Παρά το υποτιθέμενο «καλό κλίμα» στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν…

Παρά τις εκατέρωθεν δηλώσεις το «καλό κλίμα» που επικράτησε κατά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Ν. Υόρκη στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η ένταση στις διμερείς σχέσεις αναπαράγεται και κλιμακώνεται.
Η απόφαση ενεργοποίησης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας και η επανάληψη ενός ακόμα γύρου συνομιλιών, δεν περιορίζει τις τουρκικές αξιώσεις επέκτασης της «γαλάζιας πατρίδας» στο μισό Αιγαίο (25ος μεσημβρινός) μέχρι τα χωρικά ύδατα της Κρήτης, και την καταπάτηση της θαλάσσιας κυριαρχίας της Κύπρου.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, η επανεκκίνηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου και των διερευνητικών προσπαθειών για επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό, ταυτόχρονα με το άνοιγμα της στρόφιγγας των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη, εντάσσονται στον κύριο στόχο της Άγκυρας να ασκήσει πιέσεις στη Δύση συνολικά (ΗΠΑ και Ευρώπη) για τη δημιουργία «ασφαλούς ζώνης» στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ. «Ούτε μέρα χαμένη» διακηρύσσει ο Ερντογάν προκειμένου να τεθεί, ακόμα και μονομερώς, κάτω από τον τουρκικό έλεγχο η εκτεταμένη «ζώνη ασφαλείας» και «επαναπατρίζοντας» εκεί τα εκατομμύρια Σύρων προσφύγων που φιλοξενεί, να νοθεύσει την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, να περιορίσει τη δυναμική των Κούρδων, που επιδιώκουν, με τη στήριξη της Ουάσιγκτον, τη δημιουργία και κατοχύρωση μιας κουρδικής κρατικής οντότητας στα πλευρά της Τουρκίας.
Την ώρα που ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οξύνεται στην περιοχή, η μεγάλη αστική τάξη της Τουρκίας, ποντάροντας στα γεωπολιτικά της μεγέθη, θέλει να αξιοποιήσει προς όφελός της αυτές τις αντιθέσεις και να ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή, παραμερίζοντας άλλες περιφερειακές δυνάμεις (Ισραήλ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία). Στα πλαίσια αυτά προκαλεί, δημαγωγεί εθνικιστικά και κινείται τυχοδιωκτικά ανάμεσα σε Δύση (ΗΠΑ, ΕΕ), και Ανατολή (Ρωσία, Κίνα) με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την προμήθεια των ρωσικών S-400, κόντρα στις πιέσεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα επιλέγει την πιο σφικτή πρόσδεση στο άρμα του Ευρωατλαντισμού, μετατρεπόμενη σε «μεντεσέ» των επιλογών ΗΠΑ και ΕΕ στην περιοχή, προκειμένου να αποσπάσει την εύνοιά τους. Ο Αμερικάνος τοποτηρητής, Πάιατ, με πρόσφατη παραστατική αναφορά του υποστήριξε ότι: «Ελλάδα και ΗΠΑ μοιράζονται μια πολύ παρόμοια θεώρηση για την Τουρκία. Και οι δύο αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια σημαντική σχέση για τα αντίστοιχα εθνικά μας συμφέροντα ασφαλείας, και, όσο δύσκολο και αν είναι, πρέπει να κάνουμε τη δουλειά της διατήρησης αυτού του διαλόγου. Και οι δύο πιστεύουμε ότι είναι έντονα προς το συμφέρον μας η Τουρκία να παραμείνει αγκυροβολημένη στη Δύση, μέρος της ευρωατλαντικής μας κοινότητας, και να κοιτάξει προς τη Δύση για το μέλλον».

♦ ♦ ♦

59 χρόνια από την (έστω και κολοβή) ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τουρκία έχει επιτύχει βασικές της επιδιώξεις στο νησί. Για 45 χρόνια διατηρεί κατοχικά στρατεύματα, ελέγχοντας σχεδόν το 40% της κυπριακής επικράτειας και με την τακτική των κανονιοφόρων διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος και στο θαλάσσιο πλούτο της χώρας, ενώ τελευταία απειλεί με την προσάρτηση και της Αμμοχώστου.
Όσον αφορά τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα, παρά την τυπική απομόνωση της «κυβέρνησης» των κατεχομένων, στην πράξη οι «εκπρόσωποι» της λεγόμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» γίνονται αποδεκτοί και επίσημοι συνομιλητές μιας σειράς χωρών και διεθνών Οργανισμών, που καμώνονται τους συμμάχους, εταίρους και συμπαραστάτες της Κύπρου, δίχως κανείς να νοιάζεται για την εξουσία αυτών των «εκπροσώπων» που εκπορεύεται αποκλειστικά από τον Αττίλα. Τουρκική απαίτηση και επανάληψή της από τον Ακιντζί, είναι ότι οι όποιες συνομιλίες κι αν δρομολογηθούν από τον γ.γ. του ΟΗΕ Γκουτέρες θα κινούνται στο πλαίσιο των δύο συνιστώντων κρατών, της εναλλαγής στην προεδρία και της διατήρησης του ρόλου της «εγγυήτριας» δύναμης και των κεκτημένων κατοχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας, δηλαδή στην προοπτική τουρκικού ελέγχου σ’ ολόκληρο το νησί.
Τα φληναφήματα Αθήνας και Λευκωσίας για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, «λύση» σύμφωνη με το κοινοτικό κεκτημένο, «για τον τερματισμό του παρωχημένου, αναχρονιστικού Συστήματος Εγγυήσεων του 1960 και των μονομερών “δικαιωμάτων” παρέμβασης και για την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από το νησί» και για την εξασφάλιση δίκαιης μοιρασιάς για τις δύο κοινότητες του νησιού, από την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Κύπρου, η Άγκυρα τα αντιπαρέρχεται με τη στρατιωτική επιβολή.
Ο Ερντογάν ήταν σαφής, και από την έδρα του ΟΗΕ ξεσπάθωσε, τονίζοντας ότι σε κάθε περίπτωση η Άγκυρα θα προστατεύσει τα νόμιμα δικαιώματα και τα συμφέροντα των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων στην Ανατολική Μεσόγειο. Υποστήριξε ότι το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί λόγω της αδιάλλακτης και άδικης στάσης των Ελληνοκυπρίων. Και μάλιστα «Είναι καθαρό πως αυτοί που διεκδικούν να λύσουν το κυπριακό πρόβλημα, υπό τον όρο των μηδενικών εγγυήσεων ασφάλειας, έχουν κακές προθέσεις» και ξεκαθάρισε ότι «η Τουρκία θα συνεχίσει τις προσπάθειες μέχρις ότου βρεθεί λύση η οποία θα εγγυάται την ασφάλεια και την διατήρηση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων».
Αναφερόμενος στα ενεργειακά, είπε ότι οι ενεργειακοί πόροι στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν σημαντική ευκαιρία για συνεργασία, αν όλοι υιοθετήσουν μία προσέγγιση αμοιβαίου οφέλους («win-win»). Ωστόσο, «ορισμένες χώρες της περιοχής προβαίνουν σε μονομερή βήματα, επιχειρώντας να σύρουν το ενεργειακό ζήτημα σε πεδίο σύγκρουσης».