότι οι καλλιτέχνες στον τόπο μας και ειδικά οι μουσικοί, οι συνθέτες, οι στιχουργοί και οι ερμηνευτές δεν έχουν καμία απολύτως στήριξη από το κράτος και το Υπουργείο πολιτισμού. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν στην πανδημία. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι οι νέοι μουσικοί που θέλουν να σπουδάσουν το κάνουν με δικά τους έξοδα, οι μουσικοί που θέλουν να ηχογραφήσουν το κάνουν με δικά τους έξοδα, οι μουσικοί που θέλουν να βγάλουν για παράδειγμα έναν δίσκο το κάνουν αποκλειστικά με δικά τους έξοδα, όπως με δικά τους έξοδα επίσης αναλαμβάνουν την προώθηση της δουλειάς τους.

Είναι επίσης γεγονός ότι τα πνευματικά δικαιώματα πρέπει και να κατοχυρώνονται και να αποδίδονται, όχι όμως με αυτόν τον αυθαίρετο και καταχρηστικό τρόπο που καλλιεργεί συμπεριφορές «νταβαντζήδων» οι οποίοι απλά εισπράττουν χρήματα στο όνομα των καλλιτεχνών.
Είναι επίσης γεγονός ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν διαφυλάσσεται με υποχρεωτικές ποσοστώσεις και πριμοδοτήσεις διαφημιστικού χρόνου!

Καμία στήριξη και καμία ενίσχυση δεν υπάρχει από το Υπουργείο Πολιτισμού προς τους καλλιτέχνες, αντιθέτως το Υπουργείο πολιτισμού για άλλη μία φορά ενισχύει τους μεσάζοντες, δηλαδή τους οργανισμούς διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της μουσικής.

Τσιμέντο στην Ακρόπολη, φωτογραφίσεις μοντέλων σε αρχαιολογικούς χώρους, Ρουβάς και Σάττι στο μετρό και μεσάζοντες – «νταβαντζήδες» που κερδοφορούν εις βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των μουσικών και καλλιτεχνών, και των χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων. Έτσι ενισχύει τον πολιτισμό η υπουργός Λίνα Μενδώνη.